Ολα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2012, αμέσως μετά τις διπλές εκλογές. Τότε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκτίμησε ότι ο ΔΟΛ και το συγγενές Μega στέρησαν από το κόμμα του κ. Αλέξη Τσίπρα τη νίκη. Και αυτό γιατί τα έντυπα του οργανισμού και ο κυρίαρχος τότε τηλεοπτικός σταθμός υποστήριξαν τη συγκρότηση ενός φιλοευρωπαϊκού μετώπου ως του μόνου ικανού, σε εκείνες τις πολιτικές συνθήκες, να αποτρέψει την επερχόμενη άτακτη χρεοκοπία της χώρας.
Και είναι αλήθεια ότι στο μεσοδιάστημα μεταξύ των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου οι εφημερίδες του ΔΟΛ τοποθετήθηκαν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο επειδή απλούστατα πίστευαν βαθιά, βάσει των διακηρυγμένων θέσεων του αντιπολιτευόμενου τότε ΣΥΡΙΖΑ, ότι ενδεχόμενη ανάληψη της εξουσίας από το ακατέργαστο κόμμα του κ. Τσίπρα θα οδηγούσε τη χώρα σε μεγάλη και επικίνδυνη περιπέτεια.

Η επιχείρηση κατασυκοφάντησης
Πράγμα που επιβεβαιώθηκε δυόμισι χρόνια αργότερα όταν, παρά τις εμπειρίες που είχε αποκτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οδήγησε τη χώρα στα βράχια και παρ’ ολίγον να τη θέσει εκτός ευρωζώνης.
Από το καλοκαίρι λοιπόν του 2012 άρχισε να προετοιμάζεται συστηματικά και οργανωμένα πρώτα η κατασυκοφάντηση των εντύπων του οργανισμού και του Mega και σε δεύτερη φάση η διεκδίκησή τους βεβαίως.
Ο κ. Τσίπρας θεωρούσε εαυτόν διάδοχο της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης και απαιτούσε από τα μέσα ενημέρωσης του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου να προσαρμοσθούν αναλόγως. Προσπάθησε αρχικώς να διαπραγματευτεί με τους εκδότες, αλλά οι απαιτήσεις του ήταν εξαρχής υπερβολικές και δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν.
Οταν δεν βρήκε την ανταπόκριση που ήθελε απέσυρε κάποια στιγμή τα στελέχη του κόμματός του από τις πολιτικές εκπομπές του τηλεοπτικού σταθμού, πυκνώνοντας ταυτόχρονα τόσο την πολεμική του όσο και τη διαπραγμάτευσή του.
Το καλοκαίρι του 2014, όταν κέρδισε τις ευρωεκλογές και επέλεξε να προκαλέσει πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά χρησιμοποιώντας την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, η πίεση προς τα θεωρούμενα ως μέσα ενημέρωσης του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου γενικεύθηκε.
Ελαβε διαστάσεις μάλιστα μετά τις πολλές αμφισβητήσεις που εκδηλώθηκαν με την ανακοίνωση του περιβόητου προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Για να κορυφωθεί στα τέλη του 2014, όταν οι εκλογές φάνταζαν αναπότρεπτες.
Οι «αυταπάτες» και η σύγκρουση
Σε εκείνη τη φάση και εν όψει της επερχόμενης επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη του πολιορκούσαν στην κυριολεξία τις εφημερίδες του ΔΟΛ διεκδικώντας υποστήριξη και υποταγή.
Ωστόσο ήταν εμφανές στους επαγγελματίες δημοσιογράφους ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του διακρίνονταν από ελλείμματα κατανόησης τόσο της οικονομικής θέσης της χώρας όσο και των ευρωπαϊκών συνθηκών, αλλά και των διεθνών συσχετισμών.
Τον Γενάρη του 2015, στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα, όσο φαίνονταν οι τάσεις του εκλογικού σώματος, άλλο τόσο αποκαλυπτόταν και η αδυναμία ορθολογικής διαχείρισης των υποθέσεων της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Γεγονός που καθιστούσε δύσκολα υπερασπίσιμη τη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή, παρότι ήταν δεδομένες οι τάσεις του εκλογικού σώματος. Πολύ περισσότερο όταν διακρίνονταν οι διαθέσεις επιβολής ενός καθεστώτος ελέγχου των μέσων και της ενημέρωσης.
Ετσι η αμφισβήτηση παρέμεινε και όσα εξελίχθηκαν στο πρώτο εξάμηνο του 2015 –στην εποχή Βαρουφάκη δηλαδή –επιβεβαίωσαν τους φόβους και κατέστησαν την επιφύλαξη και την αμφισβήτηση ακόμη ισχυρότερες. Με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος η κρίση στις σχέσεις με τα μέσα ενημέρωσης γενικεύθηκε και η σύγκρουση κατέστη αναπόφευκτη.
Πολύ περισσότερο όταν ο Πρωθυπουργός αντελήφθη το λάθος του και αναγκάστηκε να καταπιεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και να αποδεχθεί το δικό του βαρύτερο μνημόνιο.
Τότε επήλθε και η ρήξη, γιατί απλούστατα έπρεπε να κατασκευαστεί ένας μέγας εσωτερικός εχθρός, ικανός να καλύψει τη μεγάλη στροφή, την απόλυτη «κωλοτούμπα» όπως κατεγράφη στη συνείδηση της κοινής γνώμης. Με την προκήρυξη λοιπόν των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 και στην προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό κλονισμό του ΣΥΡΙΖΑ από την αποχώρηση Λαφαζάνη, Κωνσταντοπούλου και άλλων, τα μέσα ενημέρωσης και ιδιαιτέρως οι εφημερίδες του ΔΟΛ ανακηρύχθηκαν σε «εχθρό του λαού» και συγκροτήθηκε συγκεκριμένο σχέδιο καταστροφής και άλωσής τους.

Πολιτικές πιέσεις και οικονομικό αδιέξοδο
Τότε άλλωστε αναγγέλθηκαν ο διαγωνισμός των τηλεοπτικών αδειών και η Εξεταστική Επιτροπή για τα τραπεζικά δάνεια στον Τύπο. Το σχέδιο ετέθη σε εφαρμογή αμέσως μετά τις νικηφόρες για τον ΣΥΡΙΖΑ δεύτερες εκλογές του 2015. Ετσι τον Γενάρη του 2016 ο υπουργός Επικρατείας κ. Νίκος Παππάς κατά την εθιμοτυπική ανταλλαγή των πρωτοχρονιάτικων ευχών ανήγγειλε από το Προεδρικό Μέγαρο παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας τη διενέργεια του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες.
Στο μεσοδιάστημα ωστόσο συνεχίζονταν οι παρασκηνιακές επαφές και οι διαπραγματεύσεις με τους εκδότες. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε στην απαίτησή του. Ηθελε το Μega δικό του και τις εφημερίδες του ΔΟΛ ελεγχόμενες από στελέχη της επιλογής του κ. Τσίπρα.
Τα όποια «παζάρια» απέτυχαν γιατί, όπως προαναφέραμε, οι απαιτήσεις ήταν υπερβολικές, ο επιδιωκόμενος έλεγχος ασφυκτικός και μη αποδεκτός από οποιονδήποτε επαγγελματία που υποτυπωδώς σεβόταν τη δουλειά του.
Στα μέσα της άνοιξης του 2016, όταν ασκήθηκε δίωξη σε βάρος του εκδότη του ΔΟΛ και αποκαλύφθηκαν οι μυστικές συναντήσεις του με τον Πρωθυπουργό, κόπηκαν οριστικά οι όποιες γέφυρες και η πολεμική εναντίον των εφημερίδων του ΔΟΛ χτύπησε κόκκινο. Εν τω μεταξύ ο ΔΟΛ είχε εισέλθει σε οικονομική περιδίνηση, καθώς η απαιτούμενη αναδιάρθρωση πήγαινε από αναβολή σε αναβολή και χρήματα δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα να χάνονται σταδιακά οι όποιοι βαθμοί ελευθερίας. Τότε λοιπόν, ταυτόχρονα με την ασκούμενη πολιτική πίεση, φανερώθηκε και η αδυναμία του εκδότη να υποστηρίξει οικονομικά τον ΔΟΛ.
Κάτι που σε συνδυασμό με την πιστωτική ασφυξία φανέρωνε ότι ο οργανισμός οδηγούνταν σε οικονομικό αδιέξοδο. Σε εκείνη τη φάση κοινή ήταν η πεποίθηση ότι ο ΔΟΛ όδευε με σχεδόν μαθηματική βεβαιότητα σε τοίχο.

Η αντίδραση και η μάχη των εργαζομένων
Οι περισσότεροι προεξοφλούσαν το τέλος του οργανισμού και οι κυβερνώντες έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να επιβεβαιωθεί η προφητεία, να καταπέσει ο ΔΟΛ, ώστε να αρπάξουν και να περιφέρουν το λάφυρο, ως άλλο τρόπαιο μιας μακράς συμβολικής σύγκρουσης.
Αυτή είναι και η στιγμή ανάδειξης του ρόλου των εργαζομένων του οργανισμού. Μόνοι, με μεγάλο προσωπικό κόστος και μόνο εφόδιο την πίστη για την ιστορική και παρούσα αξία του οργανισμού, ανέλαβαν το βάρος λειτουργίας των εντύπων και των λοιπών μονάδων παραγωγής περιεχομένου.
Ακολούθησε πολύμηνη και δύσκολη, γεμάτη εμπόδια και τρικλοποδιές, μάχη επιβίωσης, χωρίς πόρους, με τις τράπεζες επιφυλακτικές, τις διαφημιστικές καχύποπτες και συνολικά την αγορά αποστασιοποιημένη.
Το τέλος του περασμένου χρόνου βρήκε τον ΔΟΛ εξουθενωμένο, τους εργαζομένους απλήρωτους επί μήνες και τους πολλούς ανταγωνιστές σε κατάσταση επιφυλακής, έτοιμους να διαμοιράσουν τα ιμάτια του καταρρέοντος οργανισμού. Στα τέλη Ιανουαρίου τα δάνεια του ΔΟΛ καταγγέλθηκαν από τις τράπεζες και ενεργοποιήθηκαν οι διαδικασίες της πτωχευτικής διαδικασίας.

Πώς απέτυχε το σχέδιο Φλαμπουράρη
Σχεδόν ταυτόχρονα εκδηλώθηκε και η πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η οποία προέκρινε τη λύση Σαββίδη ως την καταλληλότερη για τον ΔΟΛ, το Mega και τον Πήγασο. Το σχέδιο Φλαμπουράρη που παρουσιάστηκε στις τράπεζες ήταν πολιτικά φιλόδοξο, αλλά οικονομικά αστήρικτο. Οι πολιτικοί εμπνευστές του υπολόγιζαν ότι θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί με 20 εκατ. ευρώ, την ώρα που με τους μετριοπαθέστερους των υπολογισμών χρειάζονταν μεταξύ 80 και 100 εκατ. ευρώ.
Οταν οι τραπεζίτες απέρριψαν ως ανεδαφική και αστήρικτη την πρόταση, αυτή περιορίστηκε στη ζώνη του ΔΟΛ, αλλά ουδέποτε παρουσιάστηκε κατά τρόπο σαφή και ολοκληρωμένο στις πιστώτριες τράπεζες. Εμειναν τότε όλοι απλώς με την αίσθηση μιας γενικόλογης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, χωρίς δεσμεύσεις και βεβαιότητες.
Γι’ αυτό και οι τράπεζες προέβησαν στην κατάθεση της σχετικής αίτησης στο Δικαστήριο προκειμένου να ενταχθεί ο ΔΟΛ σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, διατηρώντας ωστόσο τους λογαριασμούς κλειστούς και το καθεστώς πιστωτικής ασφυξίας ενεργό. Οι εργαζόμενοι αμφισβήτησαν τότε εκείνη την επιλογή, υποστηρίζοντας ότι μόνο με τις εκδόσεις ενεργές και τις ιστοσελίδες ενημερωμένες θα μπορούσε να διατηρηθεί η αξία του οργανισμού και έτσι να έχει τύχη και αποτέλεσμα για τις τράπεζες η ειδική διαχείριση, που οι ίδιες επέλεξαν.
Το επιχείρημα των εργαζομένων απεδείχθη ισχυρό, το Δικαστήριο επέτρεψε την αποδέσμευση των εσόδων που πήγαζαν από την κυκλοφορία και τις διαφημίσεις και έτσι επιβλήθηκε η σχετικώς ομαλή λειτουργία των εφημερίδων μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης για την ένταξη του οργανισμού σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης και την εγκατάσταση του ειδικού εκκαθαριστή.
Πολιορκία μέσω τραπεζικής ασφυξίας
Οσο όμως οι εφημερίδες κυκλοφορούσαν και οι ιστοσελίδες απέδιδαν έργο ενδιαφέρον καθημερινά τόσο οι πιέσεις μεγάλωναν. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση ένιωθε πως κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο των εξελίξεων και οι ανταγωνιστές αντί να έχουν την ευκαιρία διαμοιρασμού των ιματίων μας να βρεθούν απέναντι σε μια νέα ισχυρή ιδιοκτησία, ικανή να καταστήσει και πάλι τον ΔΟΛ ανταγωνιστικό.
Στο μεσοδιάστημα λοιπόν εκδόθηκαν νέες εφημερίδες διεκδικώντας το μερίδιο του θνήσκοντος κατά την εκτίμησή τους ΔΟΛ και η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να εμποδίσει την εξέλιξη μιας διαγωνιστικής διαδικασίας που δεν θα ήλεγχε. Οταν το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα των τραπεζών για ειδική διαχείριση και εγκατάσταση εκκαθαριστή τα πράγματα πήγαν να ξεφύγουν.
Πρώτον, οι τράπεζες πιέστηκαν και αποφάσισαν να διατηρήσουν το ενέχυρο ενεργό, κλείνοντας και πάλι τους λογαριασμούς και, δεύτερον, ασκήθηκαν αφόρητες πιέσεις στον ειδικό διαχειριστή να καταθέσει την εντολή που μόλις είχε λάβει από το Δικαστήριο, ώστε μοιραία να οδηγηθεί ο οργανισμός σε πτώχευση και να πωληθεί τμηματικά, τίτλο-τίτλο για ένα κομμάτι ψωμί.
Και πάλι η αντίδραση των εργαζομένων ήταν έντονη και αποτελεσματική, αλλά και η αντίσταση της ειδικής διαχείρισης, της Grant Thornton του κ. Β. Καζά και του συνυπεύθυνου δικηγορικού γραφείου του Ανδρέα Αγγελίδη, αξιομνημόνευτη.
Εκείνες τις μέρες οι διαχειριστές δέχθηκαν οργισμένα τηλεφωνήματα από το Μέγαρο Μαξίμου αλλά ουδέποτε συμβιβάστηκαν με την απαίτηση κατάθεσης της εντολής. Αντιστοίχως εντονότατες ήταν οι πιέσεις προς τις τράπεζες και ενδεικτική ήταν η απροθυμία τους να χρηματοδοτήσουν την ειδική διαχείριση. Σε όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης με το επιχείρημα της διακινδύνευσης οι πιστώτριες τράπεζες ήταν φειδωλές στις εγκρίσεις τους.
Επί της ουσίας, δεν ξόδεψαν ούτε ένα ευρώ πέρα από τους πόρους που εισέρρευσαν από τις πωλήσεις των εφημερίδων και τις διαφημίσεις. Ακόμη και τώρα, μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και την ανάδειξη υπερθεματιστή, παραμένουν φειδωλές, επειδή προφανώς οι πολιτικές πιέσεις διατηρούνται καθώς το σχέδιο άλωσης των μέσων του ΔΟΛ δεν επιβεβαιώθηκε.
Περιττό να σημειώσουμε πως όταν τίποτε πια δεν μπορούσε να ανακόψει τον διαγωνισμό οι κυβερνώντες προσπάθησαν να περιορίσουν τον κύκλο των ενδιαφερομένων.
Πλάνες, εμμονές και η ώρα της κρίσης
Θρυλείται ότι κυβερνητικά στελέχη και άλλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να αποθαρρύνουν ή και να αποτρέψουν υποψηφίους επενδυτές να καταθέσουν προσφορές στον διαγωνισμό.
Αλλά και μετά το αποτέλεσμα της διαγωνιστικής διαδικασίας επιμένουν σε πιέσεις. Είναι κοινό μυστικό ότι και η νέα ιδιοκτησία του ΔΟΛ αντιμετωπίζεται από τους κυβερνώντες σχεδόν όπως και η αποχωρήσασα εκδοτική αρχή. Η διεκδίκησή τους παραμένει ισχυρή, οι απαιτήσεις είναι παρόμοιες και βεβαίως τα πολιτικά μέσα πίεσης αντίστοιχα.
Η ανακίνηση παλαιών δικαστικών υποθέσεων και αυτή ακόμη η «κύρια παράσταση» των δικηγόρων του κ. Σαββίδη στο δικαστήριο της Δευτέρας, που θα επικυρώσει το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, είναι ενταγμένες ακριβώς στο εμμονικό σχέδιο ελέγχου των εφημερίδων του ΔΟΛ.
Δυστυχώς πλάνες και εμμονές καθοδηγούν ακόμη, παρά τις πολλές πικρές εμπειρίες, τον κύκλο της νέας Αριστεράς του κ. Τσίπρα. Οφείλουν ωστόσο να σέβονται τους αγώνες των εργαζομένων που κατά καιρούς επικαλούνται και –το σημαντικότερο –να αναγνωρίσουν ότι η αγωνιστικότητα, η δύναμη των ιδεών και η διεκδίκηση της ελευθεροτυπίας δεν είναι μόνο δικό τους προνόμιο. Το έχουν και άλλοι, πιο ταπεινοί και λιγότερο φιλόδοξοι.