Παραζαλισμένες από τις απανωτές διαψεύσεις όλων των προσδοκιών που καλλιέργησαν τις προηγούμενες εβδομάδες, η ελληνική κυβέρνηση και η ομάδα συνεργατών του Αλέξη Τσίπρα απλώς αναμένουν τα επόμενα ραντεβού τους με τους δανειστές.
Σε περιβάλλον γενικής σύγχυσης και αδυναμίας να διαβάσει τις εξελίξεις, όπως αυτές διαμορφώνονται σε Βερολίνο, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον, η κυβερνητική ομάδα έχει αστοχήσει σε όλα τα μέτωπα. Και παρουσιάζει πλέον έντονα στοιχεία αποσυντονισμού, ακόμη και σε ό,τι αφορά τη συνθηματολογία της και την περιγραφή της εικονικής πραγματικότητας στην οποία διακρίθηκε τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Χαρακτηριστικά δείγματα της νευρικότητας ήταν οι αντιφατικές δηλώσεις κυβερνητικών και κοινοβουλευτικών παραγόντων τις προηγούμενες ημέρες.
Ο Ν. Ξυδάκης έφτασε να χαρακτηρίζει τους δανειστές ψεύτες και να μην αποκλείει το ενδεχόμενο ρήξης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος να διαβεβαιώνει ότι «δεν βρισκόμαστε σε νέο 2015, δεν υπάρχει τέτοια βούληση από κανέναν», ενώ αποκορύφωμα ήταν η δήλωση του Ευκλ. Τσακαλώτου, ο οποίος στο συνέδριο του Economist στη Φρανκφούρτη την Τετάρτη είπε: «Νιώθω σαν να προετοιμάζω μια ομάδα ποδοσφαίρου για έναν αγώνα χωρίς να μου έχει πει κανείς πού είναι το τέρμα».
Σε αυτό το κλίμα κυβερνητικοί παράγοντες ομολογούν ότι η μοιρολατρία έχει κυριαρχήσει και ότι ακόμα και η στοιχειώδης συνεννόηση μεταξύ τους είναι σχεδόν αδύνατη.
Την ίδια στιγμή κομματικά στελέχη δηλώνουν με απογοήτευση ότι η αδυναμία της κυβέρνησης να επηρεάσει οποιαδήποτε εξέλιξη οδηγεί τον Αλ. Τσίπρα στην… αγκαλιά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Σε αναζήτηση στόχου
Η βαριά ατμόσφαιρα και το οριακό σημείο στο οποίο έχουν φτάσει πλέον οι αντοχές της κυβέρνησης φανερώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα, δημοσίως αλλά και σε κλειστές κομματικές συσκέψεις.
Ηταν χαρακτηριστικές οι απεγνωσμένες προσπάθειες που καταβλήθηκαν την Τετάρτη ώστε να επιτευχθεί την ύστατη στιγμή μια επαναφορά της συζήτησης εντός ρεαλιστικού πλαισίου. Και εκεί όμως, η σύγχυση ήταν τελικά το στοιχείο που κυριάρχησε.
Με διαφορά λίγων ωρών, ο κ. Τσίπρας απευθύνθηκε σε δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους ακροατήρια: στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ και στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Απευθυνόμενος στους επιχειρηματίες (και στις ξένες κυβερνήσεις από το συγκεκριμένο βήμα), προσπάθησε να κατεβάσει τον πήχη των προσδοκιών, τον οποίο ο ίδιος είχε ανεβάσει τόσο ψηλά πριν από λίγες μόλις ημέρες. Απέφυγε να αναφέρει έστω και εμμέσως την επιδίωξη για ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εγκατέλειψε τις αξιώσεις για τις παρεμβάσεις στο χρέος και περιορίστηκε να περιγράψει τις επιδιώξεις εν όψει του προσεχούς Eurogroup ως εξής: «Καθαρή λύση για την ελληνική πλευρά είναι εκείνη η λύση που δεν θα δημιουργεί ή θα επιτείνει την ανασφάλεια στους επενδυτές. Καθαρή λύση είναι εκείνη που δεν θα μεταθέτει το πρόβλημα, που συνοδεύει τα ελληνικά προγράμματα από την πρώτη μέρα, για άλλη μια φορά στο μέλλον. (…) Μια λύση που θα εμπεδώνει τη σταθερότητα, θα εγγυάται μια δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και θα ανοίγει τον δρόμο για την έξοδο στις αγορές χρήματος. Αρχικά και άμεσα θα έλεγα, με δοκιμαστικές εξόδους, οι οποίες όμως θα προετοιμάσουν το έδαφος, ώστε από τον Σεπτέμβρη του 2018 και μετά να έχουμε τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούμε το χρέος μας μόνιμα και σταθερά από τις αγορές, χωρίς τη στήριξη του επίσημου τομέα».
Την ίδια ημέρα, στη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες μυστικότητας, ο Πρωθυπουργός είπε άλλα. Πιο συγκεκριμένα, ανέδειξε την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ως ύψιστο στόχο και επιδίωξη.
Η ατμόσφαιρα που επικράτησε στην κομματική αυτή συνεδρίαση είναι ενδεικτική και για τις διαθέσεις που επικρατούν πλέον και για το γεγονός ότι στα κομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να επεξεργάζονται σενάρια της επόμενης ημέρας –έστω και στην αρχική τους μορφή.
Η στυμμένη λεμονόκουπα
Σύμφωνα με απολύτως ασφαλείς πληροφορίες, το αποτέλεσμα της κομματικής αυτής σύσκεψης συνοψίζεται στα εξής: «Αποδεχόμαστε την πρόταση Σόιμπλε, αν αυτή παρουσιαστεί κάπως βελτιωμένη, για να μας δώσουν το QE το συντομότερο δυνατόν (σ.σ.: πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ)». Οπως ανέφερε δε κομματικό στέλεχος, με εμφανή απογοήτευση για τις συνεχείς μεταπτώσεις: «Τώρα είμαστε με τον Σόιμπλε, δεν είμαστε με το ΔΝΤ…». Κατά τα όσα αναφέρθηκαν σε αυτήν τη συζήτηση, αν η κυβέρνηση επιτύχει να πάρει το QE, «τότε θα ανασάνουμε, αν όχι, είναι άγνωστο τι θα γίνει στη συνέχεια».
Στους κύκλους στελεχών που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους συνεδριάσεις εκφράζεται με δραματική καθυστέρηση η εκτίμηση/παραδοχή ότι η όποια τελική απόφαση για το ελληνικό χρέος δεν πρόκειται να ληφθεί τώρα. Πρόκειται για την οριστική διάψευση όσων ο κ. Τσίπρας θεωρούσε «too good to be true». Ακόμη και ο ίδιος όταν ρωτήθηκε την Παρασκευή αν θα φορέσει γραβάτα στη Σύνοδο Κορυφής της 22ας Ιουνίου απάντησε: «Το θέμα είναι να μη φύγω με φέσι».
Οπως λένε πάντως οι ίδιες πηγές, αποκαλύπτοντας πλέον τις πραγματικές διαθέσεις και τα κίνητρα της κυβέρνησης, «στόχος τώρα είναι να μείνουμε όσο περισσότερο μπορούμε, όμως έχουμε μπροστά μας πολύ δύσκολο διάστημα, στο οποίο οι πιέσεις που θα δεχθούμε θα είναι τεράστιες». Και συμπληρώνουν: «Εχουμε κάποιον δρόμο, δεν είμαστε ακόμη στυμμένη λεμονόκουπα για να μας πετάξουν».

Επαφές με τους αρχηγούς

Με την πίεση που έχει αρχίσει να δέχεται έπειτα από άλλη μία καταστροφική διαπραγμάτευση και με εμφανή κίνδυνο να περιέλθει σε οριστικό πολιτικό αδιέξοδο, ο Πρωθυπουργός αναμένεται πως θα επιχειρήσει το αμέσως προσεχές διάστημα να κάνει κάποιους πολιτικούς ελιγμούς. Ηδη από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒ κάλεσε πολιτικές δυνάμεις και άλλους φορείς σε διάλογο. Ωστόσο η κίνησή του αυτή εκλήφθηκε ως ενδεικτική του πανικού και απόπειρα να αναζητήσει συνενόχους σε μια ενδεχόμενη αποτυχία σε όλα τα μέτωπα.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο κ. Τσίπρας έχει μελετήσει το ενδεχόμενο να ζητήσει τη σύγκληση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών, κάτι που είχε γίνει και το 2015, αμέσως μετά το δημοψήφισμα. Σύμφωνα πάντως με πληροφορίες, στο Μέγαρο Μαξίμου έχει εκδηλωθεί η ανησυχία ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα οδηγούσε στη διαμόρφωση ενός μεγάλου μετώπου κατά της κυβέρνησης.

Γι’ αυτό και οι ίδιες πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι κατά πάσα πιθανότητα θα προτιμηθούν οι διμερείς επαφές του Πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ