Την ικανοποίησή του για τα αποτελέσματα της επίσκεψής του στις ΗΠΑ τόσο
σε θεσμικό επίπεδο, όσο και στο κομμάτι των επενδύσεων εξέφρασε ο
πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μιλώντας σε Έλληνες δημοσιογράφους στο Blair
House. Αναφορικά με την αναβάθμιση του στόλου των F-16, υπογράμμισε
λέγοντας πως «πήραμε μια διαβεβαίωση ότι θα έχουμε την καλύτερη δυνατή,
ίσως μία από τις συμφωνίες που η Ελλάδα δεν έχει ξαναπετύχει σε επίπεδο
κόστους» καθώς όπως είπε, στην ουσία πάνω από το μισό του κόστους δεν θα
καταβληθεί από την ελληνική πλευρά.

«Το ταξίδι πήγε εξαιρετικά καλά, οι βασικοί στόχοι επιτεύχθηκαν», τόνισε ο πρωθυπουργός αναφερόμενος τόσο στις συναντήσεις με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, όσο και στις επαφές που είχε με επιχειρηματίες, επενδυτές και οργανώσεις της ομογένειας.

Υπογράμμισε ότι σε όλες τις συναντήσεις υπήρξε μια κοινή παραδοχή: «Η Ελλάδα επιστρέφει» ότι βρισκόμαστε σε σημείο καμπής και στροφής που αποδεικνύεται όχι μόνο από τις επιδόσεις της οικονομίας αλλά και από τις διαθέσεις που κατέγραψε μεταξύ των επενδυτών απέναντι στη χώρα.

Ειδικά για τη συνάντηση με τον Τραμπ, είπε ότι «υπήρξε η ευρύτατη δυνατή στήριξη και υποστήριξη της Ελλάδας τόσο στις δημόσιες δηλώσεις όσο και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις». Ήταν εξαιρετικά υποστηρικτικές, πρόσθεσε, οι δηλώσεις του προέδρου Τραμπ για την ανάγκη στήριξης της χώρας για την έξοδο από την κρίση, για τις πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχει κάνει αλλά και η προτροπή του προς τους επενδυτές να εμπιστευτούν την ελληνική οικονομία.

Για τις κατ’ ιδίαν συνομιλίες στο πλαίσιο των θεσμικών επαφών που είχε, σημείωσε ότι «οι στόχοι μας επιτεύχθηκαν, όχι μόνο να δώσουμε την εικόνα, αλλά να πάρουμε και μια ανταπόκριση σε ό,τι αφορά το αίτημά μας για στήριξη των επενδύσεων στην Ελλάδα, αλλά και σε ό,τι αφορά το αίτημά μας για τη διατήρηση των ισορροπιών στην ευαίσθητη περιοχή, σε σχέση με την Τουρκία, και την αναβάθμιση της γεωπολιτικής αξίας και σημασίας της χώρας».

Αναφορικά με την συζήτηση για την αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας και την αναβάθμιση του στόλου των αεροσκαφών, τόνισε πως «πήραμε μια διαβεβαίωση πολύ σημαντική, ότι θα έχουμε την καλύτερη δυνατή, ίσως μια από τις συμφωνίες που η Ελλάδα δεν έχει ξαναπετύχει σε επίπεδο κόστους». «Διότι», όπως υπογράμμισε, «στην ουσία πάνω από το μισό του κόστους δεν θα καταβληθεί από την ελληνική πλευρά». «Αυτή είναι η συζήτηση, δεν έχουμε καταλήξει», σημείωσε, για να συνεχίσει λέγοντας ότι «κι αυτό γίνεται απολύτως αντιληπτό από την αμερικανική πολιτική ηγεσία, ότι δεν είναι ένα οικονομικό ζήτημα, είναι ζήτημα ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας η διατήρηση των ισορροπιών».

Ο πρωθυπουργός είπε ακόμη πως θεωρεί σημαντικό ότι η συζήτηση δεν έκλεισε μόνο με αβροφροσύνη εκατέρωθεν αλλά και με μια κοινή ομάδα εργασίας, του Έλληνα και του Αμερικανού υπουργού, για να υπάρξει «follow-up» η συνέχιση και η παρακολούθηση όσων συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν και της πορείας υλοποίησης τους.

«Σημαντικός σταθμός, που επιβεβαιώνει αυτή την εμβάθυνση της συνεργασίας των δυο πλευρών», είναι η επόμενη ΔΕΘ όπου οι ΗΠΑ είναι η τιμώμενη χώρα – μια έκθεση με διεθνή ακτινοβολία που έχει αναβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια. Η επόμενη έκθεση θα επικεντρωθεί στα θέματα νέων τεχνολογιών και καινοτομίας. Υπ’ αυτή την έννοια, πρόσθεσε, την ευθύνη για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, τους επιχειρηματίες -αλλά και πιθανότατα τα πολιτικά πρόσωπα που θα έρθουν στα εγκαίνια- από την αμερικανική πλευρά θα την έχει ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα και από την ελληνική πλευρά ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Νίκος Παππάς.
«Είμαστε εξαιρετικά ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα τόσο ως προς τα μηνύματα που εκπέμφθηκαν, δηλαδή επικοινωνιακά, αλλά και για την ουσία», κατέληξε ο Αλέξης Τσίπρας.