Στα τυφλά και με οδηγό απλώς μια ελπίδα ότι σε χρόνο πολιτικά ωφέλιμο για την κυβέρνηση θα υπάρξει μια λύση για το ελληνικό χρέος, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ καλούνται να ψηφίσουν έως τις 15 Μαΐου τα μέτρα των περίπου 4 δισ. για το κλείσιμο της αξιολόγησης.
Από την προηγούμενη Τρίτη ο Αλ. Τσίπρας προσέφερε στην ΚΟ του κόμματός του ένα βολικό (όσο και στα όρια της πολιτικής ακροβασίας) άλλοθι: το επιχείρημα με το οποίο επιχειρεί να εξουδετερώσει κάθε πιθανολογούμενη αντίδραση εν όψει της ψήφισης των μέτρων είναι «ψηφίζουμε τώρα τα πάντα για να πάρουμε τη λύση για το χρέος και αν δεν την πάρουμε, παίρνουμε πίσω και τα μέτρα».
Ομως οι βουλευτές καλούνται στην πραγματικότητα να ψηφίσουν, χωρίς να είναι γνωστό ή να διαφαίνεται πότε και αν θα γίνει ουσιαστική συζήτηση για το χρέος πριν τα μέσα του 2018, αν, σε ποιο χρόνο και για πόσο η χώρα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και ελπίζοντας απλώς ακόμη μία φορά στον τουρισμό για την επίτευξη κάποιου ρυθμού ανάπτυξης για το 2017.
Με την τακτική αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφαλίζει και μια πρωτοτυπία στην ιστορία τής, ήδη επταετούς, επιτήρησης της χώρας: θα είναι η πρώτη κυβέρνηση που θα έχει ψηφίσει και προκαταβολικό μνημόνιο με το οποίο θα δεσμεύει την επόμενη.
Αυτό είναι και το πολιτικό τέχνασμα με το οποίο ο κ. Τσίπρας φιλοδοξεί ότι, κερδίζοντας κάποιον χρόνο παραμονής στην εξουσία, θα έχει δέσει και τα χέρια του επόμενου πρωθυπουργού.
Η επιλογή αυτή εξηγεί και τον ξαφνικό «έρωτα» του Πρωθυπουργού και του κόμματός του με τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία μέχρι πρότινος διακήρυττε ότι «στραγγαλίζουν» την οικονομία. Εχοντας συνειδητά στραγγίξει όλη την πολύτιμη ρευστότητα, είτε μέσω της υπερφορολόγησης, είτε μέσω της παρακράτησης οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, στον ΣΥΡΙΖΑ και στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν αρχίσει ήδη να αναζητούν τους τρόπους εκλογικής αξιοποίησης των πλεονασμάτων αυτών.
Πίσω από τον κωδικό «αντίμετρα» στην ουσία κρύβεται η φιλοδοξία διανομής του πλεονάσματος προς ομάδες που η κυβέρνηση θα επιλέξει. Ελπίζουν στο Μέγαρο Μαξίμου ότι στην πορεία προς τις εκλογές θα έχουν τη δυνατότητα να εμφανίσουν έως και παροχές προς τους αδυνάμους, ακόμη και αν έχει προηγηθεί μια εξαντλητική αφαίμαξή τους, έστω και αν αυτές δεν θα είναι παρά κάποιες δεκάδες ευρώ.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι μεθοδεύσεις για μονιμοποιήσεις χιλιάδων συμβασιούχων στο Δημόσιο ή άλλες πρακτικές όπως οι διορισμοί αρχαιολόγων μέσω της ΔΕΗ σε συγκεκριμένες περιοχές όπως η Κοζάνη και με τον φόβο των αντιδράσεων των τοπικών πληθυσμών εν όψει ιδιωτικοποίησης μονάδων της επιχείρησης.
Παρά ταύτα, η πορεία αυτή που έχει χαράξει το Μέγαρο Μαξίμου και που θεωρητικά οδηγεί στην έξοδο από το μνημόνιο, κρύβει εξ ορισμού κάποιες παγίδες που δεν εξυπηρετούν ούτε καν τη συζήτηση για το χρέος.
Βασικό πρόβλημα της τακτικής που έχει επιλέξει ο κ. Τσίπρας είναι (όπως έχει επισημανθεί κατά κόρον από την αντιπολίτευση και από παράγοντες όπως ο Ευ. Βενιζέλος) ότι ακόμη και αν η αξιολόγηση κλείσει τώρα, η αβεβαιότητα θα κυριαρχεί. Και αυτό γιατί τα πάντα θα τελούν υπό αίρεση μέχρις ότου διευθετηθεί το ζήτημα του χρέους, όπως ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ανέφερε στην πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη.
Ενα άλλο ζήτημα που έχει επισημανθεί και το οποίο έχει βαρύνουσα σημασία ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους είναι ότι η μονομερής προσκόλληση στα πρωτογενή πλεονάσματα δίχως αναπτυξιακή ορμή δεν διαμορφώνει προοπτική ευνοϊκή για την πορεία του χρέους και τις διευκολύνσεις στην αποπληρωμή του.

«Θα μας κάνουν τη χάρη οι δανειστές;»

Επειτα και από το άλλοθι που παρουσίασε ο κ. Τσίπρας την προηγούμενη εβδομάδα, όπως αναφέρουν κορυφαία κομματικά και κοινοβουλευτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, κανείς δεν είναι σε θέση να σηκώσει το βάρος μιας κυβερνητικής κρίσης, καταψηφίζοντας την αναμενόμενη συμφωνία.

Ομως οι περισσότεροι γνωρίζουν ήδη ότι με τη συμφωνία αυτή και το πιθανολογούμενο κλείσιμο της αξιολόγησης, η κυβέρνηση και ο Αλ. Τσίπρας μπαίνουν σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο που οδηγεί στον επόμενο σταθμό: την τρίτη (και δυσκολότερη) αξιολόγηση.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές στην ουσία η κυβέρνηση κερδίζει ένα εξάμηνο, ψηφίζοντας τη συμφωνία. Και αυτό επειδή στα τέλη του 2017 θα πρέπει να γίνει η επόμενη αξιολόγηση προόδου εφαρμογής του προγράμματος, με βάση την οποία θα κριθεί και η έξοδος ή μη της χώρας από το μνημόνιο.

Η ανησυχία σε κάποιους κύκλους της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι ιδιαίτερα έντονη. Συγκεκριμένα στελέχη εκτιμούν ότι έως και εκείνο το χρονικό διάστημα δεν πρόκειται να έχει γίνει καμία ουσιαστική συζήτηση για το ελληνικό χρέος, δεδομένων και άλλων παραμέτρων, όπως οι γερμανικές εκλογές στα τέλη Σεπτεμβρίου.

«Το θέμα είναι τι γίνεται μετά τη δεύτερη αξιολόγηση. Να είσαι βέβαιος ότι όλο το ζήτημα πλέον είναι η τρίτη. Οι συζητήσεις θα ξεκινήσουν μάλλον περί τον Δεκέμβριο του 2017 και από αυτές θα κριθούν όλα: το αν θα βγούμε από το μνημόνιο, με τι όρους, αν θα υπάρχει πιστοληπτική γραμμή και φυσικά αν θα γίνει μια πιο συγκεκριμένη συζήτηση για το χρέος». Αυτά ανέφερε σε κατ’ ιδίαν συζήτηση ένας από τους εσωκομματικά δημοφιλείς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ τις προηγούμενες ημέρες.

Και όπως προσέθετε, η ανησυχία του βασίζεται και στο προηγούμενο του 2014. Την εποχή εκείνη και παρά το success story, οι εταίροι δεν είχαν δώσει την αξιολόγηση στην κυβέρνηση Σαμαρά. «Θα τη δώσουν τώρα σε εμάς ή θα ακολουθήσουν την ίδια τακτική;» αναρωτιόταν το ίδιο στέλεχος. Σύμφωνα δε με τα λεγόμενά του, αν οι ανησυχίες αυτές επιβεβαιωθούν, η κυβέρνηση θα έχει οδηγηθεί στο τέλος της θητείας της χωρίς χαρτιά στα χέρια. «Η τρίτη αξιολόγηση σημαίνει έξοδο από το μνημόνιο. Θα είναι σκληρή και από αυτήν θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα έχει «στόρι» να πουλήσει στην πορεία προς τις εκλογές» τόνιζε το έμπειρο στέλεχος και πρώην υπουργός της κυβέρνησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ