Τώρα αρχίζουν (και πάλι) τα δύσκολα για την ελληνική κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα.

Μετά την αναχώρηση του Εμανουέλ Μακρόν το μεσημέρι της Παρασκευής και έπειτα από ένα – από επικοινωνιακής απόψεως – ονειρεμένο διήμερο για το Μέγαρο Μαξίμου, η επιστροφή στην σκληρή πραγματικότητα έρχεται να διαμορφώσει τις αληθινές προκλήσεις.

Το κατά πόσον η ελληνική κυβέρνηση θα αντεπεξέλθει σε αυτές θα καθορίσει και το πραγματικό αποτέλεσμα της επίσκεψης του πρόεδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Πέρα από τα θερμά λόγια και την πρωτοφανή φραστική στήριξη προς την Ελλάδα, το μήνυμα του κ. Μακρόν ήταν περισσότερο από σαφές: προϋπόθεση για όλα και κυρίως για την πραγματική ανάκαμψη είναι η υλοποίηση και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς, των μεταρρυθμίσεων.

Από την σκοπιά της ελληνικής κυβέρνησης αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσει όλα όσα έως τώρα υιοθετούσε και πρέσβευε και να προχωρήσει σε αλλαγές που θα την φέρουν αντιμέτωπη με τον εαυτό της και κυρίως το ακροατήριό της: αλλαγές στο δημόσιο, ενίσχυση και στήριξη της επιχειρηματικότητας, δημιουργία φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος, ευελιξία στην αγορά εργασίας, επιτάχυνση ιδιωτικοποιήσεων κλπ.

Όλα αυτά θα πρέπει δε να γίνουν όσο θα τρέχει η τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος, αν ο κ. Τσίπρας επιθυμεί και επιδιώκει να έχει έστω μία μικρή ελπίδα να παρουσιάσει κάτι χειροπιαστό, πέρα από τα χαμόγελα, τις χειραψίες και τις ομιλίες. Εως τώρα πάντως, η ηγεσία της κυβέρνησης παρουσιάζει τις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να γίνουν περίπου σαν περίπατο στην εξοχή, στοιχείο που δικαιολογεί την επιφυλακτικότητα ως προς τις πραγματικές της διαθέσεις και δυνατότητες να μεταλλαχθεί σε μεταρρυθμιστική δύναμη.

Από την επίσκεψη Μακρόν είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ακόμη, έστω και περιορισμένα, χρονικά περιθώρια και την ανοχή της Ευρώπης, προκειμένου να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και ρηξικέλευθες αλλαγές. Το κατά πόσον θα είναι διατεθειμένη να το κάνει και να το υπηρετήσει, θα την κρίνει.