Μια σημαντική πτυχή της υπόθεσης Novartis που συγκλονίζει το πολιτικό σκηνικό είναι αυτή των προστατευόμενων μαρτύρων, στις καταθέσεις των οποίων στηρίζεται η ενοχοποίηση πολιτικών προσώπων και κρατικών αξιωματούχων. Εντονες αντιπαραθέσεις έχουν ξεσπάσει ως προς το αν δικαιούνται τα εν λόγω πρόσωπα να υπαχθούν στο καθεστώς προστασίας μαρτύρων, με χαρακτηριστική τη θέση που έχει διατυπώσει ο Ευ. Βενιζέλος κάνοντας λόγο για αδικαιολόγητη και προκλητική ανωνυμία των μαρτύρων, οι οποίοι προστατεύονται μόνο από τη δημόσια εξέτασή τους προκειμένου να μην αντικρουστούν όλα όσα ισχυρίζονται στις καταθέσεις τους, τα οποία ο ίδιος χαρακτήρισε «συκοφαντικές και έωλες κατηγορίες».

Και για οικονομικά εγκλήματα

Η θέση της κυβέρνησης, όπως διατυπώθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης Στ. Κοντονή, είναι ότι η υπαγωγή ενός μάρτυρα σε καθεστώς προστασίας δεν συντρέχει μόνο στην περίπτωση ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης, όπως ίσχυσε στο παρελθόν (περίπτωση Χρυσής Αυγής), αλλά και στην περίπτωση σοβαρού οικονομικού εγκλήματος, κάτι πάντως για το οποίο αποφαίνεται η Δικαιοσύνη με συγκεκριμένες πράξεις της και ως εκ τούτου ουδείς άλλος μπορεί να γνωρίζει ποια είναι αυτά τα πρόσωπα.
Εμπλεκόμενοι στην επίμαχη δικογραφία κάνουν λόγο για «κουκουλοφόρους μάρτυρες», ενώ από το κυβερνητικό στρατόπεδο αντιπαραβάλλεται ότι το καθεστώς προστασίας στο οποίο εντάχθηκαν καθορίστηκε το 2014 επί διακυβέρνησης Σαμαρά, προειδοποιώντας πως «αυτοί που θα έχουν συμβάλει στην αποκάλυψη της ταυτότητάς τους θα έχουν τεράστιες ευθύνες», όπως είπε ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Ν. Παρασκευόπουλος.
Σύμφωνα με τον Ν. 2928/2001 (άρθρο 9) προβλέπεται για την προστασία μαρτύρων ότι κατά την ποινική διαδικασία για τις πράξεις της συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και για συναφείς πράξεις, μπορεί να λαμβάνονται μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των ουσιωδών μαρτύρων. Το 2010 ενισχύθηκε το πλαίσιο προστασίας μαρτύρων έναντι ενδεχόμενων πράξεων αντιποίνων ή εκφοβισμού, ενώ με τον Ν. 4254/2014 θεσπίστηκαν περαιτέρω εγγυήσεις με σκοπό την ενθάρρυνση της παροχής πληροφοριών για υποθέσεις διαφθοράς, γεγονός το οποίο χαιρετίστηκε από τη Διεθνή Διαφάνεια – Ελλάδος ως «ένα πρώτο βήμα για τη θέσπιση ολοκληρωμένης νομοθεσίας whistleblowing στην Ελλάδα». Βέβαια το νέο αυτό πλαίσιο προϋποθέτει ότι ο ίδιος ο μάρτυρας δεν πρέπει να είναι εμπλεκόμενος και επίσης ότι δεν πρέπει να αποβλέπει σε ίδιον όφελος.
Συγκεκριμένα, ορίστηκε ότι όποιος συμβάλλει ουσιωδώς με τις πληροφορίες που παρέχει στις Αρχές, χωρίς να είναι ο ίδιος εμπλεκόμενος και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, στην αποκάλυψη και δίωξη υποθέσεων που αφορούν δωροδοκία ή δωροληψία πολιτικών αξιωματούχων (άρθρα 159, 159Α ΠΚ), δωροδοκία ή δωροληψία υπαλλήλου (άρθρα 235, 236 ΠΚ), δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών (άρθρο 237 ΠΚ) και εμπορίας επιρροής –μεσαζόντων (άρθρο 237 Α) μπορεί να χαρακτηριστεί «μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος», με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, ύστερα από έγκριση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς.
Οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος μπορούν να προστατευθούν από την εναντίον τους ποινική δίωξη από μήνυση ή έγκληση για τα αδικήματα της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης, της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου ή των προσωπικών δεδομένων, αν ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κρίνει ότι η δίωξή τους δεν είναι απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και παραγγείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα την οριστική αποχή από την ποινική δίωξη.

Τα μέτρα φύλαξης

Οι «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος», αλλά και οι ιδιώτες που ενεργούν υπό τις οδηγίες ανακριτικών υπαλλήλων στο πλαίσιο «συγκαλυμμένης έρευνας» (άρθρο 253Β ΚΠΔ) καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των παραπάνω αδικημάτων διαφθοράς ή, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, και οι οικείοι τους θα μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις προστασίας μαρτύρων του άρθρου 9 του Ν. 2928/2001, ώστε να προστατευθούν από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης, με μέτρα όπως: η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της Αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, όπως αναμένεται να συμβεί σε περίπτωση που κληθούν να καταθέσουν σε προανακριτική επιτροπή, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας, η μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες, η μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα με δυνατότητα ανάκλησής της των δημοσίων υπαλλήλων, που αποφασίζονται κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις από τους αρμόδιους υπουργούς, ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου εισαγγελέα, ενώ η υπουργική απόφαση μπορεί να προβλέπει τη μη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα, δεν περιορίζουν την ατομική ελευθερία του πέρα από το αναγκαίο για την ασφάλειά του μέτρο και διακόπτονται αν ο μάρτυρας το ζητήσει εγγράφως ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ