Η επιστροφή του Αντόνιο Γκουτέρες στο Κραν Μοντάνα την Πέμπτη 6 Ιουλίου κρίνεται ως η ύστατη προσπάθεια να διασωθεί η διαδικασία των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπήρξε έντονο παρασκήνιο τις τελευταίες δύο ημέρες από όλες τις πλευρές ώστε να επιστρέψει στην Ελβετία ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ.

Φαίνεται ότι η Αθήνα και η Λευκωσία θεωρούν πως μόνο ο κ. Γκουτέρες μπορεί να βοηθήσει ώστε να υπάρξει μετακίνηση της Άγκυρας από τις άτεγκτες θέσεις της σε ασφάλεια και εγγυήσεις. Από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα και ενδεχομένως το Λονδίνο εκτιμούν ότι μέσα από την παρουσία του κ. Γκουτέρες θα μπορέσει να πειστεί η ελληνοκυπριακή πλευρά να εμφανιστεί πιο διαλλακτική σε ζητήματα όπως η εκ περιτροπής Προεδρία.

Η συζήτηση μετά την έλευση του Γενικού Γραμματέα αναμένεται να κινηθεί σε ορισμένους άξονες που ο ίδιος φέρεται να έθεσε κατά την αρχική παρουσία του στο Κραν Μοντάνα. Σύμφωνα με όσα έχουν κυκλοφορήσει και έχουν δημοσιοποιηθεί και στον κυπριακό Τύπο, το πλαίσιο που είχε παρουσιάσει ο κ. Γκουτέρες αναφερόταν στην ανάγκη τερματισμού του δικαιώματος επέμβασης και της Συνθήκης Εγγυήσεως, με την παράλληλη σύσταση ενός μηχανισμού που θα εμπλέκει και παράγοντες εκτός Κύπρου. Σημείωνε δε ότι οι εγγυήτριες δυνάμεις δεν μπορούν να παρακολουθούν την εφαρμογή των υποχρεώσεών τους.

Σε ό,τι δε αφορά στα στρατεύματα, μιλούσε για έναρξη μείωσης αυτών από την πρώτη ημέρα της λύσης και στη συνέχεια για τη σταδιακή απομάκρυνσή τους εντός συμφωνημένου χρονοδιαγράμματος μέχρι να φτάσουν στους αριθμούς της παλαιάς Συνθήκης Συμμαχίας (όπερ σημαίνει στα όρια της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ). Άφηνε δε ανοικτό το αν θα πρέπει να προβλεφθεί ρήτρα κατάληξης (sunset clause), όπως έχει τονίσει η Αθήνα, ή ρήτρα επανεξέτασης (review clause), όπως πιστεύει η Άγκυρα.

Από τις δημόσιες δηλώσεις είναι σαφές ότι υπάρχει εκατέρωθεν επιφυλακτικότητα. Ο κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης είναι συγκρατημένος από τη στιγμή που η τουρκική πλευρά δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να μιλήσει με περισσότερες λεπτομέρειες για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου να ρίχνει κατά διαστήματα «λάδι στη φωτιά» με τις δηλώσεις του.

Την ίδια στιγμή – και παρά τα όσα θα μπορούσε να του καταλογίσει κανείς – ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς εμφανίζεται δικαιωμένος από τη στιγμή που η ασφάλεια και οι εγγυήσεις έχουν αναχθεί στο μείζον ζήτημα στο Κραν Μοντάνα. Θα πρέπει να αναγνωριστεί στην ελληνική αντιπροσωπεία ότι είναι ίσως η μόνη που έχει καταθέσει πιο ξεκάθαρες προτάσεις, όπως αυτή για έναν μηχανισμό επαλήθευσης στο ζήτημα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, που έχουν καταγραφεί και με κάποια εξειδίκευση θα μπορούσαν να άρουν το αδιέξοδο.

Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών σημείωσε μετά το πέρας των συνομιλιών της Τρίτης ότι είναι καλό που επανέρχεται ο κ. Γκουτέρες. «Υποβάλαμε», σημείωσε, «δέκα ερωτήματα όσον αφορά στη Συνθήκη Συμμαχίας και την παρουσία των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, στα οποία ερωτήματα αναμένουμε κάποιος να μας απαντήσει. Τα ερωτήματα αυτά από την πλειοψηφία των πλευρών θεωρήθηκαν ορθά, σωστά και ως ο μόνος τρόπος για να προχωρήσουμε. Διότι κάποιοι κάνουν γύρω-γύρω από τα ζητήματα και δεν καταλήγουμε».

Ο κ. Κοτζιάς είπε επίσης ότι θα συσταθούν δύο ομάδες εργασίας για την ασφάλεια και την απομάκρυνση των στρατευμάτων. Η πρώτη ομάδα εργασίας έχει ήδη συσταθεί και αναμένεται να συγκροτηθεί και η δεύτερη. Δεν είναι σαφές αν η Τουρκία συμφωνεί με τη σύσταση της δεύτερης ομάδας, αν και η Αθήνα είναι διατεθειμένη να στείλει στην Ελβετία στρατιωτικούς με εμπειρία σε θέματα της ΕΛΔΥΚ.

Συνάντηση Κοτζιά με τον τούρκο ΥΠΕΞ

Ημέρα έντονων διεργασιών και διαβουλεύσεων για το Κυπριακό στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, ενόψει της παρουσίας του γγ του ΟΗΕ στη Διάσκεψη την Πέμπτη.

Νωρίς το απόγευμα της Τετάρτης βρίσκεται σε εξέλιξη η συνάντηση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, με τον Τούρκο ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου.

Νωρίτερα, ο κ. Κοτζιάς είχε συνάντηση με τον Βρετανό υφυπουργό Εξωτερικών επί ευρωπαϊκών θεμάτων, σερ Άλαν Ντάνκαν, ο οποίος επέστρεψε και πάλι χθες στο Κραν Μοντανά για να λάβει τη θέση του ως επικεφαλής της βρετανικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη.