Η Συνθήκη της Λωζάνης δεν αναθεωρείται ούτε επικαιροποιείται και είναι
απολύτως σαφής δίχως να αφήνει ίχνος «γκρίζων ζωνών» υποστηρίζει ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, στέλνοντας αυστηρό μήνυμα
προς την Τουρκία.

Ο κ. Παυλόπουλος αναφερόμενος στην Τουρκία σημειώνει πως «επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας. Όμως, οι σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας με την Τουρκία, όπως επίσης και η ευρωπαϊκή της προοπτική -την οποία εμείς, οι Έλληνες, ευνοούμε- εξαρτάται από τον πλήρη σεβασμό του συνόλου του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ιδιαιτέρως δε από τον πλήρη σεβασμό της Συνθήκης της Λωζάνης, της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 και του Δικαίου της Θάλασσας, το οποίο δεσμεύει την Τουρκία με την μορφή γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, εφαρμοζόμενων εν συνόλω και όχι επιλεκτικώς».

Επιπλέον, υποστηρίζει «η Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία κατοχυρώνει τα σύνορα, το έδαφος και την κυριαρχία τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αναθεωρείται ούτε επικαιροποιείται και είναι απολύτως σαφής, δίχως ν’ αφήνει ίχνος «γκρίζων ζωνών». Υπό τα δεδομένα αυτά η Τουρκία πρέπει να κατανοήσει και να σεβασθεί ότι η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοούν την ευρωπαϊκή της προοπτική, πλην όμως έχουν και την θέληση αλλά και την δύναμη να υπερασπισθούν, αμέσως και αποτελεσματικώς, τα σύνορα, το έδαφος και την κυριαρχία τους.

Για το σκοπιανό

Αναφορικά με τις εξελίξεις που αφορούν στην ΠΓΔΜ, στηρίζει – όπως λέει – «την πορεία ένταξης της φίλης ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τούτο όμως, για λόγους σεβασμού της Ιστορίας, του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, προϋποθέτει προηγούμενη λύση ως προς το όνομά της, η οποία θα εμπεριέχει τις απαραίτητες εγγυήσεις εξάλειψης του αλυτρωτισμού».

Στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζει πως ένας τρόπος υπάρχει για να προχωρήσει η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ: «Πρώτον, προηγούμενη αναθεώρηση, προς αυτή την κατεύθυνση, του Συντάγματός της, κάτι το οποίο σηματοδοτεί και τον σεβασμό που η Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ επιδεικνύουν απέναντι στην έννομη τάξη της και στο κράτος δικαίου εν γένει. Και, δεύτερον, συμφωνία που θα εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις εξάλειψης του αλυτρωτισμού που προανέφερα».

Δίκαιη και βιώσιμη λύση για την Κύπρο

Αναφορικά με το κυπριακό, ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε ότι αποτελεί «διαρκές χρέος μας να μην λησμονούμε την Κύπρο. Για την Μεγαλόνησο, η οποία εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζει την τραγωδία της τουρκικής στρατιωτικής κατοχής εδαφών της, πρέπει να διασφαλισθεί λύση δίκαιη και βιώσιμη, πλήρως σύμφωνη με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο. Λύση η οποία θα διασφαλίσει, οριστικώς και αμετακλήτως, μεταξύ άλλων, ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης μ’ ενιαία διεθνή προσωπικότητα και πλήρη κυριαρχία, απαλλαγμένο από στρατεύματα κατοχής και εγγυήσεις τρίτων, που αντιτίθενται άλλωστε πλήρως στην κατά το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο έννοια της κυριαρχίας».

«Η Εθνεγερσία του 1821 αποτέλεσε την «Ανάσταση» του Γένους μας»

«Η Εθνεγερσία του 1821, αποτέλεσε την «Ανάσταση» του Γένους μας, καθώς οδήγησε στην κατάλυση της μακρόχρονης υποδούλωσης των προγόνων μας στον οθωμανικό ζυγό και στην δημιουργία του νεότερου Ελληνικού Κράτους», υπογραμμίζει στο μήνυμά του προς τον απόδημο ελληνισμό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος με αφορμή την εθνική επέτειο.

Ο κ. Παυλόπουλος παραθέτει απόσπασμα από τον Επιτάφιο του Περικλέους, που συνιστά διαχρονικό μήνυμα, ότι οι Έλληνες τότε αποδείχθηκαν, «κα? παρ? δύναμιν τολμητα? κα? παρ? γνώμην κινδυνευτα? κα? ?ν το?ς δεινο?ς ε?έλπιδες». Έτσι αγνόησαν την αριθμητική υπεροχή των κατακτητών και επαναστάτησαν για ν’ ανακτήσουν την Ελευθερία τους που αποτελεί, άλλωστε, όπως επανειλημμένως έχω τονίσει, υπαρξιακή αρχή και, άρα, τρόπο ζωής για το Έθνος μας και τον Λαό μας.

Ο κ. Παυλόπουλοε κάνει αναφορά στις αντίξοες συνθήκες που εκδηλώθηκε η επανάσταση: Η Ελληνική Επανάσταση εκδηλώθηκε μέσα σ’ ένα αντίξοο διεθνές πολιτικό περιβάλλον, στο οποίο διακυβεύονταν κρίσιμα συμφέροντα των τότε μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Και τούτο διότι, αφενός οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν σύμφωνες όσον αφορά την αρχή της νομιμότητας της απόλυτης μοναρχίας, η οποία όμως είχε κλονισθεί απ’ το 1820 με τις εξεγέρσεις της Νότιας Αμερικής εναντίον της Ισπανίας, τις φιλελεύθερες και εθνικές επαναστάσεις του Πεδεμοντίου και της Νεάπολης, καθώς και τον φιλελεύθερο ξεσηκωμό της Ισπανίας εναντίον του απολυταρχισμού των Βουρβώνων.

Και, αφετέρου, οι δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας διαφωνούσαν μεταξύ τους για το «Ανατολικό ζήτημα», δοθέντος ότι ο κύριος σκοπός της Αυστρίας και της Αγγλίας ήταν ν’ αναστείλουν την ανησυχητική προώθηση της Ρωσίας προς τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο. Η Ελληνική Επανάσταση, όπως ήταν αναμενόμενο, αρχικώς καταδικάσθηκε από την Ιερά Συμμαχία.

Όμως, η εμβληματική επιτυχία της Εθνεγερσίας μας από το 1821 ως το 1824, η εντυπωσιακή ανθεκτικότητά της στις εμφανισθείσες δυσχέρειες από το 1825 ως το 1827, αλλά και το απαράμιλλο κίνημα του Φιλελληνισμού που εμφανίστηκε στην Ευρώπη, εμπνέοντας ορισμένα από τα πιο εκλεκτά της τέκνα να σταθούν αλληλέγγυα στον Αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία -προσφέροντας μάλιστα τις περιουσίες τους και ενίοτε την ίδια την ζωή τους για την ευόδωση αυτού του Αγώνα- είχαν ως αποτέλεσμα την συγκρότηση από την Ρωσία, την Αγγλία και την Γαλλία της Τριπλής Συμμαχίας, τον Ιούλιο του 1827.

Ακολούθησε η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, στις 20 Οκτωβρίου 1827, όπου καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, γεγονός που σηματοδότησε την τελειωτική νικηφόρα έκβαση του μοναδικού, ως προς τον επιδειχθέντα ηρωϊσμό, ξεσηκωμού των προγόνων μας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ειδική αναφορά κάνει στους απόδημους Έλληνες «… ιδίως δε εκείνοι της Οδησσού, της Βιέννης, της Αγίας Πετρούπολης, των Παρισίων, του Βελιγραδίου, της Τεργέστης και πολλών άλλων εστιών της Ομογένειας, οι οποίοι συστρατεύθηκαν μ’ ενθουσιασμό και αυταπάρνηση με τους επαναστατημένους αδελφούς τους. Ταυτοχρόνως, με το παράδειγμά τους συνέβαλαν αποφασιστικώς ώστε ν’ ανάψει ο «πυρσός» των αξιών του Φιλελληνισμού σε πολλές γωνιές της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Τούτη την μεγάλη προσφορά των αποδήμων Ελλήνων η σύγχρονη Ελλάδα ουδέποτε λησμόνησε. Όλως αντιθέτως, αισθάνεται εσαεί ευγνώμων γι’ αυτήν».