Σε μια στιγμή όπου οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας ταλαντεύονται σε τεντωμένο σκοινί, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ιδιαίτερα στον αμυντικό τομέα, μοιάζουν να κινούνται σε θετική τροχιά. Το μέλλον της βάσης της Σούδας έχει βρεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης, καθώς είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον επιθυμεί διακαώς μια σημαντική χρονική επέκταση της χρήσης των διευκολύνσεων προς τις αμερικανικές δυνάμεις στην Κρήτη και η Αθήνα εξετάζει πολύ σοβαρά το αίτημα αυτό.

Το ζήτημα, σύμφωνα με όσα πληροφορείται «Το Βήμα», είναι κατ’ αρχήν πολιτικό και δευτερευόντως νομικό. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί επί αυτού, αλλά φέρεται να το εντάσσει σε έναν πολιτικό σχεδιασμό που υπερβαίνει την αμυντική συνεργασία και αγγίζει το θέμα του χρέους και πιθανών αμερικανικών επενδύσεων. Ο Νίκος Κοτζιάς μελετά προσεκτικά το ζήτημα, αποκλείοντας κάθε άλλον από την ενασχόληση με αυτό στο νεοκλασικό της Βασιλίσσης Σοφίας.
Οσο για τον Πάνο Καμμένο, έχει ταχθεί αναφανδόν όχι μόνο υπέρ της χρονικής επέκτασης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement –MDCA), αλλά και υπέρ του εμπλουτισμού και της συνοδείας της από κάποια εξοπλιστικά προγράμματα. Ο κ. Καμμένος έκανε τη σχετική δήλωση κατά τη διάρκεια της συνάντηση που είχε με τον αμερικανό ομόλογό του Τζέιμς Μάτις. Ο αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, άνθρωπος με στέρεη και διαμορφωμένη αντίληψη της ανάγκης ενίσχυσης της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συνεργασίας, αναφέρθηκε επίσης στο ζήτημα αυτό κατά τη συνέντευξή του στο «Βήμα».
Κυβερνητικοί και διπλωματικοί κύκλοι στην Αθήνα πιστεύουν ότι η ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί αναγνώριση της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδος ως πόλου σταθερότητας σε μια εύφλεκτη περιοχή. Παράλληλα, δεν λείπουν και όσοι εκτιμούν ότι η θέση και ο ρόλος της Αγκυρας έχει αρχίσει να αποδυναμώνεται στα κέντρα λήψης αποφάσεων στην Ουάσιγκτον. Ο απρόβλεπτος χαρακτήρας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί τον βασικότερο λόγο, καθώς οι επιλογές του σε σειρά κρίσιμων ζητημάτων, όπως το Συριακό, έρχονται σε αντίθεση με τις αμερικανικές στρατηγικές προτεραιότητες. Ψύχραιμες φωνές όμως προειδοποιούν έναντι του ενδεχομένου καλλιέργειας υπερβολικών προσδοκιών και απαιτήσεων για υψηλά ανταλλάγματα που εν τέλει δεν θα ικανοποιηθούν –ιδιαίτερα στον τομέα των εξοπλισμών.

Η συμφωνία, το πλαίσιο και οι συζητήσεις
Το βασικό νομοθετικό κείμενο που περιγράφει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από τη χρήση της βάσης της Σούδας είναι, όπως προαναφέρθηκε, η MDCA. Υπεγράφη το 1990 όταν υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Αντώνης Σαμαράς και πρέσβης των ΗΠΑ ο Μάικλ Σωτήρχος. Η Συμφωνία κυρώθηκε με τον νόμο 1893/1990 και ένα από τα βασικότερα νέα στοιχεία της σε σχέση με τα όσα ίσχυαν ως τότε ήταν η κατ’ έτος ανανέωσή της μετά την αρχική οκταετή της ισχύ. Προς τούτο απαιτείται, κυρίως για τυπικούς λόγους, η ανταλλαγή ρηματικών διακοινώσεων. Σημειώνεται ότι η MDCA συμπληρώθηκε και ανανεώθηκε λίγα χρόνια αργότερα με τη Συνολική Τεχνική Συμφωνία το 2003.
Στο προοίμιο και των δύο νόμων γίνεται λόγος για κύρωση των συμφωνιών με ισχύ νόμου, όπως ορίζει το άρθρο 28, παράγραφος 1 του Συντάγματος. Εδώ κρύβεται ένα από τα μυστικά των συνομιλιών που έχουν ήδη ξεκινήσει μεταξύ ελλήνων και αμερικανών αξιωματούχων για τη χρονική επέκταση της ανανέωσης χρήσης της «Ευκολίας της Σούδας» (όπως είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στα συμβατικά κείμενα). Η αλλαγή του σημερινού μοντέλου της κατ’ έτος ανανέωσης θα πρέπει να περιβληθεί με νομικό μανδύα, όπερ σημαίνει ότι θα απαιτηθεί τουλάχιστον μία τροπολογία. Αξιωματούχοι του υπουργείου Εθνικής Αμυνας εκτιμούν ότι αυτό θα είναι το εύκολο κομμάτι των συζητήσεων, στο πλαίσιο των οποίων έχει ακουστεί η 5ετής, η 8ετής, ακόμη και η 12ετής ανανέωση. Τούτο όμως δεν είναι απαραίτητο, καθώς δεν αποκλείεται να υπάρξει ανάγκη για ευρύτερες αλλαγές στην MDCA.
Αυτό θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που αποφασιστεί η ικανοποίηση του αμερικανικού αιτήματος για στάθμευση στόλου μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAVs ή drones) σε ελληνικό έδαφος. Το σχετικό αίτημα είναι παλαιότερο και χρονολογείται από τη διετία 2013-2014 αλλά τότε δεν προχώρησε. Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου ήταν μάλλον απρόθυμη να φέρει το θέμα στη Βουλή, φοβούμενη τις σφοδρές αντιδράσεις τού τότε αντιπολιτευόμενου ΣΥΡΙΖΑ.
Οι Αμερικανοί εξακολουθούν να επιθυμούν τη στάθμευση UAVs στο ελληνικό έδαφος. Θα επιθυμούσαν να γίνει στην Κρήτη, κυρίως για λόγους λειτουργικότητας και επιμελητείας. Το 2014 οι Αμερικανοί είχαν προτείνει το Καστέλι Χανίων, αλλά τούτο προϋπέθετε κύρωση της συμφωνίας με νόμο. Η εναλλακτική λύση να σταθμεύσουν τα αμερικανικά UAVs στη Σούδα θα διευκόλυνε την τότε ελληνική κυβέρνηση, εφόσον αυτά τα αεροσκάφη χαρακτηρίζονταν ως αναγνωριστικά (σύμφωνα με το Παράρτημα της MDCA). Ο κ. Καμμένος έχει επανειλημμένως προτείνει την Κάρπαθο ως πιθανή λύση για τη στάθμευση των UAVs (ίσως και λόγω του μεγάλου αεροδιαδρόμου που υπάρχει εκεί). Υπάρχει ωστόσο ένα ζήτημα που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποθαρρυντικά για την αμερικανική πλευρά. Αυτό δεν είναι άλλο από τις αντιδράσεις της Τουρκίας που θα σηκώσει τους τόνους περί αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων. Η ελληνική θέση είναι νομικά ισχυρή στο ζήτημα αυτό, αλλά η Ουάσιγκτον ίσως να μην ήθελε να προσθέσει άλλον έναν πονοκέφαλο στις ήδη βεβαρημένες αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Επιδιώξεις και ανταλλάγματα
Κρίσιμο στοιχείο για την Αθήνα ώστε να προχωρήσει στην επέκταση της χρονικής ανανέωσης χρήσης της βάσης της Σούδας είναι τα πιθανά ανταλλάγματα, υλικά και πολιτικά. Οι επιτελείς του ελληνικού Πενταγώνου θα ήθελαν να εκμεταλλευθούν πιθανές προμήθειες από το πλεονάζον υλικό των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Ηδη, η Ελλάδα έλαβε 15 μεταφορικά ελικόπτερα Chinook με αυτό τον τρόπο και έχει δρομολογηθεί η προμήθεια 70 ελικοπτέρων επιθετικής αναγνώρισης Kiowa. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η αναβάθμιση των Αεροσκαφών Ναυτικής Συνεργασίας (ΑΦΝΣ) Ρ-3/Β, ενώ έχει σταλεί ήδη το αίτημα για αναβάθμιση του στόλου των μαχητικών αεροσκαφών F-16. Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα διαθέτει έναν στόλο 155 F-16 διαφόρων τύπων και το κόστος από την αναβάθμιση ολόκληρου εκτιμάται σε περίπου 1,8 δισ. ευρώ. Ο κ. Καμμένος φαίνεται να επιθυμεί επίσης την αγορά ως και 20 υπερσύγχρονων F-35. Τούτη η επιλογή φαντάζει όμως εξαιρετικά δύσκολη λόγω κόστους.

Ο κεντρικός ρόλος του Πολεμικού Ναυτικού

Ο τομέας στον οποίο η ελληνοαμερικανική συνεργασία έχει πολύ μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης είναι αυτός του Πολεμικού Ναυτικού. Τούτο ενισχύεται τόσο από τις περιφερειακές αναγκαιότητες όσο και από το γεγονός ότι σε κρίσιμες επιτελικές θέσεις στις Ενοπλες Δυνάμεις υπηρετούν σήμερα τρεις άνθρωποι του Ναυτικού και συγκεκριμένα ο ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης ως αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ο αντιναύαρχος Νικόλαος Τσούνης ως αρχηγός ΓΕΝ και ο αντιναύαρχος Ιωάννης Παυλόπουλος ως αρχηγός Στόλου.

Ανθρωποι με γνώση των τεκταινομένων σημειώνουν ότι εσχάτως η παρουσία του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού έχει ενισχυθεί πολύ στην περιοχή του Νοτιοανατολικού Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ υπάρχουν και σκέψεις για μεταστάθμευση μονάδων του στόλου στον Ναύσταθμο Κρήτης. Πρόκειται για κάτι που ικανοποιεί την αμερικανική πλευρά. Αλλωστε ο αντιναύαρχος Τσούνης, σε πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό «Proceedings» του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, επισήμανε χαρακτηριστικά ότι η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί για την Ελλάδα θαλάσσια περιοχή εθνικού συμφέροντος. Ωστόσο, το σημείο-κλειδί στο άρθρο του Α/ΓΕΝ είναι άλλο. Καλεί ουσιαστικά τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσφέρουν πρόσθετους υλικούς πόρους στην Ελλάδα διότι αυτό όχι μόνο θα ενίσχυε έναν σταθερό σύμμαχο, αλλά επίσης επειδή θα επέτρεπε στο αμερικανικό Ναυτικό να απελευθερώσει πόρους για άλλα θέατρα επιχειρήσεων.
Στο ελληνικό Ναυτικό γίνονται προσπάθειες τόσο για προμήθεια ανταλλακτικών όσο και για το ενδεχόμενο απόκτησης κάποιων πλοίων επιφανείας καθώς έχει φθάσει η στιγμή για την αναβάθμιση των φρεγατών. Το ελληνικό Ναυτικό θα ήθελε διακαώς την προμήθεια τουλάχιστον δύο αντιτορπιλικών κλάσης Arleigh Burke, αν και τούτο δεν είναι καθόλου εύκολο. Τα συγκεκριμένα αντιτορπιλικά έχουν το πλεονέκτημα ότι φέρουν πυραυλικά συστήματα Aegis και η ένταξή τους στον ελληνικό στόλο θα προσέφερε συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας.
Η Αθήνα όμως επιδιώκει στην παρούσα φάση να αναδείξει τον περιφερειακό της ρόλο. Σε αυτό το πλαίσιο έχει κατατεθεί προς την αμερικανική πλευρά η πρόταση να συμμετέχουν ελληνικά πλοία στον συνοδευτικό στόλο αεροπλανοφόρων, ώστε να απελευθερώνονται αμερικανικά σκάφη για άλλες αποστολές. Την ίδια στιγμή, γίνονται συνεκπαιδεύσεις, διεξάγεται σειρά πολυεθνικών ασκήσεων στο Πολεμικό Ναυτικό (όπως οι «Αριάδνη» και «Noble Dina»), που δηλώνει επίσης ενεργά παρόν στην επιχείρηση «Sea Guardian» του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο. Ασκήσεις γίνονται και στους υπόλοιπους κλάδους. Χαρακτηριστικότερη όλων υπήρξε η πρόσφατη αεροπορική άσκηση «Ηνίοχος» στην οποία συμμετείχαν ΗΠΑ, Ισραήλ, Ιταλία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η συμμετοχή των ΗΑΕ είναι ιστορική καθώς συνδυάστηκε με εκείνη του Ισραήλ, με το οποίο τα ΗΑΕ δεν έχουν καν διπλωματικές σχέσεις.
Τα ελληνοτουρκικά, η ΕΕ και η Ουάσιγκτον

Η στενότερη ελληνοαμερικανική συνεργασία έρχεται σε μια στιγμή που οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις και γενικότερα οι σχέσεις της Αγκυρας με τη Δύση διέρχονται στενωπό. Η απόφαση της Ουάσιγκτον να εξοπλίσει τους Κούρδους της Συρίας στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης επίθεσης εναντίον της Ράκα, πρωτεύουσας του Ισλαμικού Κράτους, έχει ενοχλήσει σφόδρα τον πρόεδρο Ερντογάν. Οι συχνές απειλές του ότι μπορεί να κλείσει την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, που είναι κομβική για τις επιχειρήσεις στη Συρία, έχουν αναμφίβολα ενοχλήσει την Ουάσιγκτον και άλλους συμμάχους όπως το Βερολίνο που εξετάζει μάλιστα τη μεταφορά των δυνάμεων που διατηρεί εκεί. Δεν είναι ωστόσο σαφές ότι η σημερινή όξυνση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα λειτουργήσει ευθύγραμμα υπέρ της χώρας μας. Η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου έχει εξοργιστεί με τους Τούρκους, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρείται τόσο απρόβλεπτος όσο και ο κ. Ερντογάν. Η δε αντικατάσταση του Ιντσιρλίκ από τη Σούδα δεν είναι εύκολη από πρακτικής απόψεως.

Στην ΕΕ υπάρχουν χώρες που μιλούν για οριστική διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων αλλά στην Κομισιόν και σε μεγάλες πρωτεύουσες επικρατούν πιο ρεαλιστικές θέσεις. Η αναθεώρηση της Τελωνειακής Ενωσης ΕΕ – Τουρκίας κρίνεται ως το όχημα που θα επιτρέψει αποσυμπίεση των σχέσεων, ενώ η προγραμματισμένη συνάντηση του κ. Ερντογάν με τους κ.κ. Ντόναλντ Τουσκ και Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στις 25 Μαΐου στις Βρυξέλλες κρίνεται ως σημαντική.
Οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο θα συνεχιστούν και η πρόσφατη απόφαση να συμπεριληφθεί μέρος του ελληνικού εναερίου χώρου και της τερματικής περιοχής του Διεθνούς Αερολιμένος της Ρόδου στην τουρκική άσκηση «Θαλασσόλυκος» είναι ενδεικτική. Στη συνάντηση των κκ. Τσίπρα και Ερντογάν στο Πεκίνο κατεβλήθη προσπάθεια να προχωρήσει η συνεργασία σε θέματα οικονομίας, μεταφορών κ.λπ., όμως στα «δύσκολα θέματα» οι δύο πλευρές έμειναν στις πάγιες θέσεις τους. Η διατήρηση ανοικτών καναλιών επικοινωνίας (μέσω των γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών και των Α/ΓΕΕΘΑ, της επανέναρξης των διερευνητικών επαφών και του διαλόγου για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ή της πιθανής σύγκλησης Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας τον προσεχή Οκτώβριο) κρίνεται απαραίτητη από όλους, συμπεριλαμβανομένων των Αμερικανών. Ουσιαστικά, το πιο «εύφλεκτο» σημείο είναι το Κυπριακό και οι συνδεόμενες με αυτό γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ