Το Σύνταγμα του 1975 ήταν το «τελευταίον βήμα προς πλήρη σύνταξιν της Πολιτείας και αποκατάστασιν της νομιμότητας», σύμφωνα με τα λόγια του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος αναλάμβανε να οδηγήσει τη χώρα μετά την επταετή καθήλωσή της στον «γύψο» που επέβαλε η χούντα των συνταγματαρχών (1967-1974). Ως εκ τούτου ήταν μια ιστορική στιγμή για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα, η οποία επιχειρούσε να ανασυνταχθεί και να σταθεί στα πόδια της.
«Το Βήμα» παρουσιάζει τα πρακτικά της συνεδρίασης του υπουργικού Συμβουλίου της 23ης Δεκεμβρίου 1974 υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όπου παρουσίασε το σχέδιο του νέου Συντάγματος το οποίο υπήρχε η φιλοδοξία να «δώσει εις τον τόπον το πλαίσιον που θα επιτρέπη εις την Ελλάδα να ζη εν ελευθερία και να προαγάγη την Δημοκρατίαν». Τα πρακτικά αυτά περιλαμβάνονται στο αρχειακό υλικό που αποκαλύφθηκε στη Βουλή και βρίσκεται σε φάση επεξεργασίας και αποκατάστασης από το νεοσύστατο 5ο Τμήμα Κοινοβουλευτικών Αρχείων και Ιδιωτικών Συλλογών της Διεύθυνσης Βιβλιοθήκης της Βουλής.
Λίγες ημέρες μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 24 Ιουλίου 1974, εκδόθηκε συντακτική πράξη για την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας επαναφέροντας προσωρινά το Σύνταγμα του 1952 πέραν των διατάξεών του που αφορούσαν το πολιτειακό, το οποίο επιλύθηκε οριστικά με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, κατά το οποίο ο ελληνικός λαός ψήφισε με συντριπτικό ποσοστό (69,2%) υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Είχαν ήδη προηγηθεί στις 17 Νοεμβρίου 1974 οι πρώτες εθνικές εκλογές της Μεταπολίτευσης κατά τις οποίες το νέο κόμμα του Καραμανλή, η Νέα Δημοκρατία, έλαβε το 54,37% των ψήφων και σχημάτισε κυβέρνηση (δεύτερο κόμμα ήταν η Ενωσις Κέντρου – Νέες Δυνάμεις υπό τον Γεώργιο Μαύρο με 20,42% και ακολουθούσαν το νεοσύστατο ΠαΣοΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου με 13,58% και η Ενωμένη Αριστερά υπό τον Ηλία Ηλιού με 9,47%).

«Επέρασα από πραγματικούς κινδύνους»

Τον λόγο παίρνει ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος υπογραμμίζει στους υπουργούς του ότι «το σημερινόν Υπουργικόν Συμβούλιον είναι ιστορικής σημασίας, διότι θα τεθή υπ’ όψιν σας το σχέδιον του νέου Συντάγματος, το οποίον η Κυβέρνησις θα υπογράψη και θα καταθέση εις την Βουλήν». Ενώ τους επισημαίνει ότι: «Οπως γνωρίζετε, επίσης, η Κυβέρνησις, με συνέπειαν και ταχύν ρυθμόν, επεδόθη εις την σύνταξιν του σχεδίου Συντάγματος, αφού προηγουμένως με αποφασιστικότητα εξουδετέρωσεν πολλούς και διαφόρους κινδύνους, οι οποίοι εξεδηλώθησαν από διαφόρους και πολλάς πλευράς».
Ο Καραμανλής δίνει το στίγμα του για την κρισιμότητα των συνθηκών εκείνων: «Είπον, κάποτε, εις προηγούμενον Υπουργικόν Συμβούλιον, ότι επέρασα και εγώ προσωπικώς και ο τόπος από πραγματικούς κινδύνους, διά να καταστή δυνατόν να φέρωμεν τον τόπον εκεί που ευρίσκεται σήμερον, να διανύσωμεν την κρίσιμον αυτήν περίοδον αναίμακτα και να έχη αποκατασταθή εις διάστημα πέντε μηνών όχι μόνον η τάξις αλλά και η Δημοκρατία». Και τους υπενθυμίζει ότι «με την επαναφοράν του Συντάγματος του 1952 ετέθη η βάσις της αποκαταστάσεως της ομαλότητος», ενώ «εν συνεχεία με μιαν Συντακτικήν Πράξιν διεγράψαμεν την διαδικασίαν διά της οποίας ολοκληρούται η αποκατάστασις της ομαλότητος». «Εγιναν αδιάβληται εκλογαί με τα γνωστά αποτελέσματα. Ακολούθως είχομεν δημοψήφισμα, επίσης αδιάβλητον, το οποίον έλυσε την μορφήν του Πολιτεύματος» προσθέτει και δηλώνει: «Ηδη ευρισκόμεθα εις την ευχάριστον θέσιν καταθέτοντας το Σύνταγμα της Χώρας να κάμωμεν το τελευταίον βήμα, προς πλήρη σύνταξιν της Πολιτείας και αποκατάστασιν της νομιμότητας».

«Υγιές πολιτικό κλίμα και ήμερα πολιτικά ήθη»

Οι προτεραιότητες του Καραμανλή για το νέο Σύνταγμα με το οποίο θα πορευόταν η χώρα τα επόμενα χρόνια ήταν συγκεκριμένες και σαφείς: «Το Σύνταγμα που κατήρτισεν η Κυβέρνησις και το οποίον θα τεθή υπ’ όψιν είναι, όπως είπον και προεκλογικώς, Σύνταγμα Ελληνικόν. Στηρίζεται, κυρίως, εις τα Ελληνικά δεδομένα, χωρίς να αντιγράφη ξένα πρότυπα». Η εδραία θέση του ήταν ότι «ένα Σύνταγμα ολοκληρωμένον, το οποίον θα προκύψη από τας συζητήσεις εις την Βουλήν, θα δώση εις τον τόπον το πλαίσιον που θα επιτρέπη εις την Ελλάδα να ζη εν ελευθερία και να προαγάγη την Δημοκρατίαν». «Με μιαν, βεβαίως, προϋπόθεσιν: ότι παραλλήλως προς το υγιές Σύνταγμα, θα αποκτήσωμεν υγιές πολιτικόν κλίμα και ήμερα πολιτικά ήθη», υπογράμμιζε εκθέτοντας στα μέλη του Υπουργικού

Συμβουλίου τρία βασικά ζητήματα:

«Η Δημοκρατία προϋποθέτει τρία πράγματα: υγιείς θεσμούς, ήπιον πολιτικόν κλίμα και ήμερα πολιτικά ήθη. Εκείνο το οποίον εξαρτάται από ημάς είναι να δώσωμεν τους καταλλήλους θεσμούς, διά να ημπορή να λειτουργή η Δημοκρατία και ημείς ως πλειοψηφία να προσπαθήσωμεν να βοηθήσωμεν τον τόπον να αποκτήση αυτούς. Αλλά αυτό δεν εξαρτάται απολύτως μόνον από ημάς, διότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ασκούν επιρροήν. Είναι το κλίμα το πολιτικόν του τόπου, είναι οι διάφοροι κύκλοι συμφερόντων και ούτω καθ’ εξής» ανέφερε ο Καραμανλής παραπέμποντας στον Ρουσσώ: «Πρέπει να ξεύρωμεν ότι αυτοί οι παράγοντες πολλάς φοράς είναι ισχυρότεροι από τον λαό. Ο λαός, όπως είπεν ο Ρουσσώ, είναι πανίσχυρος μέχρι της επομένης των εκλογών, την δε επομένην των εκλογών είναι αιχμάλωτος των επωνύμων, των πολιτικών κύκλων, ή των κύκλων των συμφερόντων κ.λπ.». Και εφιστούσε την προσοχή των υπουργών λέγοντας ότι «πρέπει να ξεύρωμεν ότι πέραν της δημιουργίας των θεσμών θα πρέπει να συμβάλωμεν –ως πλειοψηφία, ως Κυβέρνησις –εις την δημιουργίαν και των άλλων προϋποθέσεων που απαιτούνται διά την λειτουργίαν της Δημοκρατίας».

«Με ταχύν ρυθμόν»

Οσον αφορά το περιεχόμενο των συνταγματικών αλλαγών που πρότεινε, τους ενημέρωνε ότι «το Σύνταγμα που προτείναμεν, επειδή είναι Σύνταγμα Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, είναι φυσικόν να θίγη περιωρισμένον αριθμόν εκ των άρθρων του παλαιού Συντάγματος». «Η αναθεώρησις κυρίως αφορά εις τα άρθρα, τα οποία έχουν σχέσιν με την Εκτελεστικήν Εξουσίαν, τας αρμοδιότητας του Ανωτάτου Αρχοντος και της Κυβερνήσεως. Οπως αντιλαμβάνεσθε, πρέπει να ενισχύσωμεν τα σημεία αυτά, διότι εις την εποχήν μας η Κυβέρνησις, διά να εργασθή με ταχύν ρυθμόν και να αποδώση έργον, πρέπει να έχη την δυνατότητα να πραγματοποιή με αυτόν τον τρόπον την αποστολήν της».
Ιδιαιτέρως αναφέρθηκε στις αργόσυρτες διαδικασίες νομοθέτησης: «Θα γνωρίζετε ότι απητείτο εις ωρισμένας περιπτώσεις διάστημα περίπου 4-5 μηνών διά να ψηφίσωμεν έναν νόμον» τους είπε, θυμίζοντάς τους ότι ως πρωθυπουργός της ΕΡΕ είχε φέρει στη Βουλή τον νόμο για την ασφάλιση των αγροτών, «νόμον διά τον οποίον δεν υπήρχε καμμία αντίρρησις και συνεπώς θα έπρεπε να ψηφισθή άνευ συζητήσεως χειροκροτούμενος», όμως «ο νόμος αυτός εν τούτοις απησχόλησε την Βουλήν 5 ½ μήνας». Και υπογράμμιζε ότι υπό αυτές τις συνθήκες δεν ήταν δυνατόν ο τόπος και ιδίως η κυβέρνηση να πραγματοποιούν έργο.

Ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας

«Συνεπώς, θίγονται τα άρθρα τα οποία έχουν σχέσιν με την Εκτελεστικήν Εξουσίαν, της οποίας επιδιώκεται μια μετρημένη ενίσχυσις των αρμοδιοτήτων» σημείωνε, εξηγώντας στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι: «Εθεσα εις το Σύνταγμα το minimum αυτών των εξουσιών, διότι δεν ήθελα να προκαταλάβω ούτε εσάς, ούτε την Βουλήν, ούτε την κοινήν γνώμην». Οι ταχείς ρυθμοί που επεδίωκε ο Καραμανλής δεν αφορούσαν μόνο την ψήφιση των νόμων, αλλά και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της αντιπολίτευσης, καθώς, όπως σημείωνε, «υπήρξαν περιπτώσεις που επερώτησις της Αντιπολιτεύσεως συνεζητείτο επί 2-3 μήνας». Και τόνιζε σχετικά με τις ατέρμονες κοινοβουλευτικές διαδικασίες ότι «υπήρχε μια τάσις απεραντολογίας, η οποία κατεβίβαζε και την στάθμην του Κοινοβουλίου και το καθίστα ανυπόληπτον εις την κοινήν γνώμην, αλλά καθίστα και αδύνατον το Κυβερνητικόν έργον και το έργον της Αντιπολιτεύσεως», για την οποία εξέφραζε την ελπίδα «ότι θα θελήση με ειλικρίνειαν, με εντιμότητα, να βοηθήση κατά τρόπον ώστε να αποκτήση η Χώρα το Σύνταγμα εκείνο το οποίον χρειάζεται και το οποίον επιβάλλουν οι περιστάσεις».
Προειδοποιούσε δε ότι: «Δεν θα επιτρέψωμεν να επηρεασθούν αι σκέψεις μας ούτε από πρόσωπα ούτε από κόμματα ούτε από προσκαίρους και αμελετήτους αντιδράσεις της κοινής γνώμης». «Κριτήριόν σας θα πρέπει να είναι το μακροπρόθεσμον συμφέρον του Εθνους. Αυτήν την σύστασιν δεν την απευθύνω μόνον προς την Αντιπολίτευσιν. Την απευθύνω και προς την πλειοψηφίαν και ειδικώτερον προς το Υπουργικόν Συμβούλιον» τους επισήμαινε.
Ο Καραμανλής ήταν αντίθετος με το να έχουν οι συνταγματολόγοι κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του Συντάγματος, κάνοντας λόγο για «σφαλερά αντίληψιν», αν και αναγνώριζε ότι «ασφαλώς αι γνώμαι των είναι χρήσιμοι, δεν πρέπει όμως να είναι αποφασιστικαί». «Το Σύνταγμα θέλει προπαντός δέκα ανθρώπους με πολιτικήν πείραν και δεκαπέντε ημέρας εντατικής εργασίας» έλεγε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας πως «εάν πρόκειται το Σύνταγμα να το εκπονήσουν μόνον συνταγματολόγοι, ημπορεί να αντιγράψουν το Σύνταγμα οιασδήποτε Χώρας (…) αλλά πρέπει να λάβωμεν υπ’ όψιν ότι κάθε Σύνταγμα θα πρέπει να προσαρμόζεται εις τας ειδικάς συνθήκας εκάστου τόπου». Κάτι το οποίο «γνωρίζουν οι άνθρωποι της πολιτικής πράξεως, διότι γνωρίζουν πού προσκρούει, τι είναι εκείνο που καθιστά δυσχερή την εφαρμογήν ενός πολιτεύματος εις την πολιτικήν ζωήν ενός Εθνους».

«Δεν έχουν πολιτική πείρα οι συνταγματολόγοι»

Η άποψη του Καραμανλή για τους συνταγματολόγους πυροδότησε συζήτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο, με τον υπουργό Παιδείας Π. Ζέπο να του λέει ότι «δεν έχετε πολύ δίκαιον, διότι οι συνταγματολόγοι δεν αντιγράφουν αλλά κρίνουν». Ο πρωθυπουργός τού απαντά: «Είπα ότι δεν έχουν μεγάλην πολιτικήν πείραν. Το θέμα είναι κατά το ήμισυ πολιτικής και κατά το ήμισυ επιστημονικής πείρας. Απαραίτητοι και οι δύο». Ο υφυπουργός Παιδείας Δ. Ευρυγένης παρατηρεί ότι στο συζητούμενο σχέδιο εξακολουθεί να διατηρείται κατά βάση η μορφή των παλαιότερων Συνταγμάτων της χώρας «με ωρισμένας ίσως ουσιαστικάς τροποποιήσεις», ενώ προκρίνει ένα Σύνταγμα «το οποίον θα ήτο το νέον Σύνταγμα όχι μόνον από απόψεως ουσίας αλλά και από απόψεως οσμής και φρασεολογίας».

«Οπως σας είπον, δεχόμεθα κατά βάσιν το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Δεν θα πάμε λοιπόν παρά εις τα άρθρα εκείνα διά των οποίων δημιουργείται η εξισορρόπησις των εξουσιών» του απαντά ο Καραμανλής. Στη συνεδρίαση πήραν τον λόγο ακόμα ο Κ. Λάσκαρης, ο Π. Παπαληγούρας, ο Ν. Μπρισίμης, ο Δ. Μπίτσιος και ο Αλ. Παπαδόγγονας, ο οποίος έθεσε το θέμα της ενίσχυσης των εκτελεστικών εξουσιών, εκφράζοντας τον φόβο ότι «το έργον εις την Βουλήν θα είναι δυσχερές, δεδομένου ότι ο Τύπος και ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης δεν έχουν αντιληφθή ότι δεν θίγεται η Δημοκρατία αν υπερβώμεν αυτό το minimum (σ.σ.: των εξουσιών) προς τα άνω», στο οποίο αναφέρθηκε εισαγωγικά ο Καραμανλής, εξηγώντας του ότι «δεν ήθελα να δημιουργήσω την εντύπωσιν ότι επιβάλω μιαν άποψιν» και υπογραμμίζοντας ότι «παντού, διά να σώσουν την Δημοκρατίαν, παρέστη ανάγκη να ενισχύσουν την Εκτελεστικήν Εξουσίαν», χωρίς να φαλκιδεύονται οι αρμοδιότητες της Βουλής.
«Ο λαός ψηφίζει το πρόγραμμά μας, αλλά πρέπει να μας δώση την δυνατότητα να το εφαρμόσωμεν» δήλωσε, ενώ αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην απόπειρά του να αναθεωρήσει προδικτατορικά το Σύνταγμα: «Το 1961 εζήτησα από τον Λαόν μεγάλη πλειοψηφία κυρίως διά να αναθεωρήσω το Σύνταγμα. Και το 1963 κατέθεσα σχέδιον αναθεωρήσεως του Συντάγματος, και τότε, μολονότι όλοι εδέχοντο την ανάγκην αναθεωρήσεως του Συντάγματος, μηδέ της Αντιπολιτεύσεως εξαιρουμένης, εν τούτοις το κατεψήφισεν. Διατί; Διότι το έφερα εγώ. Και όπως είπον, αν τότε είχομεν κατορθώσει να αναθεωρήσωμεν το Σύνταγμα, η Δημοκρατία δεν θα έπιπτεν. Η Δημοκρατία έπεσε και ας προσέξωμεν να μην πάθωμεν τα ίδια και τώρα».

«Δεν χρειάζεται φυγοπονία»

Προτού υπογράψουν τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τούς λέει αναφορικά με το έργο που έχουν να επιτελέσουν τα εξής: «Τώρα θα πρέπει να αντιληφθείτε όλοι σας ότι αφού επισημάνετε τα προβλήματα των Υπουργείων σας κατά σειράν επείγοντος και σπουδαιότητος θα αρχίσετε να απασχολήσθε με αυτά». «Είναι περιττόν να επαναλάβω ότι δεν χρειάζεται φυγοπονία, χρειάζεται μια μέθοδος διά να ημπορέσετε να αποδώσετε το έργον εκείνο που θα πρέπει» τους επισημαίνει και τους προειδοποιεί ότι έχει μεγάλη σημασία πώς θα ξεκινήσει κανείς, «διότι αν αρχίση στραβά, θα τελειώση και στραβά». «Να αρχίσετε από τα σοβαρότερα και εν συνεχεία να ασχοληθήτε με τα υπόλοιπα» τους συνέστησε, επισημαίνοντάς τους επιπλέον ότι επειδή κατά τη διάρκεια της επταετίας «έγιναν διαβληταί πράξεις και συμβάσεις, να ερευνήσετε χωρίς δημοσιότητα και χωρίς δημαγωγικήν διάθεσιν να εύρετε ποία είναι εκείνα τα θέματα τα οποία θα πρέπει να επανορθωθούν, ή θα πρέπει ενδεχομένως να καταργηθούν ή να παραδοθούν εις την Δικαιοσύνην».
Οι υπουργοί υπογράφουν το σχέδιο Συντάγματος και η συνεδρίαση ολοκληρώνεται με τον Καραμανλή να τους καλεί να είναι φειδωλοί «εις ενεργείας που επάγονται δαπάνας» επισημαίνοντάς τους ότι «το έργον της Κυβερνήσεως γίνεται κατά 50% με χρήμα και κατά 50% με την ικανότητα του προσώπου». «Ημπορούμεν με ολιγώτερα χρήματα να αποδώσωμεν μεγαλύτερον και σημαντικώτερον έργον και ημπορεί με πολλά χρήματα να αποδοθή μικρότερον έργον» τους είπε.

Ποιοι συμμετείχαν

Το Υπουργικό Συμβούλιο της νέας κυβέρνησης συνήλθε στις 11 το πρωί της Δευτέρας 23 Δεκεμβρίου 1974, με θέμα το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή στις 7 Ιανουαρίου 1975 και ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου 1975. Στη συνεδρίαση συμμετείχαν οι υπουργοί: Παναγιώτης Παπαληγούρας (Συντονισμού και Προγραμματισμού), Γεώργιος Ράλλης (παρά τω πρωθυπουργώ), Δημήτριος Μπίτσιος (Εξωτερικών), Ευάγγελος Αβέρωφ (Εθνικής Αμυνας), Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος (Εσωτερικών), Κωνσταντίνος Στεφανάκης (Δικαιοσύνης), Σόλων Γκίκας (Δημόσιας Τάξης), Κωνσταντίνος Τρυπάνης (Πολιτισμού και Επιστημών), Παναγιώτης Ζέπος (Παιδείας και Θρησκευμάτων), Ευάγγελος Δεβλέτογλου (Οικονομικών), Ιπποκράτης Ιορδάνογλου (Γεωργίας), Κωνσταντίνος Κονοφάγος (Βιομηχανίας), Ιωάννης Μπούτος (Εμπορίου), Κωνσταντίνος Λάσκαρης (Απασχόλησης), Βασίλειος Δερδεμέζης (Κοινωνικών Υπηρεσιών), Χριστόφορος Στράτος (Δημοσίων Εργων), Γεώργιος Βογιατζής (Μεταφορών και Επικοινωνιών), Αλέξανδρος Παπαδόγγονας (Εμπορικής Ναυτιλίας), Νικόλαος Μάρτης (Βορείου Ελλάδος) και οι υφυπουργοί Γεώργιος Κοντογεώργης (Συντονισμού και Προγραμματισμού), Παναγιώτης Λαμπρίας (παρά τω πρωθυπουργώ), Αχιλλέας Καραμανλής (παρά τω πρωθυπουργώ), Ιωάννης Κατσαδήμας (Εθνικής Αμυνας), Δημήτριος Μοάτσος (Εσωτερικών), Δημήτριος Ευρυγένης και Χρυσόστομος Καραπιπέρης (Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων), Ιωάννης Βαρβιτσιώτης (Εξωτερικών), Γεώργιος Λιανόπουλος και Ανδρέας Ζαΐμης (Οικονομικών), Κλεόβουλος Γιαννούσης (Γεωργίας), Δημήτριος Καραϊσκάκης (Βιομηχανίας), Γεώργιος Παναγιωτόπουλος (Εμπορίου), Νικόλαος Μπρισίμης (Κοινωνικών Υπηρεσιών), Κυπριανός Μπίρης (Δημοσίων Εργων) και Πανουργιάς Πανουργιάς (Μεταφορών και Επικοινωνιών).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ