Οι εκλογές ήταν ανέκαθεν γρίφος. Οχι μόνο λόγω της αβεβαιότητας για το εκλογικό αποτέλεσμα αλλά και για τα θέματα του προεκλογικού αγώνα. Η σωστή επιλογή τους μπορεί να δώσει πόντους σε ένα κόμμα, η λανθασμένη να του αφαιρέσει.
Brexit και Προσφυγικό
Τις συνέπειες αυτής της αβεβαιότητας υφίστανται τώρα και τα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες. Το δίλημμά τους, εν όψει των εκλογών του ερχόμενου Σεπτεμβρίου, είναι αν θα πρέπει να επιλέξουν ή όχι την Ελλάδα ως προεκλογικό κράχτη. «Η λογική λέει όχι» λέει ο σοσιαλδημοκράτης βουλευτής Εβαλντ Σούρερ. Το Brexit, η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, και το Προσφυγικό που θα παίξουν εκ των πραγμάτων κύριο λόγο σε αυτόν τον αγώνα προκαλούν ήδη αρκετή σύγχυση στους ψηφοφόρους. Αν σε αυτά προστεθεί και το ελληνικό πρόβλημα, που θα συνδυαστεί αναπόφευκτα με το Grexit, η σύγχυση θα είναι πλήρης. Και ο λύκος, ως γνωστόν, στην αναμπουμπούλα χαίρεται. Η ξενοφοβική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) θα είναι το μόνο κόμμα που θα είχε κέρδος από αυτήν.
Το σύνθημα λοιπόν για την Ελλάδα είναι κατ’ αρχάς –κατά τη δημώδη γερμανική έκφραση –«δεν χρειάζεται καν να την αγνοούμε». Οι Χριστιανοδημοκράτες σκοπεύουν να κάνουν ελάχιστη αναφορά για αυτήν στο προεκλογικό τους πρόγραμμα. Και ο νέος πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών και υποψήφιος καγκελάριος Μάρτιν Σουλτς κάνει μόνο σιβυλλικές αναφορές στο θέμα προσαρμόζοντας ταυτόχρονα τη γραμμή του στη χριστιανοδημοκρατική πολιτική της λιτότητας. Απόδειξη, η δήλωσή του της περασμένης Δευτέρας ότι «η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη εξαρτάται από το αν θα εφαρμόσει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα» καθώς και η αποκήρυξη των ευρωομολόγων (που ήταν παλαιότερα το σήμα κατατεθέν του) προς όφελος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). «Ο Σουλτς αποδεικνύεται επιδεκτικός μαθήσεως» σχολίαζε χαιρέκακα μία ημέρα αργότερα στον «πρωινό καφέ» του υπουργείου Οικονομικών ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Κυβέρνηση σημαίνει πάντα ραντεβού με την πραγματικότητα. Οσο νωρίτερα το μαθαίνει κανείς τόσο το καλύτερο».
Το Ταμείο επιμένει
Ομως και τα δύο κόμματα λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο –το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το τελευταίο αρνείται μέχρι τώρα πεισματικά να συμμετάσχει στο τρέχον ελληνικό πρόγραμμα αν δεν ικανοποιηθεί προηγουμένως ένας βασικός όρος του: η «ελάφρυνση» του ελληνικού χρέους σε βαθμό που θα το καθιστά βιώσιμο. Το ΔΝΤ ζητεί κατ’ αρχάς μια υπόσχεση των ευρωπαίων δανειστών ότι η ελάφρυνση θα γίνει εντός του 2018 και ότι η υπόσχεση αυτή θα πρέπει να δοθεί το αργότερο έως τον Ιούλιο του 2017, όταν ο ESM θα πρέπει να εκταμιεύσει τη δόση των 7,4 δισ. που χρειάζεται η Ελλάδα για να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της έναντι των δανειστών και να αποφύγει έτσι την χρεοκοπία. Ο κ. Σόιμπλε αρνείται όμως να τη δώσει εν όψει των εκλογών, επειδή οι ψηφοφόροι είναι κατά μεγάλη πλειοψηφία εναντίον της –ρισκάροντας έτσι το «όχι» του ΔΝΤ στην αξιολόγηση και εν τέλει την αποχή του από το πρόγραμμα. Κάτι τέτοιο θα δρομολογούσε δραματικές εξελίξεις διεθνώς, με πρώτη το «κραχ» ανάμεσα στο ΔΝΤ και στους ευρωπαίους δανειστές, με δεύτερη τη διακοπή του τρέχοντος προγράμματος και με τρίτη την επαναφορά του Grexit στην ημερήσια διάταξη. Και αυτό θα δηλητηρίαζε το προεκλογικό κλίμα.
Η σχέση του ΔΝΤ με το Βερολίνο μοιάζει λοιπόν όλο και περισσότερο με γόρδιο δεσμό, ο οποίος, ως γνωστόν, δεν λύνεται με συμβατικά μέσα. Αυτή είναι και η άποψη του κ. Σόιμπλε, ο οποίος δείχνει να αναμένει μοιρολατρικά το κραχ περιοριζόμενος σε χρησμούς του τύπου ότι αυτό θα έχει ως συνέπεια τη διακοπή του προγράμματος. Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν πάντως ότι η μοιρολατρία αυτή είναι προσποιητή. «Ο Σόιμπλε χρησιμοποιεί την απειλή της ρήξης ως μέσο πίεσης στο ΔΝΤ για να εκμαιεύσει τη συμμετοχή του» λέει γερμανός διπλωμάτης. Αυτή όμως, προσθέτει, θα μπορούσε να μετατραπεί σε μπούμερανγκ, με καταστρεπτικές και για τον ίδιο συνέπειες.

Το δόγμα Μέρκελ
Πολύ πιο αισιόδοξη εμφανίζεται αντίθετα η πλειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών. Ακολουθώντας το δόγμα της Ανγκελα Μέρκελ, ότι «όπου υπάρχει βούληση υπάρχει και δρόμος», προσβλέπουν σε έναν έγκαιρο συμβιβασμό με τους διεθνείς τραπεζίτες. «Η Γερμανία είναι από τους βασικούς μετόχους του ΔΝΤ» λέει ο βουλευτής Μίχαελ Στίμπγκεν. «Είναι λοιπόν λογικό να ζητάμε από αυτό να δείξει κατανόηση στο αίτημα να μην πάρει την απόφαση για αποχή από το πρόγραμμα πριν από τις γερμανικές εκλογές». Αυτό, προσθέτει, εμπεριέχει και την έγκρισή του ΔΝΤ για την αξιολόγηση και την εκταμίευση της δόσης του Ιουλίου.
Την ίδια συλλογιστική συμμερίζονται και πολλοί οικονομολόγοι. Οι τελευταίοι έχουν πάψει από καιρό να ασχολούνται με την Ελλάδα, όπως δείχνει και το πόρισμα πέντε γερμανικών και δύο αυστριακών ινστιτούτων για την παγκόσμια, και ειδικότερα τη γερμανική, οικονομία που παρουσιάστηκε την Τετάρτη στο Βερολίνο (τίτλος: «Η ανάκαμψη συνεχίζεται παρά τα διεθνή ρίσκα»), πολιτικά παρακολουθούν όμως εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις. «Το ΔΝΤ θα κάνει υπομονή μέχρι τον Σεπτέμβριο, επειδή για αυτό δεν παίζουν ρόλο 4-5 επιπλέον μήνες έως ότου πάρει τις αποφάσεις του» λέει ο καθηγητής του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Οικονομία στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου Στέφαν Κόοθς. Και αυτό, προσθέτει, επειδή το ζήτημα του χρέους δεν μπορεί να λυθεί εντός μηνών αλλά πολλών ετών. Το ΔΝΤ θα κάνει και στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που κάνει συνήθως και με τους άλλους εταίρους του: θα προσαρμοστεί κατά το δυνατόν στις ανάγκες τους.

Ζητούν τη «διακριτική σιωπή» του Ταμείου

Το διάστημα ως τις εκλογές θα είναι κρίσιμο για τα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα κόμματα και χωρίζεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη, μέχρι τον Ιούλιο, θα πρέπει να εξασφαλίσουν το «ναι» του ΔΝΤ στην αξιολόγηση και στην εκταμίευση, χωρίς να του δώσουν χειροπιαστά ανταλλάγματα για το χρέος· στη δεύτερη, μέχρι και τις εκλογές, να εξασφαλίσουν τη διακριτική σιωπή του για το ίδιο θέμα. Απόλυτη σιγή βέβαια δεν μπορεί να αναμένεται. «Κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει τη σχετική συζήτηση» λέει πηγή του υπουργείου Οικονομικών. «Το βασικό είναι να μην υπάρξει μέχρι τότε μια δημόσια δέσμευση ή ένα προσυμφωνητικό για αυτό».Διαφορετικά, όπως και στην περίπτωση που το ΔΝΤ θα ανακοίνωνε πρόωρα την αποχή του από το πρόγραμμα, θα άνοιγε ο ασκός του Αιόλου. Η Ελλάδα θα γινόταν πάλι, ως διαλυτικό στοιχείο της ευρωζώνης, το φόβητρο των γερμανών ψηφοφόρων. Και αυτό θα το πλήρωναν με σοβαρές απώλειες ψήφων τα δύο κυβερνητικά κόμματα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ