Στις 24 Αυγούστου 2011 η Βουλή συζητούσε το νομοσχέδιο για την Παιδεία που είχε καταθέσει η Αννα Διαμαντοπούλου. Η υπουργός Παιδείας προσπαθούσε να βρει μια φόρμουλα συμβιβασμού με τη Νέα Δημοκρατία, η οποία έθετε όρους για να δώσει την ψήφο της μέσω του αρμόδιου εισηγητή Αρη Σπηλιωτόπουλου. Στη συζήτηση παρενέβη ο, βουλευτής τότε, Κυριάκος Μητσοτάκης και υποστήριξε ότι το κόμμα του οφείλει να υπερψηφίσει το νομοσχέδιο, αν μη τι άλλο επειδή περιλάμβανε τρεις βασικές διατάξεις: την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και της συμμετοχής των φοιτητών στη διοίκηση, ενώ διασφάλιζε την ουσιαστική αυτονομία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η παρέμβασή του ήταν ελαφρώς εκτός γραμμής αλλά μέτρησε για το κόμμα του. Το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε με την πρωτοφανή πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων της Βουλής.
Κατά του νόμου Μπαλτά
Ο κ. Μητσοτάκης, όπως μεταδίδουν οι συνεργάτες του, δεν έκρυψε από το κόμμα του τις διαφωνίες του με τον νόμο Αρβανιτόπουλου μολονότι τον ψήφισε γιατί ήταν υπουργός στην κυβέρνηση Σαμαρά και δεν ήθελε να δημιουργήσει πρόβλημα στη νεοσύστατη τρικομματική κυβέρνηση. Προτού αποφανθεί ο νυν υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου ότι «ο νόμος Διαμαντοπούλου είναι κατάρα για τη Δημοκρατία» και όσο ο προκάτοχός του Αριστείδης Μπαλτάς υποστήριζε ότι ο «νόμος Διαμαντοπούλου – Γεωργιάδη κατεδάφισε ό,τι είχε πετύχει το Πανεπιστήμιο από το 1982 και μετά», και ότι «η αριστεία είναι ρετσινιά», ο πρόεδρος της ΝΔ πήρε μέρος στη διαμαρτυρία «Οχι «Μπαλτά» στην Παιδεία», μια πρωτοβουλία που στηρίχθηκε από τη ΝΔ, τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, το Ποτάμι και δεκάδες πανεπιστημιακούς. Τον Σεπτέμβριο του 2016, ο κ. Μητσοτάκης προκάλεσε μια προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την Παιδεία και ξάφνιασε πολλούς όταν στην αρχή της ομιλίας του επισήμανε ότι δεν θα μπει στον πειρασμό να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση με άλλα ζητήματα.

«Στην Παιδεία»
είχε πει τότε «υλοποιείται μια συστηματική προσπάθεια διάβρωσης και αποδόμησης όλων των σημαντικών μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών που είχαν αναληφθεί τα τελευταία χρόνια. Καταφέραμε να μετατρέψουμε την Παιδεία σε πεδίο συναίνεσης και όχι αντεγκλήσεων. Οταν η ΝΔ ως αντιπολίτευση αποφάσισε να στηρίξει τον νόμο Διαμαντοπούλου δεν υπερψήφισε απλώς ένα νομοσχέδιο. Αποφάσισε να κλείσει τη σελίδα της Παιδείας ως χώρο μικροκομματικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα». Τον ίδιο μήνα είχε παρουσιάσει μαζί με την κυρία Διαμαντοπούλου το βιβλίο του Τάσου Αβραντίνη με τίτλο «Εκπαίδευση: Ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει;» και σχολίασε ότι η κυβέρνηση ξηλώνει τον νόμο Διαμαντοπούλου «εφαρμόζοντας όλα τα νεομαρξιστικά της απωθημένα στον πολύπαθο χώρο της Παιδείας» για «να εξυπηρετήσει το σκληρό κομματικό της ακροατήριο».
Στόχος η απόσυρση
Η επιμονή του προέδρου της ΝΔ με την Παιδεία προϊδεάζει ότι ο πόλεμος που άνοιξε με την κυβέρνηση θα είναι αδυσώπητος. Ο κ. Μητσοτάκης με προσωπική του δήλωση ανήγαγε το ζήτημα σε πρώτης προτεραιότητας για το κόμμα του και κατά την εισήγησή του στους τομεάρχες της ΝΔ ζήτησε ευθέως να αποσυρθεί το νομοσχέδιο Γαβρόγλου προτού οδηγήσει σε αδιέξοδο τα πανεπιστήμια, ενώ συναντήθηκε και με το προεδρείο της Συνόδου των Πρυτάνεων.
Η κυβέρνηση επισήμανε έχει κάνει τη δική της πολιτική ήττα, ήττα της χώρας, και αναζητεί συναίνεση μόνο όταν βρίσκει δύσκολα, όπως με το χρέος, ενώ συγχρόνως βάζει φιτίλι σε νέα πεδία. «Το σχέδιο νόμου που παρουσίασε η κυβέρνηση αποτελεί ένα τεράστιο βήμα προς τα πίσω. Επαναφέρει παθογένειες του παρελθόντος που έκαναν πολύ κακό στα ελληνικά πανεπιστήμια. Πλήττει ευθέως την αυτονομία των Ιδρυμάτων. Καταργεί θεσμούς που συνέβαλαν στη λογοδοσία και στη διαφάνεια. Διώχνει διαπρεπείς ακαδημαϊκούς, μεταξύ των οποίων πολλοί Ελληνες του εξωτερικού οι οποίοι είχαν έρθει να υπηρετήσουν το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Τους αντικαθιστά με κομματικά στελέχη του υπουργείου Παιδείας. Υποβαθμίζει τα μεταπτυχιακά προγράμματα. Και, τέλος, ξαναφέρνει μια παρωχημένη και εξαιρετικά επικίνδυνη αντίληψη για το ακαδημαϊκό άσυλο, που ουσιαστικά προστατεύει όσους έχουν καταστήσει τα πανεπιστήμια χώρους ανομίας και βίας» σημείωσε.
Χαρακτήρισε «ανατριχιαστικές» τις δηλώσεις του υπουργού Παιδείας ότι «το Πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός που ιστορικά εκφράζει μια συγκρουσιακή συνύπαρξη». Και πρόσθεσε ότι «εμείς θέλουμε πανεπιστήμια για τα παιδιά μας, τα οποία να είναι ποιοτικά, ελεύθερα, ανταγωνιστικά, συνδεμένα με την αγορά εργασίας. Πανεπιστήμια που να δίνουν ουσιαστική προοπτική σε νέους ανθρώπους. Οχι πανεπιστήμια-πεδία μιας ιδεολογικής ή πολύ συχνά μιας φυσικής σύγκρουσης. Το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για τα πανεπιστήμια πρέπει να αποσυρθεί» τόνισε.
Το «γήπεδο»
Ο κ. Γαβρόγλου υποστήριξε ότι ο νόμος 4009/11 για τα ΑΕΙ ψηφίστηκε από 251 βουλευτές επειδή υπήρξε «μια ιδεολογική συμφωνία», «να σταματήσει επιτέλους η ηγεμονία της Αριστεράς στα πανεπιστήμια». Την Πέμπτη επιτέθηκε προσωπικά στον πρόεδρο της ΝΔ. «Λυπάμαι που ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να δώσει έναν λάθος αγώνα σε ένα λάθος γήπεδο. Πρέπει επιτέλους να καταλάβει ότι η Παιδεία δεν είναι εμπόρευμα αλλά κοινωνικό αγαθό» τόνισε και τον κατηγόρησε ότι ταυτίζεται ιδεολογικά με τους θεσμούς. Ανάλογου περιεχομένου ήταν και η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ που εγκάλεσε τον αρχηγό της ΝΔ για μίσος προς το δημόσιο Πανεπιστήμιο, για αγωνιώδη προσπάθεια να προωθήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα, για θλιβερή προσπάθεια να πουλήσει «τα ξέφτια της Μάργκαρετ Θάτσερ ως όραμα για το Πανεπιστήμιο».

Επίδειξη αριστεροσύνης στο όνομα της συναίνεσης

Οι θεσμοί, όπως και πολλοί έλληνες πανεπιστημιακοί φέρεται να εγείρουν ερωτήματα για τις διατάξεις σχετικά με τα μεταπτυχιακά και το άσυλο. Ταυτόχρονα, υπάρχει έντονη αντίδραση από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Ισως αυτά να μην ενδιαφέρουν την κυβέρνηση, η οποία ψάχνει να βρει πεδία άσκησης της αριστεροσύνης της, την ώρα που ψηφίζει μνημονιακά μέτρα και φέρνει άρον-άρον με τροπολογίες σε άσχετο νομοσχέδιο τα προαπαιτούμενα.

Το… γήπεδο ενδεχομένως να αποδειχθεί λάθος για τον κ. Γαβρόγλου, ο οποίος έχει βάλει απέναντι τους θεσμούς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης (αντιδρούν η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι) και την πλειονότητα των πανεπιστημιακών προκειμένου να υπερασπιστεί «μέτρα που δεν είναι νεοφιλελεύθερα και δεν υπακούουν στους νόμους της αγοράς». Και για να ολοκληρωθεί η ειρωνεία της στιγμής επισήμανε ότι «η Παιδεία αποτελεί εθνικό κεφάλαιο και προσφέρεται για σύνθεση και συναινέσεις».

Η διάθεση του υπουργού για συναίνεση και πρόοδο αποτυπώνεται στο άρθρο για την αποστολή των ΑΕΙ. Το υπουργείο Παιδείας αφού επέμεινε ότι ο νόμος 4009/11 περιέγραφε ανεπαρκώς την αποστολή των ελληνικών πανεπιστημίων διατήρησε verbatim τις διατυπώσεις του, αφαιρώντας ωστόσο κρίσιμες φράσεις. Συγκεκριμένα: Αποστολή των ΑΕΙ δεν είναι να προετοιμάζουν τους φοιτητές για να εφαρμόσουν τη γνώση που απέκτησαν και στο «επαγγελματικό πεδίο» (οι δύο λέξεις απαλείφθηκαν) παρά να καλλιεργούν τις τέχνες και τον πολιτισμό! Επιπλέον, καταργείται η διδασκαλία από απόσταση, η σύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας ενώ απορρίπτεται ακόμα και η συμβολή τους στην οικοδόμηση του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας.

Σε ανακοίνωσή της η Ωρα Αποφάσεων στην οποία συμμετέχει η Αννα Διαμαντοπούλου υπενθυμίζει ότι η Εθνική Τράπεζα σε κλαδική μελέτη της (ανώτατη εκπαίδευση 2017) εκτιμά ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε διεθνές κέντρο ανώτατης εκπαίδευσης, προσελκύοντας χιλιάδες ξένων φοιτητών και αυξάνοντας το ΑΕΠ έως και 2% ετησίως. «Η κυβέρνηση» αναφέρεται στην ανακοίνωση «κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση» και εκτιμάται ότι θα απαξιωθούν και θα υποβαθμιστούν οι μεταπτυχιακές σπουδές. Ως παράδειγμα αναφέρεται το άρθρο 34 σύμφωνα με το οποίο για να ξεκινήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα ένας φοιτητής κάτοχος τίτλου από αλλοδαπό πανεπιστήμιο θα πρέπει αυτός να έχει αναγνωριστεί από τον ΔΟΑΤΑΠ – μια γραφειοκρατική διαδικασία η οποία διαρκεί τουλάχιστον έξι μήνες και θα αποτρέψει πολλούς ενδιαφερομένους στερώντας ταυτόχρονα και χρηματικούς πόρους από τα πανεπιστήμια, όταν η ετήσια επιχορήγηση του προϋπολογισμού λειτουργικών δαπανών τους έχει πέσει στο 30% εκείνης που ήταν το 2010.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ