Μία εβδομάδα μετά την εκδήλωση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών με θέμα «Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκκλησία της Ελλάδος – Συμβολή σε έναν ανοικτό διάλογο», ο «αιρετικός» Ν. Φίλης έδωσε τη δική του «απάντηση» σε όσους –και εντός κυβέρνησης –δεν επιθυμούν η συζήτηση στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας να φθάσει στα άκρα. Ο πρώην υπουργός Παιδείας, η πολιτική τύχη του οποίου κρίθηκε στον «βωμό» των σχέσεων ισορροπίας μεταξύ Μεγάρου Μαξίμου και Αρχιεπισκοπής, επανέφερε με θέρμη το θέμα του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας σε μια προσπάθεια να εμφανιστεί ως γνήσιος εκφραστής των πάγιων πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων της Αριστεράς για διακριτούς ρόλους. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι οι απόψεις του κατά την περυσινή διαμάχη με την Εκκλησία με αφορμή τα βιβλία των Θρησκευτικών είχαν επικροτηθεί από τους συντρόφους του στην Κεντρική Επιτροπή, οι οποίοι και τον είχαν αναδείξει δεύτερο σε ψήφους –μετά τον Ευκλείδη Τσακαλώτο –μέλος της. Σε μια κομματική εκδήλωση, η οποία προετοιμάστηκε και διαφημίστηκε ιδιαίτερα από το περιβάλλον του, ο κ. Φίλης αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας επιχειρώντας να θέσει το πλαίσιο του διαλόγου που πρέπει να διεξαχθεί εν όψει της συνταγματικής αναθεώρησης.
Η σπουδή του κ. Φίλη ωστόσο δεν περιορίζεται στην αυτονόητη άρνηση της Εκκλησίας αλλά και στις απόψεις που διατυπώνονται στο εσωτερικό της κυβέρνησης για το θέμα αυτό. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στην εκδήλωση της Αρχιεπισκοπής –στην οποία παρέστη και ο ίδιος, όπως και ο διάδοχός του στο υπουργείο Παιδείας Κ. Γαβρόγλου –ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλος, συντονιστής της ομάδας εργασίας που επεξεργάστηκε τις προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διακριτότητα Κράτους – Εκκλησίας, διευκρίνισε ότι δεν αποτελούν πρόταση της κυβέρνησης ή του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ομάδας επιστημόνων, σημειώνοντας μάλιστα ότι προβλέπουν τη διατήρηση αναφοράς στην Αγία Τριάδα στο προοίμιο του Συντάγματος, όπως και της αναφοράς σε επικρατούσα θρησκεία στο άρθρο 3. Εκπροσωπώντας την κυβέρνηση, ο κ. Κατρούγκαλος φρόντισε να διαμηνύσει προς πάσα κατεύθυνση ότι «δεν πρόκειται να εισέλθουμε σε θέματα σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους χωρίς έναν ουσιαστικό διάλογο με την Εκκλησία, από τον οποίο πιστεύουμε ότι θα υπάρξουν θετικά αποτελέσματα».

Διακριτοί ρόλοι
«Η διαμόρφωση διακριτών ρόλων μεταξύ Κράτους – Εκκλησίας είναι προς το συμφέρoν και των δύο πλευρών, δηλαδή εν τέλει προς το συμφέρoν της κοινωνίας» είναι η θέση του κ. Φίλη, ο οποίος θεωρεί ότι πρόκειται για μια ώριμη κοινωνικά αλλαγή, καθώς «η διαιώνιση του καθεστώτος της πολιτευόμενης Εκκλησίας και του θρησκευόμενου κράτους καθηλώνει τη δημόσια ζωή σε συμπεριφορές που αμφισβητούν πλευρές της δημοκρατικής λειτουργίας και του πλουραλισμού». Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό «το παλαιό πολιτικό σύστημα εκμεταλλεύεται την Εκκλησία ως ιδεολογικό και ψηφοθηρικό μηχανισμό, δηλαδή ως εξουσιαστικό μηχανισμό, και η Εκκλησία επιδιώκει να εξασφαλίσει τα από το κράτος αναγνωρισμένα προνόμιά της έναντι των άλλων θρησκειών, λειτουργώντας συχνά ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους». Ενώ καταλογίζει στην Εκκλησία μια μεγάλη αντίφαση: ότι «επιδιώκει τη λαϊκή νομιμοποίηση όχι στη βάση του ιδρυτικού θρησκευτικού μηνύματός της αλλά, κυρίως, προβάλλοντας τη συμμετοχή της στη διαμόρφωση του ελληνισμού, δηλαδή συστήνεται με βάση τους όρους της εκκοσμίκευσης, την οποία η ίδια αποκρούει».
«Αυτή η ροπή προς την εκκοσμίκευση συναρτάται και με τη διαμόρφωση του εκκλησιαστικού λαϊκισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο λαός της Εκκλησίας, δηλαδή οι πιστοί, ταυτίζονται με τον λαό του Συντάγματος, δηλαδή τους πολίτες. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη «σωτηριολογία», με βάση την οποία εγείρονται αξιώσεις πολιτικής και ιδιόμορφης κομματικής παρουσίας» ανέφερε στην ομιλία του ο κ. Φίλης, επισημαίνοντας ότι «η ταύτιση του λαού των πιστών με τον λαό του Συντάγματος και του έθνους οδηγεί στην αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι κοσμικές αξίες της δημοκρατίας υποτάσσονται στις θρησκευτικές – εκκλησιαστικές επιλογές». Κατά τον ίδιο «η πολιτική θεολογία της ελληνικής Εκκλησίας, που εγκαθιδρύθηκε επί Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου και έκτοτε κυριαρχεί έστω με ηπιότερο ύφος, λειτουργεί ως χώρος αναπαραγωγής και κοινωνικής νομιμοποίησης συντηρητικών ή και αντιδραστικών κομματικών ιδεολογιών» είπε ο κ. Φίλης απευθυνόμενος στο ακροατήριο στο οποίο ήταν και οι Μητροπολίτες Κηφισιάς Κύριλλος και Ιλίου Αθηναγόρας.

Λαϊκιστικές συμπεριφορές
Στο στόχαστρο του κ. Φίλη βρέθηκε και το τμήμα εκείνο της Εκκλησίας το οποίο επικοινωνεί με την Ακροδεξιά: «Ο εθνικισμός, ο αυταρχισμός, ο λαϊκισμός και ο αποκλεισμός αποτελούν κεντρικό πλαίσιο αναφοράς του ακροδεξιού εκκλησιαστικού ή κομματικού λόγου. Γι’ αυτό και η επίσημη Εκκλησία αποφεύγει να συγκρουστεί με αυτές τις συμπεριφορές και τα πρόσωπα, ακόμη και όταν ανοικτά είχαν μετατραπεί σε προπαγανδιστές της Χρυσής Αυγής» είπε ενώ αναφερθείς στη συμπεριφορά του Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιου τόνισε ότι «παρά τον αντιχριστιανικό και μισαλλόδοξο χαρακτήρα του κηρύγματός του, δεν συνιστούν ένα ξεκομμένο φαινόμενο, γι’ αυτό και η διοίκηση της Εκκλησίας επιχειρεί να δικαιολογήσει αυτές τις συμπεριφορές, στο όνομα μάλιστα της δημοκρατίας!».
Πάντως προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, κάνοντας λόγο για «φάντασμα του χωρισμού Εκκλησίας – Κράτους» αφού, όπως είπε, κανείς δεν υποστήριξε ποτέ ότι ο χωρισμός Εκκλησίας – Πολιτείας σημαίνει χωρισμό της Εκκλησίας από τους ανθρώπους: «Γιατί ένας διοικητικού χαρακτήρα χωρισμός μετατρέπεται σε θέμα ιδιοπροσωπίας και ταυτότητας;» διερωτήθηκε, υπογραμμίζοντας ότι «για λόγους κατανόησης και αποφυγής παρεξηγήσεων μπορούμε να δεχθούμε ότι το ζητούμενο δεν είναι ο ακαθόριστος χωρισμός, αλλά η πολύ συγκεκριμένη διαμόρφωση διακριτών ρόλων Κράτους – Εκκλησίας».

Εκκλησιαστική περιουσίακαι μισθοδοσία του κλήρου

Στο πλαίσιο των διακριτών ρόλων Κράτους – Εκκλησίας εμπίπτουν σύμφωνα με τον κ. Φίλη το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας (πάνω από 1 εκατομμύριο στρέμματα), τα θέματα μισθοδοσίας του κλήρου (από τον κρατικό προϋπολογισμό καταβάλλονται ετησίως 190 εκατ. ευρώ) ενώ όσον αφορά την επίκληση στο Προοίμιο του Συντάγματος «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», ο ίδιος ήταν σαφής: «Το Σύνταγμα θεμελιώνεται «εις το όνομα του λαού», αν κρίνουμε από τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 του Συντάγματος. Δεν χρειάζεται καμία άλλη νομιμοποίηση, πόσω μάλλον υπερβατικού χαρακτήρα». Ζήτησε δε τη ριζική αναθεώρηση του άρθρου 3 αφού, όπως ανέφερε, «η διατύπωση ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού» προφανώς και ξεφεύγει από τις προβλέψεις ενός σύγχρονου και δημοκρατικού Συντάγματος». Ενώ σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών επανέλαβε ότι «δεν μπορεί να είναι ομολογιακό, αλλά πρέπει να παρουσιάζει το θρησκευτικό φαινόμενο, τις γνώσεις για όλες τις θρησκείες, με έμφαση βέβαια στον ορθόδοξο χριστιανικό πολιτισμό». Εμφανίστηκε μάλιστα δικαιωμένος καθώς τα νέα προγράμματα σπουδών «τα αγκαλιάζει η πλειοψηφία των θεολόγων ενώ η επιτροπή της Εκκλησίας τελικά δέχτηκε ο διάλογος να μη γίνει από μηδενική βάση, όπως στην αρχή εζητείτο και υπήρξε η αφορμή της έντασης αλλά με βάση τα νέα προγράμματα, και αυτό αποτελεί για εμένα δικαίωση» είπε ο πρώην υπουργός Παιδείας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ