Αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών που επιβαρύνουν τον τουρισμό και πέντε άξονες για την ανάπτυξή του με έμφαση στη σύζευξή του με τον πολιτισμό, προανήγγειλε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της κλειστής συνεδρίασης της 25ης γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ). Στόχος, όπως τόνισε ο κ. Μητσοτάκης είναι η Ελλάδα να γίνει το πιο δυνατό τουριστικό brand στην Ευρώπη.

Ο ίδιος τόνισε ότι για τη ΝΔ επείγει η κατάρτιση ενός στρατηγικού σχεδίου για την τουριστική ανάπτυξη, με προτεραιότητα τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, την προσέλκυση επενδύσεων, τη σύζευξη με τον πολιτισμό, αλλά και την ευημερία των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών.

Αναλύοντας τους πέντε άξονες παρέμβασης υπογράμμισε ότι πρέπει να γίνουν 20 δισ. ευρώ επενδύσεις στον τουρισμό τα επόμενα επτά χρόνια, εστιάζοντας τόσο στην αναβάθμιση των υφιστάμενων μονάδων, μικρών και μεγάλων, όσο και στη δημιουργία νέων. Παράλληλα επισήμανε το ζήτημα των υποδομών και τη λειτουργική τους αναβάθμιση.

Σε ό,τι αφορά τη φορολογία ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας δήλωσε ότι οι συντελεστές πρέπει να επιστρέψουν σε ανταγωνιστικά επίπεδα, δεσμεύθηκε ότι θα καταργηθεί ο φόρος διαμονής που αναμένεται να επιβληθεί από 01/01/2018, ενώ σημείωσε ως κεντρική δέσμευση τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από 29% σε 20%. Παράλληλα τόνισε τη σταδιακή αποκλιμάκωση του ΦΠΑ στη διαμονή και στην εστίαση όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Αναφερόμενος στις βραχυχρόνιες μισθώσεις τόνισε ότι αποτελεί παγκόσμια τάση, ωστόσο η Πολιτεία πρέπει να το αντιμετωπίσει κατ’ αντιστοιχία της ρυθμισμένης αγοράς.

Τρίτος άξονας είναι ο χωροταξικός σχεδιασμός, «με αειφόρο ανάπτυξη χωρίς εκπτώσεις», όπως δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης, σημειώνοντας ότι «είναι ασυγχώρητο το νομικό κενό» που λειτουργεί αποθαρρυντικά για οποιαδήποτε επένδυση. Επίσης υπογράμμισε την ανάγκη να αξιοποιηθεί η ακτογραμμή, που αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας και η παραχώρηση του αιγιαλού να μη γίνεται με οριζόντιους περιορισμούς.

Τέλος επισήμανε τη δημιουργία χαρτοφυλακίου προϊόντων προστιθέμενης αξίας, για εναλλακτικές μορφές τουρισμού, αλλά και στη διαμόρφωση της προώθησης και προβολής με αλλαγές στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ) και στενή συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ).

Τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα πρότεινε και στην ανάπτυξη του πολιτιστικού αποθέματος (π.χ. ηλεκτρονικό εισιτήριο, λειτουργία πωλητηρίων κ.α.).

Από την πλευρά του, ο απερχόμενος πρόεδρος του ΣΕΤΕ κ. Ανδρέας Ανδρεάδης αναφέρθηκε στη συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ με ποσοστό 25%, τονίζοντας ότι ο τομέας «είναι σε θέση να ενισχύσει με ακόμα μια μονάδα το ΑΕΠ φέτος, στην περίπτωση που επιτευχθούν οι στόχοι για άνω των 28 εκατ. αφίξεων, συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας, και άνω των 14,5 δισ. Ευρώ εσόδων -αν ανακάμψει η μέση τουριστική δαπάνη στα επίπεδα του 2015».
Υπογράμμισε δε ότι σύμφωνα με τη μελέτη που ολοκληρώθηκε πριν λίγες ημέρες με την MRB, ο τουρισμός στο ευρύ κοινό αντιπροσωπεύει την ελπίδα για την ανάπτυξη. «Με ένα αδιαπραγμάτευτο 86% οι Ελληνες θεωρούν ότι ο τομέας του τουρισμού είναι αυτός που θα βγάλει την χώρα από την κρίση, όταν όλοι οι υπόλοιποι τομείς αδυνατούν να δημιουργήσουν αισθήματα σιγουριάς και αυτοπεποίθησης στους Έλληνες». Σύμφωνα με την έρευνα, το 72% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι ο τουρισμός είναι η ελπίδα της χώρας, ενώ το 73% ότι ο τουρισμός συμβάλλει τα μέγιστα στην κοινωνική συνοχή.

Ο ίδιος ωστόσο σημείωσε ότι παρά το γεγονός ότι φέτος η χώρα ανέβηκε επτά ολόκληρες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη τουριστικής ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, από τη θέση 31 στη θέση 24, «το τραγικό για όλους εμάς είναι να αναλογιστούμε τα βαρίδια που κουβαλάμε σε θέματα γραφειοκρατίας, πολιτικής αστάθειας, υποδομών και φορολογίας. Παραδείγματος χάριν στην κατηγορία Επιχειρηματικό Περιβάλλον, η Ελλάδα μας είναι 43 θέσεις πίσω από την Ισπανία. Επί συνόλου 136 χωρών, καταλαμβάνουμε την 134η θέση για την ελκυστικότητα του φορολογικού πλαισίου όσον αφορά την προσέλκυση επενδύσεων και την 133η θέση όσον αφορά στην ελκυστικότητα του φορολογικού πλαισίου για εργασία και επιχειρηματικότητα, επιβεβαιώνοντας – δυστυχώς με τον πιο απόλυτο τρόπο – τις απόψεις μας σχετικά με την στρατηγική της ασταμάτητης υπερφορολόγησης του τομέα εκείνου που ήδη έχει αναλάβει και σηκώνει ένα δυσθεώρητο βάρος».

Αναφερόμενος τέλος σε λάθη και παραλείψεις κατά τη διάρκεια της εξαετούς θητείας του επισήμανε ότι «δεν καταφέραμε, για παράδειγμα, να στηριχθούν όσο θα θέλαμε οι πιο αδύναμες επιχειρήσεις, που παρά τις συγκυρίες μπορεί να είναι βιώσιμες, δεν πείσαμε δανειστές και Πολιτεία να φορολογήσουν δίκαια και όχι ακραία και άδικα τον μόνο δυναμικό τομέα της οικονομίας μας, δεν ενισχύθηκαν όσο έπρεπε οι πιο αδύναμες περιοχές, ο εσωτερικός τουρισμός, η αγροτική παραγωγή».