Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Θεσσαλονίκη δεν προσπάθησε απλώς να «κάνει στην άκρη» τον Αλέξη Τσίπρα ούτε να αναδειχθεί ως ο καταλληλότερος επόμενος Πρωθυπουργός.

Η φιλοδοξία του είναι μεγαλύτερη και αποκαλυπτόταν από τις λεπτές αποχρώσεις όσων είπε. Θέλει να κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό, τόσο ο ίδιος όσο και η πολιτική του πρόταση. Επιθυμεί να αλλάξει όχι απλώς η βάση πάνω στην οποία γίνεται ο δημόσιος διάλογος αλλά η νοοτροπία της μιζέριας και της υστέρησης με την προσδοκία της διεκδίκησης και της επιτυχίας. Αυτό που οραματίζεται δεν είναι η πολιτική αλλαγή στο σύστημα διακυβέρνησης αλλά η αλλαγή της ίδιας της Ελλάδας..

Η πιο χαρακτηριστική δήλωση του ήταν η ακόλουθη: «Κάνω ένα μεγάλο άνοιγμα στην κοινωνία. Θεωρώ ότι πολλές από τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος έχουν μικρότερη σημασία. Θα ψάξω για ανθρώπους αποτελεσματικούς, έντιμους, αποφασισμένους και που να πιστεύουν στην πολιτική την οποία θέλω να υλοποιήσω».

Το ένα μήνυμα απευθυνόταν στην κοινωνία και έλεγε ότι καταργεί όλες τις διαχωριστικές και ιδίως τις κομματικές γραμμές προκειμένου να πείσει «τους καλύτερους» να τον εμπιστευτούν.

Το δεύτερο απευθυνόταν στο κόμμα του: Μόνο όσοι είναι αποφασισμένοι και πιστεύουν στην πολιτική του, θα είναι στην πρώτη γραμμή. Οι υπόλοιποι στα μετόπισθεν (ή στο σπίτι τους).

Το τρίτο καλυμμένο μήνυμα είναι η αναβάπτιση της Νέας Δημοκρατίας. Η κυβέρνηση του δεν είναι η συνέχεια των προηγούμενων κυβερνήσεων της ΝΔ, όσο κι αν για λόγους αβρότητας και εσωτερικών ισορροπιών επισκέπτεται τακτικά τον Κώστα Καραμανλή και τον Αντώνη Σαμαρά. Θα είναι μια άλλη κυβέρνηση μιας ευρύτερης παράταξης, πέρα από τα τείχη της Κεντροδεξιάς, η οποία δεν θα αποθεώσει το πελατειακό κράτος, όπως η κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά την αξία. Και θα διαπραγματευτεί με τους εταίρους αποτελεσματικότερα από την κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία επέλεξε τις περικοπές των μισθών και των συντάξεων και όχι την ανάπτυξη και τις μεταρρυθμίσεις.

Τίποτα δεν είναι πιο αποκαλυπτικό για το πότε αλλάζει το κλίμα για έναν πολιτικό αρχηγό που διεκδικεί την εξουσία από την ατμόσφαιρα στο Βελλίδειο. Η αίθουσα του συνεδριακού κέντρου μπορεί τον έναν χρόνο να είναι «παγωμένη» και τον επόμενο να πάλλεται.

Τα στελέχη της ΝΔ αντιλήφθηκαν την αλλαγή και συντάχθηκαν πλήρως με τον πρόεδρο τους. Ο κ. Μητσοτάκης άφησε, όπως ήταν αναμενόμενο, «γκρίζες ζώνες» στο όραμα του. Η επαναδιαπραγμάτευση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει ο Αλέξης Τσίπρας ως το 2023, κυρίως της υπέρμετρης φορολογίας, δεν έχει εγγυημένη επιτυχία και δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ελληνικής ιδιοκτησίας. Χρειάζεται και ένα άλλο σχήμα βιωσιμότητας του χρέους, στον οποίο ο αρχηγός της ΝΔ δεν αναφέρθηκε.

Αν αποτύχει η επαναδιαπραγμάτευση πώς θα χρηματοδοτηθεί το κενό του 2019, αν όχι με νέα μέτρα; Δύσκολα θέματα όπως το ασφαλιστικό και τη χρηματοδότηση της Υγείας, δεν τα άγγιξε καθόλου. Το φάλτσο με τον ΠΑΟΚ δύσκολα θα το ξεπεράσει, παρότι παραδέχθηκε δημοσίως ότι έκανε λάθος.

Μικρή σημασία όμως έχουν αυτά. Όταν ένας αρχηγός βαδίζει προς της εξουσία ο κόσμος ακούει αυτά που θέλει να ακούσει και πιστεύει αυτά που θέλει να πιστέψει.

Και ο κ. Μητσοτάκης, δημιούργησε προσδοκίες, ξεκίνησε συζητήσεις, απευθύνθηκε στους αδύναμους και στους αδικημένους για να αποσείσει την κατηγορία του ταξικά μεροληπτικού, του ακραία νεοφιλελεύθερου και του κοινωνικά ανάλγητου, που του απευθύνει ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Ανεξάρτητοι Ελληνες.

Μάλιστα, αντέστρεψε τις κατηγορίες: Τους δύο συγκυβερνήτες, τους κ.κ Τσίπρα και Καμμένο, «τους ενώνει ο αχαλίνωτος εθνολαϊκισμός και η αγάπη για την εξουσία», όχι για την Ελλάδα.

Ο κ. Μητσοτάκης βγήκε στην επίθεση με τον δικό του τρόπο, αγνοώντας τον κ. Τσίπρα.

Ο Πρωθυπουργός, αντιθέτως, επέλεξε τη Δευτέρα το πρωί, στην εισήγηση του στο υπουργικό συμβούλιο, η οποία μεταδόθηκε ζωντανά, να ακολουθήσει την γνωστή συνταγή με προσωπικές επιθέσεις κατά του αντιπάλου του –τον κατηγόρησε ότι έχει θράσος να υπόσχεται μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων όταν το κόμμα του ευθύνεται για τα μνημόνια, ότι έχει «βαθιά αντικοινωνική και ελιτίστικη λογική» και ότι ως εκφραστής του νεοφιλελευθερισμού θεωρεί «νομοτέλεια τις ανισότητας». Ο κ. Τσίπρας χαρακτήρισε το πρόγραμμα του κ. Μητσοτάκη «νεοφιλελεύθερη δυστοπία».

Πέρα από τις λέξεις, ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε ανόρεχτος, να παίζει άμυνα, και να ανακαλύπτει έπειτα από δυόμισι χρόνια στο Μέγαρο Μαξίμου τη σημασία της καθημερινότητας και το «βάρος της ευθύνης» όσων αναλαμβάνουν την εξουσία.

Σίγουρα τέτοιες συγκρίσεις έγιναν πολλές φορές στο παρελθόν. Ομως αυτή είναι μια δύσκολη και ιστορική συγκυρία για το χώρα γιατί το καλοκαίρι του 2018 τελειώνει το μνημόνιο και θα πρέπει να προετοιμαστεί η διάδοχη κατάσταση που θα κρατήσει τη χώρα στον πυρήνα της ΕΕ. Αυτό δύσκολα θα το κάνει ο κ. Τσίπρας με τη φθορά που έχει υποστεί, πατώντας και στη βάρκα της Ευρώπης και στη βάρκα του ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά και ο κ. Μητσοτάκης θα χρειαστεί να γίνει συγκεκριμένος και όχι αρεστός, να δείξει ότι αντιλαμβάνεται πλήρως τις δυσκολίες του εγχειρήματος που περιγράφει, εφόσον ζητάει από τους Ελληνες να τον εμπιστευτούν –εκείνον μόνο και όχι μια ισχυρή και αποφασισμένη ομάδα, την οποία, όπως είπε, αναζητεί και θα την παρουσιάσει μετά τις εκλογές.