Σε σοβαρό στρατηγικό αδιέξοδο έχει πλέον περιέλθει η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Αυτή την περίοδο, με δεδομένη την αναθεωρητική ρητορική αλλά ενίοτε και πρακτική της Αγκυρας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με την πλήρη κατάρρευση της στρατηγικής του Ελσίνκι, η Αθήνα έχει πλέον ελάχιστους μοχλούς πίεσης έναντι του εξ Ανατολών γείτονα. «Ουσιαστικά, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν σήμερα επιστρέψει στην εποχή προ του Ελσίνκι, μέσω του οποίου η Αθήνα επεδίωξε να τις «εγκλωβίσει» σε έναν ευρωτουρκικό ιστό» παραδέχονται στο «Βήμα» υψηλόβαθμες διπλωματικές πηγές. Το στοιχείο αυτό μπορεί να έχει σοβαρότατες επιπτώσεις, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι εντάσεις και οι κρίσεις χαμηλής έντασης με την Τουρκία υποχρεώνουν μεν την Ελλάδα να σκληραίνει τη στάση της σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, επιτρέπουν δε παράλληλα σε άλλα κράτη-μέλη να κρύβονται, άκοπα, πίσω από την Αθήνα. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά φαίνεται ότι έχει δραματικά καθυστερήσει, αν όχι να διαμορφώσει, τουλάχιστον να εξετάσει εναλλακτικά σενάρια ανάσχεσης των πρακτικών της Αγκυρας.
Την ίδια στιγμή, η ανησυχία στα κέντρα αποφάσεων στην ελληνική πρωτεύουσα για τις επόμενες κινήσεις της Τουρκίας «έχει χτυπήσει κόκκινο». Τα βλέμματα είναι στραμμένα, πρώτον, στην έκβαση της υπόθεσης των δύο ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται από τις 2 Μαρτίου στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης και, δεύτερον, στο ενδεχόμενο ενός νέου επεισοδίου στο Αιγαίο που θα μπορούσε να τεθεί εκτός ελέγχου. Παράλληλα, η εκατέρωθεν ρητορική δεν διευκολύνει καθόλου την εκτόνωση της ατμόσφαιρας. Οι πρόσφατες «κορόνες» του υπουργού Εθνικής Αμυνας Πάνου Καμμένου για την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Επανάσταση του 1821, αλλά και οι υψηλοί τόνοι του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου ικανοποιούν ίσως το εσωτερικό ακροατήριο, αλλά δεν προσφέρουν λύση στο πρόβλημα.

Πενιχρά αποτελέσματα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αθήνα εξασφάλισε ένα πολύ θετικό λεκτικό καταδίκης των τουρκικών ενεργειών στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών, εκμεταλλευόμενη και την πολύ κακή συγκυρία των ευρωτουρκικών σχέσεων. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η συνέχεια ήταν εξίσου καλή, καθώς ο Ντόναλντ Τουσκ και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ έθεσαν επιτακτικά το ζήτημα της απελευθέρωσης των δύο στρατιωτικών στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά τη διάρκεια της ευρωτουρκικής Συνάντησης Ηγετών στη Βάρνα, αλλά επίσης τις προκλήσεις τόσο έναντι της Ελλάδος όσο και έναντι της Κύπρου. Τα ουσιαστικά αποτελέσματα όμως υπήρξαν πενιχρά και η ελπίδα του προέδρου της Κομισιόν ότι οι «2» θα μπορούσαν να απελευθερωθούν μέχρι το ορθόδοξο Πάσχα αποδεικνύονται φρούδες –τουλάχιστον προς το παρόν. Οι δύο ενστάσεις που κατέθεσαν στο Πρώτο και στο Δεύτερο Ειρηνοδικείο της Αδριανούπολης οι δικηγόροι του ανθυπολοχαγού Αγγελου Μητρετώδη και του λοχία Δημήτρη Κούκλατζη έπεσαν στο κενό. Υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι διαφορετικό; «Οχι» είναι η κατηγορηματική απάντηση όσων παρακολουθούν στενά την υπόθεση.
Ο λόγος είναι απλός, συνεχίζουν οι ίδιες πηγές, και τον παρουσίασε κυνικά ο πρόεδρος Ερντογάν σε δηλώσεις του κατά την επιστροφή του από τη Βάρνα. Αν και απέφυγε να συνδέσει την υπόθεση των «2» με εκείνη των οκτώ τούρκων αξιωματικών που διέφυγαν στην Ελλάδα την επομένη της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, ο τούρκος ηγέτης δύσκολα μπόρεσε να κρύψει ότι στο μυαλό του οι δύο υποθέσεις δεν είναι άσχετες μεταξύ τους. Τα δεδομένα είναι οφθαλμοφανή. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα αναμένει να δει τι θα συμβεί μετά το τέλος της προφυλάκισης των «8» πριν ανοίξει τα χαρτιά του για τους έλληνες στρατιωτικούς. Η αποφυλάκισή τους θα λάβει χώρα, σύμφωνα με πληροφορίες, το τελευταίο 10ήμερο του Απριλίου και στις αρχές Μαΐου το Συμβούλιο της Επικρατείας αναμένεται να αποφασίσει επί της βασικής προσφυγής των «8» για τη χορήγηση πολιτικού ασύλου. Οποια και αν είναι η απόφαση, η θέση της ελληνικής κυβέρνησης δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι εφόσον δεν τους χορηγηθεί άσυλο, οι «8» δεν μπορούν να μεταβούν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

Σε επαγρύπνηση

Στο Αιγαίο η πρόσφατη άσκηση «Πυρπολητής» με βασικό σενάριο την ανακατάληψη βραχονησίδας έδειξε ξεκάθαρα τις ανησυχίες της ελληνικής πλευράς. Η ύπαρξη, πολύ ψηλά στην ατζέντα της τουρκικής εσωτερικής αντιπαράθεσης, της υπόθεσης περί του ποιος… παρέδωσε στην Ελλάδα 18 νησιά του Αιγαίου καθοδηγεί τους σχεδιασμούς του ελληνικού Πενταγώνου. Ολες οι μονάδες στις ακριτικές περιοχές βρίσκονται σε πλήρη επαγρύπνηση ώστε να αποφευχθούν και λάθη που θα έδιναν τη δυνατότητα στην Αγκυρα να τα εκμεταλλευθεί.

«Υπάρχει κίνδυνος να ξηλωθεί πλήρως το modus vivendi που είχε διαμορφωθεί στο Αιγαίο μετά το Ελσίνκι και τη δημιουργία του διαύλου των διερευνητικών επαφών»
λέει στο «Βήμα» ο Ιαν Λέσερ, αναλυτής στο German Marshall Fund of the United States, ο οποίος έχει παρακολουθήσει στενά τις προσπάθειες ελληνοτουρκικής προσέγγισης της τελευταίας 20ετίας. Η κατάσταση περιπλέκεται έτι περαιτέρω διότι, όπως σημειώνει ο αμερικανός αναλυτής, «η αξιοπιστία, άρα και η δυνατότητα παρέμβασης των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ στην Αγκυρα, έχει μειωθεί δραματικά. Δύσκολα θα υπήρχε σήμερα η δυνατότητα μιας παρέμβασης όπως αυτή του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ στην κρίση των Ιμίων». Ο κ. Λέσερ κρίνει ως θετικό το γεγονός ότι υπάρχει αξιοσημείωτη βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, αλλά «η πραγματικότητα είναι ότι την κυβέρνηση Τραμπ την απασχολούν περισσότερο οι εξελίξεις στην Ασία παρά στην Ευρώπη και στην Ευρασία».

Ανάγκη νέας στρατηγικής

Οι ευρωτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σχεδόν σε ιστορικό ναδίρ και η εξέλιξη αυτή μπορεί να έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις για την Αθήνα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά η Ελλάδα επένδυσε στην «εξημέρωση του θηρίου» μέσω της προσέγγισης της Αγκυρας με την ΕΕ. Το πρώτο βήμα ήταν η άρση του ελληνικού βέτο στην Τελωνειακή Ενωση. Στη συνέχεια και μετά την κρίση των Ιμίων, η κυβέρνηση Σημίτη (σε σύμπνοια και με τον αμερικανικό παράγοντα) διαμόρφωσε μια στρατηγική τριών επιπέδων.

Πρώτον, διαμορφώθηκε ο δίαυλος των διερευνητικών επαφών με σκοπό την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Δεύτερον, προωθήθηκε η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ με την παράλληλη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού.

Τρίτον, διαμορφώθηκε ένας «οδικός χάρτης» για την ευρωτουρκική προσέγγιση που ουσιαστικά θα κατέληγε στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ – Τουρκίας. Η στρατηγική αυτή, που κορυφώθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι το 1999, αποτελούσε μία από τις ελάχιστες φορές που η Αθήνα σκέφτηκε στρατηγικά περί των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παρά την κριτική που δέχθηκε. Κεντρικά πρόσωπα στη διαμόρφωσή της υπήρξαν ο αείμνηστος Νίκος Θέμελης, ο Χρήστος Ροζάκης και ο αδικοχαμένος Γιάννος Κρανιδιώτης, ενώ ρόλο στην εκτέλεσή της έπαιξε ο Γιώργος Παπανδρέου ως υπουργός Εξωτερικών.

Ωστόσο, η «στρατηγική του Ελσίνκι» είναι πλέον νεκρή και αυτό το παραδέχονται τόσο υψηλόβαθμοι διπλωμάτες όσο και έμπειροι πολιτικοί. Ο ευρωπαϊκός μοχλός πίεσης είναι πλέον ασθενής και οι ευρωτουρκικές σχέσεις κινούνται σταδιακά προς μια μορφή συναλλαγής (ο όρος που χρησιμοποιείται σε κύκλους των Βρυξελλών είναι «transactional relationship»). Αυτό φάνηκε και από τις δηλώσεις των κ.κ. Τουσκ, Γιούνκερ και Ερντογάν στη Βάρνα. Το βασικότερο πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι οι διαφωνίες μπορούν να επεκταθούν σε περισσότερα θέματα, αλλά ότι σε όσα ήδη οι δύο πλευρές διαφωνούν το χάσμα διευρύνεται. Το «μεγάλο αγκάθι» σήμερα είναι η υποβάθμιση του κράτους δικαίου και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη επιβολή κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Σύμφωνα δε με πληροφορίες, αυτή τη στιγμή βρίσκονται στις τουρκικές φυλακές 65.000 άνθρωποι.

Το κράτος δικαίου

Η προβληματική κατάσταση με το κράτος δικαίου κατεγράφη στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτωβρίου 2017 και αναμφίβολα θα ρίξει βαριά σκιά στην Εκθεση Προόδου για την Τουρκία που θα δημοσιοποιήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 17 Απριλίου. Μετά τον Οκτώβριο, η Αγκυρα προσπάθησε να εξωραΐσει κάπως την κατάσταση, με έμφαση στην καλυτέρευση των σχέσεων με το Βερολίνο και τη Βιέννη. Παράλληλα, η συνεργασία για την εφαρμογή της Συμφωνίας για το Προσφυγικό του Μαρτίου 2016 συνεχιζόταν απρόσκοπτα παρά τις διαμαρτυρίες της Αγκυρας για καθυστερήσεις στην καταβολή των υπεσχημένων κονδυλίων, ενώ είχε βελτιωθεί και η ατμόσφαιρα στο μέτωπο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Οι συνομιλίες μάλιστα στο πεδίο αυτό, τον Νοέμβριο του 2017, υπήρξαν πολύ καλύτερες από εκείνες που είχαν προηγηθεί τον Μάιο του 2017.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι κ.κ. Τουσκ και Γιούνκερ να απευθύνουν (τον περασμένο Φεβρουάριο) πρόσκληση προς τον κ. Ερντογάν για τη Συνάντηση στη Βάρνα, θέλοντας παράλληλα να ηρεμήσουν την τουρκική πλευρά που είχε εκφράσει έντονα παράπονα επειδή η δική της ενταξιακή πορεία είχε διαχωριστεί από εκείνη των Δυτικών Βαλκανίων. Ωστόσο, το παρ’ ολίγον δυστύχημα στα Ιμια και οι προκλητικές ενέργειες της Αγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ βάρυναν πολύ το κλίμα και οδήγησαν στη μετατροπή της συνάντησης περισσότερο σε μια διαδικασία ανασκόπησης των σχέσεων. Η διαρροή, λίγες ημέρες νωρίτερα, του Σχεδίου Συμπερασμάτων και η αποκάλυψη της σκληρής γλώσσας εναντίον των τουρκικών πρακτικών είχαν προκαλέσει σφοδρή αντίδραση από την Αγκυρα, που επιδόθηκε σε εκτεταμένο lobbying για αλλαγή του κειμένου, ενώ εξέφρασε και την απειλή να μην προσέλθει ο κ. Ερντογάν στη Βάρνα.

Η ετεροβαρής οικονομική σχέση Αγκυρας – ΕΕ

Αν η ΕΕ θεωρεί απαραίτητη τη συνεργασία με την Τουρκία για τη διαχείριση του Προσφυγικού (αυτός ήταν ο λόγος που η έγκριση της δεύτερης δόσης κονδυλίων, ύψους 3 δισεκατομμυρίων ευρώ, πραγματοποιήθηκε πριν από τη Βάρνα), ανάλογη είναι η σημασία που έχει για την Αγκυρα η οικονομική συνεργασία με την Ευρώπη. Η πραγματικότητα είναι ότι η τουρκική οικονομία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές με την ΕΕ. Οπως σημειώνει ο Κεμάλ Κιριστσί, αναλυτής στο αμερικανικό Ινστιτούτο Brookings, οι μισές εξαγωγές της Τουρκίας κατευθύνονται προς την Ευρώπη, όταν λιγότερο από 6% αυτών κατευθύνεται σε άλλες θεωρούμενες μεγάλες αγορές, όπως της Κίνας, της Ρωσίας ή του Ιράν. Παράλληλα, περίπου τα 2/3 των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Τουρκία προέρχονται από κράτη-μέλη της ΕΕ. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία είναι ο πέμπτος εξαγωγικός εταίρος της ΕΕ.

Ο κ. Ερντογάν αναγνωρίζει αυτή την ετεροβαρή οικονομική σχέση και για τον λόγο αυτόν επιμένει στη σημασία της αναβάθμισης της Τελωνειακής Ενωσης. Τη σημασία μιας τέτοιας κίνησης αναγνωρίζει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, οι πολιτικές συνθήκες για να προχωρήσει η αναβάθμιση δεν είναι καθόλου ευνοϊκές και μόνο μια μείζων κίνηση, όπως π.χ. η άρση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, θα διευκόλυνε τους υποστηρικτές της. Αγνωστο είναι επίσης αν θα μεταβεί το προσεχές διάστημα κοινοτικό κλιμάκιο στην Αγκυρα για να συζητηθούν οι προτάσεις που έχει καταθέσει η τουρκική κυβέρνηση για την απεμπλοκή της απελευθέρωσης θεωρήσεων για τούρκους πολίτες που θα ταξιδεύουν στην ΕΕ. Οι τουρκικές ιδέες εστάλησαν τον Φεβρουάριο στον πρώτο αντιπρόεδρο της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς και οι υπηρεσίες του τις εξετάζουν.

Οι ευρωτουρκικές σχέσεις έχουν όμως βαθιά πολιτικοποιηθεί και αυτό είναι που πρέπει να απασχολεί την Αθήνα. Το κλίμα και η ρητορική δύσκολα θα αλλάξουν πριν από την πραγματοποίηση των επόμενων προεδρικών εκλογών στην Τουρκία, οι οποίες αποτελούν το μεγάλο στοίχημα του κ. Ερντογάν. Αυτό που μοιάζει βέβαιο είναι ότι η διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων είναι πρακτικά νεκρή. Ακόμη και αν κάποιοι ήθελαν να την υποστηρίξουν, η κοινή γνώμη στις περισσότερες χώρες είναι αρνητική. Η πιθανότερη εξέλιξη φαίνεται ότι θα είναι η συνέχιση των τομεακών διαλόγων (σε ενέργεια, εξωτερική πολιτική, μεταφορές κ.ά.), κάτι που ίσως βολεύει και την Αγκυρα. Η γενική παραδοχή όμως είναι ότι χωρίς κάποια βελτίωση στην κατάσταση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στην Τουρκία, ουδείς θα είναι διατεθειμένος να συζητήσει το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων και την αναζήτηση μιας εναλλακτικής ρύθμισης που προφανώς δεν θα οδηγεί σε πλήρη ένταξη. Αυτό όμως για το οποίο τα υπόλοιπα κράτη-μέλη ίσως δεν βιάζονται συνιστά για την Αθήνα άμεση ανάγκη επί της οποίας λείπει κάθε προετοιμασία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ