Ως ταξίδι χωρίς επιστροφή μοιάζει να είναι η σύγκληση της δεύτερης Διάσκεψης της Γενεύης για το Κυπριακό καθώς αν δεν υπάρξει θετική κατάληξη τότε η κατάσταση γύρω από το πολιτικό πρόβλημα του νησιού θα ακινητοποιηθεί ξανά. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές έχουν διαφορετικές πολιτικές προτεραιότητες σε αυτήν τη φάση. Αυτό ισχύει τόσο για τους Ελληνοκυπρίους (το 2018 διεξάγονται προεδρικές εκλογές) και τους Τουρκοκυπρίους (που δεν μπορούν να αυτονομηθούν από την Αγκυρα) όσο και για τις εγγυήτριες δυνάμεις, η τελική στάση των οποίων δεν συνδέεται απαραιτήτως με το Κυπριακό καθώς η Ελλάδα είναι απορροφημένη στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, η Βρετανία σε μετεκλογικό αναβρασμό εν μέσω Brexit και η Τουρκία διέρχεται το αρχικό διάστημα της μετα-δημοψήφισμα εποχής. Παράλληλα όμως, ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» παραμένει ο ίδιος και δεν είναι άλλος από τη στάση που θα τηρήσει η Αγκυρα στο ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Αν η Τουρκία αποφύγει μέχρι την τελευταία στιγμή να ανοίξει έστω και λίγο τα χαρτιά της, παρά τα όσα ισχυρίζεται ότι δεν θέτει όρους, η διαδικασία θα έχει ναρκοθετηθεί καθώς τα περιθώρια ελιγμών θα περιορισθούν.
Οπως ανακοινώθηκε το απόγευμα της Παρασκευής, η Διάσκεψη της Γενεύης θα πραγματοποιηθεί στις 28 Ιουνίου. Θα συμμετάσχουν ο κύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης και ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί, οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (χωρίς να καθορίζεται σε ποιο επίπεδο, αν δηλαδή θα παρευρεθούν οι ηγέτες τους ή οι υπουργοί Εξωτερικών) και η ΕΕ ως παρατηρητής. Αυτή η επιλογή αφήνει χρόνο για συνομιλίες μεταξύ (κυρίως) Αθήνας και Αγκυρας με σκοπό να μικρύνει η διαφορά που χωρίζει τις δύο πλευρές στο θέμα των εγγυήσεων. Ηδη, την προηγούμενη Παρασκευή 9 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα συνάντηση των γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδος και Τουρκίας, Δημήτρη Παρασκευόπουλου και Ουμίτ Γιαλτσίν. Δεν αποκλείεται να πραγματοποιηθούν και άλλες επαφές που ίσως δεν ανακοινωθούν. Παράλληλα, ο κ. Αναστασιάδης (που επέστρεψε χθες από την επίσκεψή του στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου συναντήθηκε και με τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς) θα έχει την ευκαιρία να συζητήσει με τον έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα από κοντά στο περιθώριο της τριμερούς συνάντησης Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ στις 15 Ιουνίου στη Θεσσαλονίκη.
Παρά τη σκληρή κριτική που ασκείται εναντίον του (και η οποία σε ορισμένα σημεία ίσως να είναι δικαιολογημένη), ο πρόεδρος Αναστασιάδης πέτυχε μέσω και της τριμερούς συνάντησης της Νέας Υόρκης στις 4 Ιουνίου υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες και τη συμμετοχή του τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί να ανεβάσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Οπως έλεγε χαρακτηριστικά στο «Βήμα» πριν από λίγες ημέρες ενημερωμένη πηγή «η Γενεύη 2 μοιάζει αρκετά με μία αντεστραμμένη Γενεύη 1». Ενώ τον περασμένο Ιανουάριο η συζήτηση για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις ακολουθούσε τις συνομιλίες για τις εσωτερικές πτυχές, το μοντέλο έχει πλέον αντιστραφεί. Το σκεπτικό της ελληνοκυπριακής πλευράς είναι ότι χωρίς κάποια πρόοδο στο κεφάλαιο της ασφάλειας, κάθε πρόοδος στα υπόλοιπα δεν είναι επαρκής. «Δεν μπορούν να υπάρχουν πέντε μισογεμάτα ποτήρια και ένα τελείως άδειο» σχολιάζει ενημερωμένη πηγή.

Η ιδέα ότι θα μπορούσε πρώτα να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο της ασφάλειας και των εγγυήσεων προτού η τελική διαπραγμάτευση εισέλθει στις εσωτερικές πτυχές κρίνεται, από έμπειρους παρατηρητές, ως ανεδαφική. Η δε αναφορά στην Κοινή Δήλωση του Φεβρουαρίου 2014 ότι όλα τα ζητήματα συζητούνται με αλληλεξαρτώμενο τρόπο και τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί αν δεν συμφωνηθούν όλα θέτει πλαίσιο σαφές, που αφήνει όμως και δικλίδες ασφαλείας στη Λευκωσία.
Ο ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, ο Νορβηγός Εσπεν Μπαρθ Αϊντε, έχει επιδοθεί το τελευταίο διάστημα σε μαραθώνιο επαφών ώστε να μπορέσει να συγκεράσει τις απόψεις των εμπλεκομένων στη διαδικασία. Κατά την πρόσφατη μάλιστα επίσκεψή του στην Αθήνα ζήτησε και είδε ανώτατα στελέχη μεγάλων πρεσβειών που ενδιαφέρονται για το Κυπριακό, όπως των ΗΠΑ, της Γερμανίας κ.ά. Η συνάντηση αυτή δεν ανακοινώθηκε. Ο κ. Αϊντε, το συμβόλαιο του οποίου για τη θέση αυτή εκπνέει στα τέλη Ιουλίου, εκτιμά ότι η διαπραγματευτική διαδικασία απαιτεί προσαρμογή. Με βάση όλες τις ενδείξεις, αυτός θα είναι που θα διαμορφώσει το «κοινό έγγραφο» για ασφάλεια/εγγυήσεις, το οποίο δεν θα έχει όμως τη μορφή επίσημου εγγράφου των Ηνωμένων Εθνών.
Η Αθήνα επιμένει και φαίνεται ότι θα καταφέρει να υπάρξουν διαβουλεύσεις με την Αγκυρα προτού συγκληθεί η Γενεύη 2. Δεν αποκλείεται μάλιστα ο Νίκος Κοτζιάς να δεχθεί να συναντήσει τον κ. Αϊντε αφού έχει πιο ξεκάθαρη εικόνα των τουρκικών προθέσεων (ορισμένοι την τοποθετούν εκτός Αθηνών, ίσως αν οι δύο άνδρες συμπέσουν στις Βρυξέλλες). Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας φέρεται επίσης να θεωρεί, έπειτα και από την τελευταία συνάντηση που είχε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Πεκίνο, ότι η Αγκυρα δεν είναι διατεθειμένη για παραχωρήσεις στο Κυπριακό καθώς στο ευρωτουρκικό μέτωπο θα υπάρχει στασιμότητα μέχρι τις γερμανικές εκλογές.

Το «κλειδί» των ιδεών που πέφτουν στο τραπέζι

Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», ακόμη και στους κόλπους των Ηνωμένων Εθνών έχει αρχίσει και καταγράφεται η άποψη ότι το σημερινό σύστημα εγγυήσεων και της μονομερούς επέμβασης πρέπει να καταργηθεί. Υπάρχουν ιδέες στο τραπέζι για ένα σχήμα που θα λειτουργεί καθησυχαστικά προς την τουρκοκυπριακή πλευρά, όπως π.χ. η ευρωπαϊκής προελεύσεως ιδέα για τη δημιουργία ενός τύπου Peace Implementation Council. Αυτό θα αποτελούσε την «εξωτερική πτυχή» εγγύησης και εφαρμογής της λύσης και θα μπορούσαν να συμμετέχουν διάφορες χώρες ή και διεθνείς οργανισμοί. Στο δε ζήτημα των στρατευμάτων, στο οποίο η Αθήνα φέρεται να έχει καταθέσει μια ιδέα να εφαρμοστεί το μοντέλο αποχώρησης των σοβιετικών στρατευμάτων από την πρώην Ανατολική Γερμανία (αν και οι τεχνικές λεπτομέρειες δεν έχουν γίνει γνωστές), δεν αποκλείεται η Αγκυρα να μπορούσε να εμφανισθεί εποικοδομητική δεσμευόμενη για άμεση αποχώρηση ενός σημαντικού αριθμού αμέσως μετά τη λύση. Δεν αποκλείεται επίσης οι συζητήσεις να περιστραφούν γύρω από την παραμονή στο νησί ελλήνων και τούρκων στρατιωτών σε χαμηλούς αριθμούς (π.χ. 950 και 650 όπως προέβλεπε το Σχέδιο Αναν). Το κλειδί όμως είναι αν η ακριβής διαδικασία για τα στρατεύματα και τις εγγυήσεις θα συμφωνηθεί εμπροσθοβαρώς, ανεξαρτήτως της ύπαρξης μεταβατικής περιόδου. Η Αθήνα και η Λευκωσία θέλουν σαφές χρονοδιάγραμμα λήξης της σημερινής κατάστασης, η Αγκυρα επιθυμεί να επανεξετάσει την κατάσταση μετά από μια συγκεκριμένη περίοδο. Συνδέει δε το θέμα αυτό με την εκ περιτροπής προεδρία, μιλώντας ακόμη και για μεταβατική περίοδο 15 ετών ώστε να έχει, κατά την άποψή της, αποδειχθεί ότι υπάρχει επαρκής εμπιστοσύνη. Πρόκειται φυσικά για υπερβολή. Και τούτο διότι ήδη έχουν συζητηθεί συγκεκριμένες συνταγματικές προβλέψεις ενώ και οι δύο συνιστώσες πολιτείες θα έχουν δικές τους αστυνομικές δυνάμεις που σε συνδυασμό με την ομοσπονδιακή αστυνομία θα διασφαλίζουν την εσωτερική ασφάλεια. Αν φυσικά η Αγκυρα επιμείνει σε ιδέες όπως η απόκτηση κυρίαρχης βάσης, τότε οι συνομιλίες δεν θα έχουν πολύ μέλλον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ