Στο κοινωνικό πεδίο, πέραν του δημοσιονομικού, και στην ανάπτυξη στρέφει την προσοχή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά το κλείσιμο της συμφωνίας.

Στις συνεντεύξεις που έδωσε τις προηγούμενες ημέρες ανέδειξε σε ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για εκείνον το θέμα της Παιδείας. Η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο υπουργείο Παιδείας και οι εξαγγελίες που ακολούθησαν του έδωσαν την αφορμή και κατηγόρησε τον Πρωθυπουργού ότι « προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση ανοίγοντας άλλα ζητήματα, αλλά πάντα χωρίς σχέδιο και κυρίως χωρίς καμία προετοιμασία».

«Όπως έλεγε κάποτε ότι θα καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ και θα σκίσει τα Μνημόνια, έτσι τώρα αφήνει να εννοηθεί ότι θα καταργήσει τις πανελλαδικές εξετάσεις», δήλωσε ο πρόεδρος της ΝΔ. Με ποιό σύστημα θα τις αντικαταστήσει; Σε ποιες πανεπιστημιακές αίθουσες θα μπουν οι φοιτητές, με τι βιβλία και καθηγητές; Ανεύθυνα και επιπόλαια παίζει με την αγωνία των νέων ανθρώπων και των οικογενειών τους.

»Αντιμετωπίζω την Παιδεία με ευθύνη και ευαισθησία ως εθνικό θέμα. Οφείλουμε να επενδύσουμε σε αυτήν. Στηρίζοντας τους εκπαιδευτικούς, που αποτελούν κεφάλαιο για τη χώρα, ώστε να δώσουν ορμή στους μαθητές. Συνδέοντας την εκπαίδευση με την απασχόληση, για να βρουν κεφάλαια τα πανεπιστήμια, αλλά και για να βρουν μετά δουλειές οι απόφοιτοι. Αξιοποιώντας τις νέες δεξιότητες της ψηφιακής εποχής.

»Ενισχύοντας την ελευθερία και αυτονομία κάθε εκπαιδευτικής μονάδας.Το δικό μας σχέδιο είναι συγκεκριμένο και τολμηρό. Θα έρθει σύντομα σε δημόσιο διάλογο γιατί επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Οι νέοι μας αξίζουν την ελπίδα της αλήθειας. Αξίζουν ένα καλύτερο αύριο», υπογράμμισε.

Στη συνάντηση που είχε με διευθυντικά στελέχη πολυεθνικών εταιρειών, στην πρεσβεία της Ολλανδίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέδειξε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις.

Παράλληλα όμως κατέστησε σαφή την απόλυτη αντίθεσή του σε φαινόμενα ευνοϊκής μεταχείρισης επιχειρηματιών από την πολιτική εξουσία. «Κάτι τέτοιο», είπε, «θα έδινε το εντελώς λάθος μήνυμα για τη χώρα σε όλους τους πιθανούς επενδυτές στο εξωτερικό. Εμείς δεν θέλουμε να ανταλλάσσουμε χάρες με τους επιχειρηματίες. Εμείς θέλουμε να έχουμε μια αμοιβαία επικερδή συνεργασία».

Ο κ. Μητσοτάκης, τόνισε ότι η Ελλάδα «έχει όλες τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε περιφερειακό κέντρο, όπου θα στεγάζονται τα κεντρικά γραφεία πολυεθνικών εταιρειών, που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια».

Ακουσε τις προτάσεις των διευθυντικών στελεχών, που προέρχονταν, μεταξύ άλλων, από τον κλάδο των ασφαλειών, της ενέργειας, των τροφίμων και διατύπωσε την άποψή του ότι η προσέλκυση επενδύσεων απαιτεί τρεις συγκεκριμένες προϋποθέσεις: Πολιτική σταθερότητα. Μείωση της φορολογίας, εφαρμογή αυστηρών κανόνων και ορισμό συγκεκριμένου πλαισίου, ικανού να καταστήσει την Ελλάδα ελκυστική για επενδύσεις. Στοχευμένες κλαδικές παρεμβάσεις.

Επίσης, υπογράμμισε ότι αποτελεί προσωπική του δέσμευση η μείωση του φόρου των επιχειρήσεων από το 29% στο 20% εντός δύο ετών. «Θα εφαρμόσουμε», δήλωσε, «ένα τολμηρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θα μας επιτρέψει να διαπραγματευτούμε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Θα αξιοποιήσουμε το δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί, για να μειώσουμε τον ΕΝΦΙΑ, το φόρο επιχειρήσεων και τον φόρο επί των μερισμάτων».

Και πρόσθεσε ότι ο εισαγωγικός φορολογικός συντελεστής, με δεδομένη τη μείωση του αφορολόγητου, θα έπρεπε να διαμορφωθεί στο 9% – και όχι στο 20% – για εισοδήματα έως και 10.000 ευρώ. Τάχθηκε, ταυτόχρονα, ανοιχτά υπέρ της αύξησης της χρήσης ηλεκτρονικών συναλλαγών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τόνισε ότι πρέπει να δοθεί πολύ μεγαλύτερη έμφαση στις συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα.