Αποστάσεις από τη διαπραγμάτευση που κάνει η κυβέρνηση για το «Μακεδονικό», τηρεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η τοποθέτηση του στην Πολιτική Γραμματεία της ΝΔ έδειξε ότι ο ίδιος δεν θέλει να καταστεί μέρος των κυβερνητικών χειρισμών για το θέμα και ότι αποδίδει ακέραιη την ευθύνη στον Αλέξη Τσίπρα για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων.

Ο πρόεδρος της ΝΔ θεωρεί ότι «το ευαίσθητο ζήτημα των Σκοπίων εξελίσσεται με εθνικά επικίνδυνο τρόπο» και ότι η κυβέρνηση υπονομεύει τη λύση. Αλλωστε η αποτίμηση της συνάντησης Α. Τσίπρα – Ζόραν Ζάεφ στο Νταβός, ήταν αρνητική για τη ΝΔ.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Τομεάρχη Εξωτερικών του κόμματος Γιώργο Κουμουτσάκο «Δεν υπήρξε καμία σαφής αναφορά από την πλευρά του Έλληνα Πρωθυπουργού στην ανάγκη αλλαγής του Συντάγματος της γειτονικής χώρας, που είναι ο μόνος τρόπος, η μοναδική πραγματική εγγύηση, για να διασφαλισθεί το τέλος κάθε έκφρασης αλυτρωτισμού εκ μέρους των Σκοπίων. Τα Σκόπια δηλώνουν ότι θα προχωρήσουν σε κινήσεις μετονομασίας του αεροδρομίου και λεωφόρων, κινήσεις που στο μέλλον ή από άλλη Κυβέρνηση στα Σκόπια, μπορούν εύκολα να ανακληθούν.Επιπλέον, αυτό είναι υποχρέωσή τους που πηγάζει από το Άρθρο 7 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Αντίθετα, η Ελλάδα σε αντιστάθμισμα δίνει κάτι που είναι οριστικό και δεν ανακαλείται. Δηλαδή την προώθηση της υποψηφιότητας της πΓΔΜ στην Πρωτοβουλία Αδριατικής – Ιονίου και την κύρωση της 2ης φάσης της συμφωνίας σύνδεσης των Σκοπίων με την Ε.Ε. στο Ελληνικό Κοινοβούλιο».

Η ΝΔ επισημαίνει ότι προβληματίζεται –όπως και στο Κίνημα Αλλαγής- από το γεγονός ότι η κυβέρνηση αποδέχεται τον «τεμαχισμό» των ζητημάτων, «ενώ είναι διαχρονική θέση της Ελλάδας ότι η επίλυση στο ζήτημα του ονόματος, με το εύρος εφαρμογής (erga omnes) και την κατάργηση του αλυτρωτισμού αποτελούν ως ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, την προϋπόθεση για να απελευθερωθεί η διαδικασία προσκλήσεως στο ΝΑΤΟ και να ξεκινήσει η διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε».

Σύμφωνα με όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης στην Πολιτική Επιτροπή, η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει από τα ζητήματα του αλυτρωτισμού, και αν υπήρχαν απτά δείγματα γραφής θα συνέχιζε και στα υπόλοιπα. «Δεν θα συζητούσα τίποτε αν τα Σκόπια δεν δεσμευόντουσαν πρώτα ότι θα αλλάξουν το Σύνταγμά τους. Δεν θα δεχόμουν καμία αναφορά σε «Μακεδονικό Έθνος», όπως έκανε χωρίς να πάρει καμία απάντηση από την Κυβέρνηση ο κ. Νίμιτς. Θα στηριζόμουν στην εμπιστοσύνη του λαού. Και πιστεύω ότι έτσι θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση που να αξιοποιεί την ευνοϊκή συγκυρία, βελτιώνοντας το κεκτημένο του Βουκουρεστίου», είπε.

Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι «η λύση θα πρέπει, κατά πάσα πιθανότητα, να αναζητηθεί σε άλλη συγκυρία, με κατάλληλη προετοιμασία. Και προπαντός αφού η άλλη πλευρά έχει προηγουμένως έμπρακτα αποδείξει ότι ζητά λύση πραγματική όχι πλασματική, που όντως θα οδηγεί στην αρμονική συμβίωση των δύο λαών». «Για μας το ζήτημα κλείνει εδώ», τόνισε. «Δεν πρόκειται με κανένα τρόπο να συμμετάσχουμε στα επικίνδυνα παιχνίδια που πάει να στήσει η κυβέρνηση ούτε να εμπλακούμε στις μεθοδεύσεις της. Είναι μια υπόθεση που θα πρέπει να τη χειριστούν αυτοί που την άνοιξαν. Εμείς συνένοχοι σε μια ιστορία που, όπως πάει να τη χειριστεί ο κ. Τσίπρας, κινδυνεύει να τραυματίσει την ψυχή του Έθνους μας, συνένοχοι σε αυτή την ιστορία δεν θα γίνουμε».

Ο κ. Μητσοτάκης, παρότι έχει ταχθεί κατά των ακραίων στοιχείων, άφησε τους βουλευτές της ΝΔ να αποφασίσουν κατά συνείδηση αν θα συμμετάσχουν ή όχι στα συλλαλητήρια. Στη Θεσσαλονίκη έδωσαν όλοι το παρών, για αυτό της Αθήνας όμως διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις. Ο Β. Κικίλιας δήλωσε ότι θα συμμετάσχει. Η Ντόρα Μπακογιάννη είπε όχι. «Εγώ δεν θα πάω στο συλλαλητήριο της Αθήνας», ξεκαθάρισε μιλώντας στον ΣΚΑΪ. «Ο καθένας από τους βουλευτές της ΝΔ είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει… Εγώ δεν θα πάω, αλλά σέβομαι αυτούς που θα πάνε και δεν θα κουνάω το δάχτυλο» σημείωσε και επανέλαβε την άποψη της ότι δεν πρόκειται να λυθεί το Μακεδονικό.

Επιπλέον, ο συντονιστής στρατηγικού σχεδιασμού και επικοινωνίας της Νέας Δημοκρατίας, Τάκης Θεοδωρικάκος, μιλώντας στον realfm 97,8 τόνισε ότι η συγκυρία για επίλυση του Σκοπιανού ήταν κατάλληλη αλλά «μεσολάβησε η πλέον ανεύθυνη και τυχοδιωκτική συμπεριφορά από την πλευρά της κυβέρνησης, η οποία δυναμίτισε το θέμα». «Εμείς θέλουμε το μέγιστο. Τι μπορεί να πετύχει κανείς από τη διαπραγμάτευση, θα πρέπει να το δει. Όμως, να μου επιτρέψετε να σας πω, ότι χθες πλέον υπάρχουν δείγματα γραφής και όλα αυτά δεν είναι θεωρητικά. Δεν υπάρχει καμία αναφορά και καμία έμφαση στην ανάγκη να αλλάξει το Σύνταγμα των Σκοπίων, στο οποίο περιλαμβάνεται και το όνομα. Και αυτό δεν το λέμε τυχαία», δήλωσε.