Σκηνικό γενικευμένης αβεβαιότητας στη χώρα και απώλειας του ελέγχου σε νευραλγικούς τομείς, μεταξύ αυτών και η ασφάλεια, διαμορφώνεται έπειτα από την τρομοκρατική επίθεση κατά του προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών και πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου.
Το περιστατικό της προηγούμενης Πέμπτης συνέβη σε μια περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην είναι σε θέση να αποκαταστήσει το αίσθημα ασφάλειας ενώ παράλληλα καλλιεργεί και πάλι την πόλωση, η οποία δηλητηριάζει την πολιτική συζήτηση. Εχει γίνει φανερό από τις ομιλίες και τις παρεμβάσεις του ιδίου του Αλ. Τσίπρα στη Βουλή και αλλού ότι οι υψηλοί τόνοι θα ήταν το μέσο στο οποίο θα κατέφευγε κατά την επόμενη πολιτική περίοδο ενώ η διχαστική λογική τού «εμείς ή αυτοί» επανέρχεται ούτως ή άλλως.
Υπό αυτές τις συνθήκες η δράση της νέας γενιάς τρομοκρατών, και ειδικώς οι στόχοι που επιλέγουν (ευρωπαίοι αξιωματούχοι, γραφεία διεθνών οργανισμών και τραπεζών, ακόμη και ο ίδιος ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τώρα ένας πρώην πρωθυπουργός), έχει κατορθώσει να επηρεάζει ήδη την πολιτική ζωή της Ελλάδας, με τρόπο που έως σήμερα δεν είχε συμβεί.
Εξαίρεση, η περίοδος του Μεγάλου Διχασμού, όπου στόχος δολοφονικών επιθέσεων είχε γίνει δύο φορές ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Και στις δύο αυτές, μακρινές μεταξύ τους εποχές η διχαστική λογική κυριάρχησε, οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Ελλάδας παρεμποδίστηκαν από τους θιασώτες του διχασμού και εν τέλει οι πληγές στο κοινωνικό σώμα ήταν βαθιές και επηρέασαν αρνητικά την πορεία της χώρας σε βάθος δεκαετιών.

Η διχαστική ρητορική
Σε περιβάλλον τέτοιου διχασμού, όπου υπάρχει μόνο «καλό» ή «κακό», «άσπρο» ή «μαύρο», «δίκαιο» και «άδικο», «εμείς» και «οι άλλοι», ο δηλητηριασμένος πολιτικός λόγος των τελευταίων ετών, με αρχή την περίοδο πριν από τα μνημόνια τον Δεκέμβριο του 2008, μοιάζει με ένα μουτζουρωμένο φόντο, επάνω στο οποίο η νέα γενιά τρομοκρατίας επιχειρεί να προσθέσει τη δική της μαύρη πινελιά.
Η ανοχή που –εκ του αποτελέσματος προκύπτει –έχουν επιδείξει η κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στα φαινόμενα βίας και γενικευμένης ανομίας στο γκέτο των Εξαρχείων, σε συνδυασμό με την επανεμφάνιση της τρομοκρατίας, συμπίπτει με την αναζωπύρωση της ρητορικής του μίσους που είχε αποτελέσει στρατηγική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012, με κλιμάκωση το καλοκαίρι του 2015 και το διχαστικό δημοψήφισμα.
Σήμερα και κατά σύμπτωση μόλις μία ημέρα πριν από την επίθεση κατά του κ. Παπαδήμου, ο Π. Πολάκης έγραφε στο Facebook με τη γνωστή ιδιόλεκτό του: «Γκεσταμπίτες, μενουμεευρώπηδες, βαστασοϊμπλέδες …. μη χαίρεστε…
ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ … όσο καθυστέρηση κι αν μας παίξει ο αρχηγός σας… δεν έχει πολύ χρόνο ακόμα..
.».
Τέτοιου τύπου δηλώσεις, όπως και πολλές προηγούμενες του συγκεκριμένου στελέχους ή και άλλων, ουδέποτε έχουν καταδικαστεί από την ηγεσία της κυβέρνησης.
Είναι άλλωστε στο ίδιο πνεύμα με αντίστοιχες δηλώσεις του παρελθόντος, ακόμη και από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα. Οπως π.χ. όταν έλεγε το φθινόπωρο του 2015: «Ήθα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν». Ή όταν έλεγε το 2012, λίγο προτού γίνει αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «Ολο το προηγούμενο διάστημα τα ακούγαμε από τον κ. Παπαδήμο, τον κ. Βενιζέλο, τον κ. Παπανδρέου και τον κ. Σαμαρά. Μπορεί οι Ευρωπαίοι να λένε ότι είμαστε όλοι Ελληνες, αλλά μάλλον κάποιοι Ελληνες δεν είναι και τόσο Ελληνες. Αυτοί που μας κυβερνούν». Αναφερόταν τότε στα επιχειρήματα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Σήμερα είναι ο ίδιος συνομιλητής του γερμανού υπουργού.

Διεθνής ανησυχία
Υπό αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση βρίσκεται προ του ορατού κινδύνου να χάσει εντελώς τον έλεγχο των εξελίξεων και της ίδιας της χώρας, και πάντως να κληθεί να δώσει δύσκολες εξετάσεις και σε ένα άλλο πεδίο, αυτό της ασφάλειας.
Ηδη εδώ και χρόνια η τρομοκρατία και η ασφάλεια έχουν βρεθεί πολύ ψηλά στις προτεραιότητες και τις ανησυχίες των ξένων κυβερνήσεων. Διπλωματικές αντιπροσωπείες στην Αθήνα δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το φαινόμενο, ειδικά εν όψει της τουριστικής περιόδου και της αναμενόμενης μαζικής έλευσης ξένων ταξιδιωτών στην Ελλάδα.
Η συγκεκριμένη παράμετρος είχε για πολλά χρόνια εκλείψει από τη συζήτηση, όμως η επανεμφάνιση της τρομοκρατίας, με τη λεγόμενη «νέα γενιά», διαμορφώνει ήδη μία άλλη πραγματικότητα και προστίθεται στα επίχειρα της γενικευμένης αβεβαιότητας που επικράτησε την τελευταία διετία στην Ελλάδα.
Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση και οι αρμόδιες αρχές καλούνται να δραστηριοποιηθούν με τρόπο αποτελεσματικό και να αποτρέψουν ενδεχόμενα νέα κτυπήματα, ενώ την ίδια στιγμή η εξάρθρωση των ομάδων αποτελεί μείζονα εκκρεμότητα.
Σύμφωνα με την κριτική που ασκούν έμπειρα πολιτικά στελέχη, το έργο προηγούμενων κυβερνήσεων στην πάταξη της τρομοκρατίας δεν έχει τη συνέχεια που θα έπρεπε ή που θα ανέμενε κάποιος και η σημερινή κατάσταση απαιτεί άμεσες αναθεωρήσεις.

Σχέδιο παρατεταμένης επιτροπείας

Εν αναμονή μιας ακόμη συνεδρίασης του Eurogroup, όπου οι αποφάσεις μοιάζουν πλέον να διαμορφώνονται λίγο-πολύ ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης, η συνθήκη που διαμορφώνεται στη χώρα με την ολοκληρωτική απώλεια της κυριαρχίας – παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του κ. Τσίπρα – μοιάζει να προσλαμβάνει χαρακτήρα μόνιμο.
Οπως αποκαλύπτεται με τα όσα έχουν γίνει γνωστά έπειτα από το πρόσφατο Eurogroup, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σχέδιο παρατεταμένης επιτροπείας – τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων των ισχυρών πιστωτών – σύμφωνα με τη συζήτηση για το ύψος των πλεονασμάτων και την… 40ετή περίοδο κατά την οποία αυτά θα πρέπει να επιτυγχάνονται.

Το πού θα καταλήξει η συζήτηση και αν θα υπάρξει κάποια συμφωνία στις 15 Ιουνίου θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το κατά πόσον θα κατορθώσει η κυβέρνηση να άρει την αβεβαιότητα στην οποία περιδινείται η Ελλάδα εδώ και χρόνια.

Υπό τις παρούσες συνθήκες αδράνειας όμως, στις εκκρεμότητες που πρέπει να αντιμετωπισθούν προστίθεται και η ασφάλεια για την οποία έως σήμερα ο Πρωθυπουργός υπερηφανευόταν πως αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας.

Ομως πλέον υπάρχει ο ορατός κίνδυνος να μην μπορεί να επικαλεσθεί ούτε καν αυτό στις επαφές με τους ξένους συνομιλητές του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ