Σε αναπροσαρμογή της στρατηγικής τους κινούνται ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία στη σκιά των τελευταίων δημοσκοπήσεων, δημοσιευμένων και μη, ενώ την ίδια στιγμή είναι κυρίαρχος ο προβληματισμός στην πλειοψηφία των πολιτών για το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Παρά την παγιωμένη διαφορά, όπως προκύπτει από τις έως σήμερα δημοσκοπήσεις, της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σταθερή πρωτιά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εν τούτοις έχει ξεκινήσει μεγάλη συζήτηση στο εσωτερικό των δύο επιτελείων, τόσο του Αλέξη Τσίπρα όσο και του Κυριάκου Μητσοτάκη για τους λεγόμενους ποιοτικούς δείκτες.
«Η συζήτηση για τα εκλογικά ποσοστά είναι μηχανιστική, αφού κανείς δεν γνωρίζει πότε θα γίνουν οι εκλογές, σε ποιες συνθήκες και ποιο θα είναι το διακύβευμα» αναφέρει στο «Βήμα» πρόσωπο με βαθιά γνώση των τάσεων του εκλογικού σώματος και σπεύδει να τονίσει τον ιδιαίτερα χαμηλό βαθμό της εμπιστοσύνης των πολιτών για το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Και αυτό διότι με βάση την κλίμακα 0-10, ο μέσος όρος είναι περίπου στο 3, στοιχείο που είναι το χειρότερο στην Ευρώπη. «Δεν είναι τωρινό το φαινόμενο, καθώς έχει ξεκινήσει από το 2007, αλλά τώρα έχει επιδεινωθεί η κατάσταση» υπογραμμίζει ο ίδιος παράγοντας.
Παράλληλα, από τις μετρήσεις που γίνονται, το μείζον ζήτημα που καλούνται να απαντήσουν οι ηγεσίες των κομμάτων και αυτό ήδη συζητούν είναι πώς θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, τον Σεπτέμβριο του 2015, δεν προσήλθαν στις κάλπες σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου του ίδιου έτους περίπου 650.000 ψηφοφόροι. Και για αυτό οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές και επιστήμονες που συνομίλησαν με «Το Βήμα» αναφέρονται στην προβληματική σχέση πολιτών – πολιτικών. «Το πολιτικό πρόβλημα είναι μεγαλύτερο από το οικονομικό. Το πολιτικό προσωπικό έχει πριονίσει το κλαδί που κάθεται» είναι μία από τις κυρίαρχες φράσεις.
Αναπόφευκτα τίθεται θέμα συμμετοχής στις προσεχείς εκλογές και γίνεται μεγάλη συζήτηση για το εάν θα αυξηθεί ή όχι η αποχή. Οι δημοσκόποι που μετρούν συνεχώς, δεν έχουν μέχρι στιγμής ενδείξεις ότι θα αυξηθεί ο αριθμός της αποχής και εκτιμούν ότι η συμμετοχή θα παραμείνει περίπου στα ίδια ποσοστά, όπως το 2015, δηλ. στο 56% (η αποχή έφτασε το 44,1% διευρυμένη κατά 7,5% σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, τον Ιανουάριο του 2015).
Βαριά τη σκιά του πάνω από το πολιτικό σύστημα ρίχνει η γενικευμένη απογοήτευση των πολιτών, η πλειοψηφία των οποίων πιστεύει ότι για να επιστρέψει η χώρα στην κανονικότητα απαιτείται τουλάχιστον μια δεκαετία. Το αίσθημα της απογοήτευσης προβληματίζει τις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, καθώς οι μισοί περίπου πολίτες θεωρούν ότι η κατάσταση θα χειροτερεύσει και δεν πείθονται από το κυβερνητικό αφήγημα για καλύτερες ημέρες.
Ακόμη και η ΝΔ που προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις δεν πείθει, εκτός βέβαια από το στενό κομματικό της ακροατήριο, ότι επί διακυβέρνησής της η κατάσταση θα είναι καλύτερη. «Το περίφημο »καλάθι της νοικοκυράς» είναι αυτό που μετράει και επηρεάζει τις τάσεις, και όχι η όποια βελτίωση μακροοικονομικών δεικτών» υπογραμμίζει παράγοντας με μακρά εμπειρία στον χώρο της πολιτικής επικοινωνίας.

Στους αναποφάσιστους στρέφεται ο ΣΥΡΙΖΑ

Στο Μέγαρο Μαξίμου αναλύοντας τις δημοσκοπήσεις έχουν αντιληφθεί το πρόβλημα στη σχέση πολιτών και πολιτικής και θέτουν το θεσμικό ζήτημα. Γι’ αυτό και έχουν επενδύσει στην αναθεώρηση του Συντάγματος και μέσω αυτής και στο περίφημο συμβουλευτικό δημοψήφισμα, όπου στο επίκεντρό του θα είναι, εάν γίνει, η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας που θα έχει αυξημένες αρμοδιότητες από τον λαό που σε ποσοστό περίπου 75% το βλέπει θετικά. Επίσης, με αυτή τη λογική εξακολουθούν να συζητούν την αλλαγή και πάλι του εκλογικού νόμου με κατάτμηση περιφερειών, ακόμη και μείωση του ορίου εισόδου στη Βουλή, από το 3% στο 2% και ετοιμάζονται να καταθέσουν την απλή αναλογική για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Στο πρωθυπουργικό επιτελείο θεωρούν εξαιρετικά σημαντικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρατεί τα ποσοστά του, αν και παραδέχονται τη σημαντική μείωση της δύναμής του, λέγοντας όμως πως υπάρχει περιθώριο αντιστροφής του αρνητικού κλίματος.
Για τους αναποφάσιστους γίνεται μεγάλη συζήτηση και μεταξύ των δημοσκόπων, καθώς έχει παγιωθεί η εικόνα ότι το ποσοστό τους είναι περίπου στο 35%. Αυτή η εκτίμηση όμως αμφισβητείται από τμήμα των δημοσκόπων που υποστηρίζουν ότι είναι περίπου στο 10%, καθώς στο 35% υπολογίζουν όσους απέχουν διαχρονικά κ.λπ.
Ωστόσο στο Μέγαρο Μαξίμου, από όπου εκπέμπεται το μήνυμα ότι «είναι ανοικτό το πολιτικό παιχνίδι», το ανησυχητικό είναι όχι μόνο η χαμηλή πτήση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά του ίδιου του Αλ. Τσίπρα, καθώς οι θετικές κρίσεις είναι πολύ χαμηλά για τον Πρωθυπουργό. Επίσης, κρίσιμο στοιχείο για τον ΣΥΡΙΖΑ, που επενδύει και στη χαμηλή του συσπείρωση, είναι και το ποσοστό που θα καταγράψει ο νέος φορέας της Κεντροαριστεράς μετά και την εκλογή του νέου αρχηγού.

Αλλαγή πλεύσης της ΝΔ

Το αίτημα των εκλογών εκ των πραγμάτων αποσύρθηκε από την ηγεσία της ΝΔ – με διπλωματικό τρόπο εκτιμήθηκε ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν θέλει πρόωρες εκλογές. Ακόμη, ορισμένα κορυφαία στελέχη εστιάζουν την ανάλυσή τους και στο ότι μεγάλος αριθμός πολιτών θεωρεί ότι δεν έχει δικαιωθεί η ΝΔ με την αντιπολιτευτική της στρατηγική. Την ίδια στιγμή αναζητούνται ελκυστικοί τρόποι ώστε να γίνει πλειοψηφική η επιχειρηματολογία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς μόλις 3 στους 10 θεωρούν ότι η κατάσταση θα ήταν καλύτερη με κυβέρνηση της ΝΔ. Στο ερώτημα πόσο κοντά είναι η ΝΔ στην αυτοδυναμία, κεντρικό στέλεχος εταιρείας δημοσκοπήσεων έλεγε στο «Βήμα» ότι η ΝΔ δεν έχει «ταβανιάσει» και μπορεί να διαμορφώσει ρεύμα, αφού δυνητικά έχει ιδιαίτερα αυξημένη εκλογική επιρροή. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, πρέπει να ενισχυθεί το μήνυμα της ΝΔ σε συγκεκριμένα εκλογικά σώματα και να καταφέρει η αξιωματική αντιπολίτευση να πείσει ότι έχει εναλλακτικό, αξιόπιστο και ρεαλιστικό πρόγραμμα. Αυτό επιχειρείται ήδη με τα προσυνέδρια της ΝΔ, αλλά μέχρι στιγμής οι ποιοτικοί δείκτες δεν βελτιώνονται, παρά μόνο διατηρούνται η πρωτιά του κόμματος και η αυξημένη διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ, απόρροια του αρνητικού κλίματος για την κυβέρνηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ