Το βάρος στους ώμους τής Ελένης Τουλουπάκη θα πρέπει να είναι δυσβάστακτο. Η εισαγγελέας κατά της Διαφθοράς, η οποία ερευνά την υπόθεση της Novartis, βρίσκεται και η ίδια κατηγορούμενη μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο μετά τη μήνυση που κατέθεσε εναντίον τους ο Αντώνης Σαμαράς για κατάχρηση εξουσίας και συμμορία. Οι χειρισμοί Τουλουπάκη σε ό,τι αφορά το σκέλος της έρευνας για τους πολιτικούς έχουν αμφισβητηθεί, όχι μόνο από τους εμπλεκομένους και την αντιπολίτευση, αλλά και από την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Οταν έχει χαθεί το τεκμήριο της αντικειμενικότητας και της ανεξαρτησίας, αλλά και της επαγγελματικής επάρκειας, πώς θα συνεχίσει το έργο της η εισαγγελέας κατά της Διαφθοράς;

Εμπρηστική ομιλία

Η υπόθεση Νovartis έχει βαρύνει υπέρμετρα και στην πολιτική ζωή. Τη Δευτέρα ο κ. Τσίπρας έκανε μια εμπρηστική –ίσως και προεκλογική –ομιλία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. «Σήμερα τελειώνει μια και καλή και η χυδαιότητα του «Μαζί τα φάγαμε». Διότι δεν τα φάγαμε μαζί. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι» τόνισε. Και αφού μίλησε για «συνταγματική αφοσίωση» και απέρριψε «το κυνήγι μαγισσών και τα λαϊκά δικαστήρια», μοίρασε καταδίκες στο «παλαιό πολιτικό σύστημα» που ευθύνεται για την τραγική περιπέτεια της χρεοκοπίας. «Ορισμένοι δεν ντρέπονται, και δεν διστάζουν να κραυγάζουν ότι δεν υπάρχει σκάνδαλο. Ποιοι; Οι αληθινοί κουκουλοφόροι. Τώρα που η Δικαιοσύνη απειλεί να τους βγάλει τις κουκούλες και να τους αποκαλύψει, καταγγέλλουν τους μάρτυρες ως δήθεν κουκουλοφόρους» τόνισε.
Την ίδια ημέρα κατατέθηκε στη Βουλή η κυβερνητική πρόταση για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, χωρίς να αποδίδονται συγκεκριμένα αδικήματα σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Αυτό που ζητείται από τη Βουλή είναι: Να αποφανθεί ότι για το έγκλημα της απιστίας των δέκα πολιτικών έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο και να ισχύσει το ίδιο και για τον Παναγιώτη Κουρουμπλή. Και να ερευνηθεί η αρμοδιότητα της Βουλής να ασκήσει σχετικές διώξεις –σε αρνητική περίπτωση να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Δικαιοσύνη. «Τι είναι η Βουλή; Ερευνητικό Ινστιτούτο; Αν εξαλείφθηκε το αξιόποινο γιατί κατατίθεται πρόταση για Προανακριτική;» επισήμαναν ο Μάκης Βορίδης, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και η Μαρία Σπυράκη σε έκτακτη συνέντευξη Τύπου.

Εργαλείο εξόντωσης

Την Πέμπτη ο Κυριάκος Μητσοτάκης συγκάλεσε την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ προκειμένου να εκφράσει τη βαθιά ανησυχία του για τα Ελληνοτουρκικά. Μίλησε όμως και για τη Novartis. Το σκάνδαλο αυτό, υπογράμμισε, «δεν το χειρίζεται η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, το πήρε από τα χέρια της η κυβέρνηση για να το μετατρέψει σε εργαλείο πολιτικής εξόντωσης των αντιπάλων της». Οι κατηγορίες αυτές δεν στοιχειοθετούνται, πρόσθεσε, και γι’ αυτό η κυβέρνηση επιδιώκει άρον-άρον να κλείσει η Προανακριτική και να επιστρέψει η υπόθεση στη Δικαιοσύνη. Χαρακτήρισε χαλκευμένα τα κατηγορητήρια για τους πολιτικούς και απαίτησε να καταθέσουν οι μάρτυρες στην Επιτροπή της Βουλής σε αντιπαράθεση με εκείνους που κατηγορούν, ακόμη και φορώντας κουκούλα. Προειδοποίησε επίσης τον κ. Τσίπρα «να μην τολμήσει να κλείσει την Προκαταρκτική Επιτροπή προτού έλθουν όλα στο φως».
Μέχρι πρότινος, η κυρία Τουλουπάκη εμφανιζόταν σίγουρη για την έρευνά της και διαμήνυε ότι όλες οι διαδικασίες έγιναν όπως προβλέπει ο νόμος. Από αρμόδιες δικαστικές πηγές όμως μεταδιδόταν ότι για τα πολιτικά πρόσωπα δεν υπάρχουν πρόσθετα στοιχεία, πέραν των τριών μαρτυριών, καθώς δεν έχει ακόμη ξεκινήσει η έρευνα. Σε αυτή την περίπτωση μένουν ανοιχτά μεγάλα δικονομικά και πολιτικά ζητήματα. Πώς δόθηκε το καθεστώς του «προστατευόμενου μάρτυρα» στα τρία πρόσωπα, τα οποία δεν είχαν να εισφέρουν συγκεκριμένα στοιχεία, e-mail, λογαριασμούς, κ.ά., παρά μόνο φήμες, εικασίες και προσωπικές τους εκτιμήσεις; Υπάρχει περίπτωση κάποιοι μάρτυρες να κατέθεσαν και με το όνομά τους και ως προστατευόμενοι, γεγονός που αν έχει συμβεί τινάζει στον αέρα τη διαδικασία, πολύ περισσότερο αν οι μάρτυρες εμπλέκονται στην υπόθεση Novartis;
Ελήφθη η απαραίτητη έγκριση του εποπτεύοντος αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου; Γιατί η δικογραφία δεν εστάλη αμελλητί στη Βουλή στις 6 Νοεμβρίου, με την πρώτη κατάθεση κατά πολιτικού προσώπου, αλλά αντιθέτως η κυρία Τουλουπάκη δεχόταν καταθέσεις σε δόσεις (η «Αικατερίνη Κελέση» κατέθεσε εννέα φορές!) για άλλους εννέα πολιτικούς, μέχρι την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου, το απόγευμα του μεγάλου συλλαλητηρίου στην Αθήνα; Γιατί ενώ συνεχίζονταν οι καταθέσεις και δεν είχαν κατονομαστεί όλα τα πρόσωπα, ζήτησε από το FBI να χρησιμοποιήσει στοιχεία της δικής του έρευνας για τους δέκα πολιτικούς, παρότι από αυτά δεν προέκυπτε τίποτα για εκείνους; Γιατί επισκέφθηκε ο Δ. Τζανακόπουλος τον Αρειο Πάγο λίγο προτού μεταβιβαστεί η δικογραφία στη Βουλή, πώς γνώριζαν οι Στ. Κοντονής και Δ. Παπαγγελόπουλος το περιεχόμενο της δικογραφίας και έκαναν σχετικές δηλώσεις έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, από πού έμαθε ο Π. Πολάκης την ταυτότητα των προστατευόμενων μαρτύρων;
Αλλά και οι ίδιες οι καταθέσεις προκαλούν πλήθος ερωτημάτων. Οι μάρτυρες καταθέτουν επί τρεις, τέσσερις και πέντε ώρες (!), τα λεγόμενά τους περιορίζονται σε δύο ή τρεις σελίδες Α4, ενώ δεν προβλέπεται συμπύκνωση των καταθέσεων από ανακριτές και εισαγγελείς. Ερωτήσεις σπανίως γίνονται και αυτές οι ελάχιστες δίνουν την εντύπωση ότι επιχειρείται να δοθεί κατεύθυνση στον μάρτυρα και όχι να φωτιστούν γεγονότα ή να αναζητηθούν αποδείξεις.

Η επιλογή

Αναπόφευκτα τίθεται ένα ακόμα ερώτημα: ποια είναι η Ελένη Τουλουπάκη και πώς επελέγη για τη θέση της εισαγγελέως Διαφθοράς; Η κυρία Τουλουπάκη επελέγη στις 10 Απριλίου 2017 ως αντικαταστάτρια της Ελένης Ράικου, η οποία είχε παραιτηθεί αιφνιδιαστικά στις 24 Μαρτίου 2017, έπειτα από δημοσίευμα της εφημερίδας «Documento». Ηταν η νεότερη αντεισαγγελέας Εφετών και μάλιστα είχε μόλις προαχθεί, μολονότι αποτελεί κοινό μυστικό στο δικαστικό σώμα ότι οι εκθέσεις επιθεώρησής της ήταν «οι χειρότερες δυνατές», σύμφωνα με άριστους γνώστες των παρασκηνίων στον δικαστικό χώρο. Κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, θα έπρεπε ο εισηγητής αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Μαχαίρας να υποβάλει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο την πρότασή του για τον νέο εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς, από τους τέσσερις υποψηφίους που είχαν μπει στη short list. Αντί για αυτό, και σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές, παρενέβη η τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου και πρότεινε μόνο την κυρία Τουλουπάκη. Η πρότασή της έγινε αποδεκτή με μόνο μειοψηφήσαντα τον αρχαιότερο αντεισαγγελέα, ο οποίος χαίρει γενικής εκτίμησης, Αθανάσιο Κατσιρόδη.

Η επιλογή Τουλουπάκη δεν πέρασε χωρίς αντιδράσεις. Η αντεισαγγελέας Εφετών Ευγενία Κυβέλου, μία από τους τέσσερις υποψηφίους, αρχαιότερη στο δικαστικό σώμα, με μεγάλη εμπειρία σε δικογραφίες οικονομικού ενδιαφέροντος, καλύτερες σπουδές και εκθέσεις επιθεώρησης, κατέθεσε προσφυγή η οποία απερρίφθη. Τότε γράφτηκαν στον φιλοκυβερνητικό Τύπο επικριτικά σχόλια για την προσφυγή της, την οποία παρουσίαζαν ως μέρος του «παλαιού συστήματος» που φοβάται την επιλογή Τουλουπάκη. Ενα άλλο στοιχείο του βιογραφικού της είναι οι στενές σχέσεις της με την οικογένεια Μητσοτάκη –λέγεται ότι τη βάφτισε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Ο «προϊστάμενος»

Η ίδια δεν αρνείται τη σύνδεσή της με τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλο, τον οποίο θεωρεί πάντοτε «προϊστάμενό» της, παρότι εκείνος έχει εγκαταλείψει τη δικαστική εξουσία και μεταπήδησε στην εκτελεστική. Ο κ. Παπαγγελόπουλος έχει στενή σχέση με τον Προκόπη Παυλόπουλο –όπως και η κυρία Θάνου, όντας συμφοιτητές –τουλάχιστον από το 2009, οπότε ο τότε υπερυπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης της κυβέρνησης Καραμανλή τον επέλεξε για τη θέση του διοικητή της ΕΥΠ. Οι δεσμοί είναι τέτοιοι ώστε ο κ. Παπαγγελόπουλος αισθάνεται άνετα να δηλώνει ότι τρία είναι τα πρόσωπα που εγγυώνται τη λειτουργία της δημοκρατίας στην Ελλάδα της κρίσης: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας (τον οποίο θεωρεί εθνάρχη ισάξιο του Ελ. Βενιζέλου και του Κ. Καραμανλή) και ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής.

Σύγκρουση στο καραμανλικό στρατόπεδο Eμφύλιος στη Δικαιοσύνη

Η υπόθεση Novartis απειλεί να διασπάσει αυτόν τον φιλικό κύκλο. Ο κ. Καραμανλής υποχρεώθηκε να κρατήσει αποστάσεις από τον κ. Παπαγγελόπουλο και στη συνέχεια από τον Ευάγγελο Αντώναρο και να στηρίξει την ενότητα της ΝΔ, της οποίας κορυφαία στελέχη βρίσκονται στη δικογραφία της Novartis. Ο πρώην πρωθυπουργός γνωρίζει καλά αυτό που συζητούν οι πάντες στη ΝΔ: Πως ούτε η «καραμανλική βάση» θα συγχωρούσε διάσπαση της συνοχής του κόμματος από τον ανιψιό του ιδρυτή του, ο οποίος παραμένει σιωπηλός σε όλη τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης, παρότι καταλογίζονται ευθύνες (και) για τον εκτροχιασμό της φαρμακευτικής δαπάνης επί πρωθυπουργίας του, ενώ επί μήνες άφηνε να πλανάται η εντύπωση ότι διάκειται φιλικά προς τον κ. Τσίπρα.

Η μήνυση Σαμαρά

Ο κ. Παπαγγελόπουλος αγνόησε τη σοφή ρήση για το «δις εξαμαρτείν». Στην υπόθεση Τσατάνη εμφανίστηκε να γνωρίζει ενέργειες της κυρίας Θάνου για τις οποίες ο νόμος τού απαγόρευε κάθε ανάμειξη. Παρότι οι δηλώσεις του τον κατέστησαν απολογούμενο στη Βουλή, επανέλαβε το ίδιο ολίσθημα όταν δήλωσε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου ότι το σκάνδαλο Novartis είναι «το μεγαλύτερο από συστάσεως του ελληνικού κράτους». Πώς το ήξερε αν δεν είχε λάβει γνώση της δικογραφίας; Το ερώτημα αυτό περιλαμβάνεται στη μήνυση που κατέθεσε την Πέμπτη ο Αντώνης Σαμαράς κατά του Αλέξη Τσίπρα, του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, της Ελένης Τουλουπάκη και των άλλων δύο εισαγγελέων που διενεργούν την έρευνα, κατηγορώντας τους για κατάχρηση εξουσίας και σύσταση συμμορίας. Ο κ. Παπαγγελόπουλος απάντησε ειρωνικά, ευχαριστώντας τον πρώην πρωθυπουργό «για τις υπερφυσικές ικανότητες που μου αποδίδει, οι οποίες μου επιτρέπουν (…) να καθοδηγώ ακόμη και το FBI». Μόνο που ο κ. Σαμαράς δεν τον κατηγορεί ότι χειραγωγεί το FBI, αλλά την έρευνα της κυρίας Τουλουπάκη!

Στη μήνυσή του ο πρώην πρωθυπουργός μιλά για «μακιαβελικής έμπνευσης σχεδιασμό», με προφανή στόχο να κατασκευαστεί από την κυβέρνηση έναν χρόνο προτού ληφθούν οι τρεις μαρτυρίες «“σενάριο εμπλοκής” των αντιπάλων της σε διαφθορά, προκειμένου να πετύχει την πολιτική τους εξόντωση και αντιστοίχως τη δική της επιβίωση». Συσχετίζει δημοσιεύματα της εφημερίδας «Documento», δηλώσεις του κ. Τσίπρα και άλλων υπουργών, τον «επιλεκτικό στραβισμό» των τριών εισαγγελέων σε σχέση με τον Παναγιώτη Κουρουμπλή και τον Κώστα Βαξεβάνη, χαρακτηρίζει «κωμικές» τις καταθέσεις και συνδέει την επίσπευση του κλεισίματος της δικογραφίας με την υπόθεση της πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία και τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, τα οποία έφεραν σε δυσχερή θέση την κυβέρνηση. Υπενθυμίζει ότι «οι Δικαστικές Ενώσεις διαμαρτυρήθηκαν δημοσίως κατ’ επανάληψη για κυβερνητικές πιέσεις και παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη».

Η αντιπαράθεση

Ζητεί να επιληφθούν της υπόθεσης «ανεξάρτητοι δικαστικοί λειτουργοί» και «να άρουν το τηλεφωνικό απόρρητο και το απόρρητο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας όλων των εμπλεκόμενων προσώπων (π.χ. ιδίως μεταξύ της Ε. Τουλουπάκη και του “πολιτικού προϊσταμένου” της Δ. Παπαγγελόπουλου)».

Μέσα στην πολιτική δίνη που προκάλεσαν η εμπλοκή πολιτικών στην υπόθεση Novartis και η διαβίβαση της σχετικής δικογραφίας στη Βουλή, πέρασε στα ψιλά ο εμφύλιος που εξελίσσεται στη Δικαιοσύνη. Πέντε μέλη της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων εξέδωσαν δήλωση στήριξης Τουλουπάκη και των επίκουρων εισαγγελέων που «έχουν αποδείξει κατ’ επανάληψη ότι διαθέτουν και το απαραίτητο σθένος και τις επιστημονικές γνώσεις και ικανότητες για την άσκηση του δύσκολου έργου τους. Εκφράζουμε την απορία μας για ποιον λόγο το “Ενωτικό” προεδρείο της Ενωσης, στους κόλπους του οποίου μετέχει και εισαγγελικός λειτουργός, δεν έχει εκδώσει ακόμη ανακοίνωση υποστήριξης για τις αδικαιολόγητες επιθέσεις που εκτοξεύονται εναντίον τους». Την ανακοίνωση υπογράφουν οι: Χαράλαμπος Μαυρίδης, εφέτης, Ευάγγελος Κασσαλίας, εισαγγελέας Εφετών, Δημήτρης Τράγκας, εφέτης, Χρήστος Παπαδήμας, πρωτοδίκης, Σταματία Γκαρά-Δημουλέα, ειρηνοδίκης. Οι τέσσερις από αυτούς, πλην του κ. Τράγκα, ήταν υποψήφιοι με το ψηφοδέλτιο του Χρήστου Τζενερίκου, ο οποίος διαδέχθηκε την κυρία Θάνου ως επικεφαλής της ομάδας της.

Το προεδρείο της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, όμως, κινήθηκε στην αντίθετη κατεύθυνση. Στη δική του ανακοίνωση επισήμαινε ότι «η πολιτική αντιπαράθεση δεν μπορεί και δεν πρέπει να μετατρέπει διαχρονικά τη Δικαιοσύνη σε μέρος του πολιτικού προβλήματος». Επιπλέον, ανέφερε κάτι που ερμηνεύθηκε ως αιχμή για την κυρία Τουλουπάκη. «Οι δικαστές και εισαγγελείς της χώρας οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους περιφρουρώντας με τις αποφάσεις τους και τις ενέργειές τους το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης».

Σε αυτή την αντιπαράθεση αναμείχθηκε και η κυρία Θάνου, η οποία από τον Ιούλιο του 2017 είναι προϊσταμένη του νομικού γραφείου του Πρωθυπουργού. «Οι επιθέσεις εις βάρος των εισαγγελέων είναι παντελώς αδικαιολόγητες, ενήργησαν σύμφωνα με τον νόμο και το Σύνταγμα». «Για ποιον λόγο το προεδρείο της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δεν έβγαλε μια ανακοίνωση υποστηρικτική;» δήλωσε.

Πώς «χάθηκαν» οι καταγγελίες για Κουρουμπλή

Η περίπτωση Κουρουμπλή καθιστά αδύναμο το επιχείρημα της κυβέρνησης και της κυρίας Θάνου. Στις 24 Μαρτίου 2017 η Ελένη Ράικου παραιτήθηκε αιφνιδιαστικά, με μια επιστολή γεμάτη αιχμές, έπειτα από δημοσίευμα της εφημερίδας «Documento», το οποίο την κατηγορούσε για απόκρυψη στοιχείων σε δικογραφίες που αφορούσαν τον Γιάννο Παπαντωνίου και τον Θωμά Λιακουνάκο. Στην επιστολή της, όμως, η κυρία Ράικου αναφερόταν κυρίως στη δικογραφία της Novartis, καταγγέλλοντας διεφθαρμένους κρατικούς λειτουργούς και μεγάλα συμφέροντα στον χώρο του φαρμάκου που «εν όψει των αποκαλύψεων που προφανώς διέρρευσαν και οι οποίες με βεβαιότητα θα τους οδηγούσαν να λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη και ίσως κάποιους από αυτούς στη φυλακή, δεν δίστασαν να σχεδιάσουν την ηθική μου εξόντωση έτσι ώστε να είναι δυνατή η αποδόμηση της έρευνάς μας».

Η κυρία Ράικου δεν έφυγε αμέσως από τη θέση της, και στις 30 Μαρτίου 2017 έστειλε στον αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωάννη Σέβη μια ανώνυμη καταγγελία (αριθ. πρωτοκόλλου 980) για τον Παναγιώτη Κουρουμπλή, ζητώντας να συσχετισθεί με τη δικογραφία για τη Novartis. Ερώτημα: Γιατί δεν έστειλε αμελλητί τη δικογραφία στη Βουλή εφόσον βρήκε μπροστά της πολιτικό πρόσωπο; Γιατί δεν το έπραξε ούτε η κυρία Τουλουπάκη όταν παρέλαβε τη δικογραφία;

«Δεν εφάρμοσε τον νόμο»

Ο ανώνυμος επιστολογράφος επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι ο κ. Κουρουμπλής δεν εφάρμοσε τον νόμο που αναφέρει ότι η τιμή στα γενόσημα θα πρέπει να είναι το 65% των off patent, αλλά εκδόθηκαν αποφάσεις που ανέφεραν ότι τα γενόσημα δεν μπορούν να είναι ακριβότερα από τα off patent. «Με μια υπουργική απόφαση παύει να ισχύει ένας νόμος, τα φάρμακα να κοστίζουν ακριβότερα κατά 50%, το Δημόσιο να ζημιώνεται εκατοντάδες εκατ. ευρώ και οι ασφαλισμένοι το ίδιο… Μόνο ένας άνθρωπος που έχει σημαντική προσωπική οικονομική ωφέλεια εκδίδει τέτοιες αποφάσεις που ζημιώνουν την Ελλάδα και τους Ελληνες. Συγκεκριμένες ελληνικές εταιρείες πλούτιζαν, και πλουτίζουν ακόμα, παράνομα σε βάρος όλων» σημείωνε.

Η κυρία Τουλουπάκη αγνόησε την καταγγελία, δεν ρώτησε τίποτα κανέναν μάρτυρα, δεν ενδιαφέρθηκε για το ραντεβού Κουρουμπλή – Φρουζή στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» στις 30 Απριλίου 2017, που έχει καταγραφεί στο ημερολόγιο του πρώην αντιπροέδρου της Novartis. Δεν ερεύνησε ούτε τις καταγγελίες των Εύης Χριστοφιλοπούλου, Ανδρέα Λοβέρδου και Βασίλη Κεγκέρογλου για τη μη έκδοση δελτίου τιμών το πρώτο εξάμηνο του 2015. Ενήργησε με δική της πρωτοβουλία; Κάποιος μπορεί να κάνει διάφορες σκέψεις βλέποντας την προσπάθεια της κυβέρνησης να βγάλει τον υπουργό της από το κάδρο – η Τασία Χριστοδουλοπούλου παρέλειψε να αναφέρει το όνομά του όταν ανήγγειλε τη δικογραφία στη Βουλή, και στην κυβερνητική πρόταση για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, αναφέρεται: «Σχετικά με τον πρώην υπουργό Υγείας Π.Κ.» (…) δεν εξέδωσε δελτίο τιμών επειδή «οι παράμετροι της τιμολόγησης των φαρμάκων αποτελούσαν αντικείμενο της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς», γεγονός που οδήγησε σε ολιγόμηνη καθυστέρηση. Εφόσον από την καθυστέρηση χάνονταν πόροι, τι λόγο είχαν οι θεσμοί να συμβάλουν στην καθυστέρηση και γιατί ο υπουργός δεν πάτησε πόδι;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ