Με τα… ψαλίδια στα χέρια, ένα για τα εισοδήματα και τις επικείμενες περικοπές συντάξεων και ένα για τις κορδέλες των ανά την επικράτεια εγκαινίων, ο Αλ. Τσίπρας ανοίγει πλέον δρόμο για τις εκλογές. Η αναζήτηση του επιτελείου του στο Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται πλέον πως περιστρέφεται γύρω από τον χρόνο που θα κριθεί ότι προσφέρεται για το στήσιμο της κάλπης, πολύ πριν από την κανονική λήξη της θητείας της κυβέρνησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, κρισιμότερη παράμετρος από όλες αναδεικνύεται το αν ο κ. Τσίπρας είναι διατεθειμένος να κλείσει την αξιολόγηση, να τηρήσει τα συμφωνηθέντα, να τα φέρει στη Βουλή προς ψήφιση και να τα εφαρμόσει.
Επικοινωνιακή εκστρατεία
Στον βαθμό που όλα αυτά επιβεβαιωθούν τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, ο Πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να στήσει μια επικοινωνιακή εκστρατεία, με την οποία θα υπερασπίζεται τη δική του εκδοχή του success story, μιμούμενος τον Αντ. Σαμαρά του 2014 και ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα περισώσει κάτι από τα ποσοστά του κόμματός του, τα οποία στις δημοσκοπήσεις εμφανίζονται πλέον στη ζώνη του 15%. Οι συμπτώσεις γίνονται ακόμη πιο εντυπωσιακές καθώς ήταν ο ίδιος ο κ. Τσίπρας που το 2013 αναρωτιόταν σε τηλεοπτική του συνέντευξη: «Υπάρχει ποτέ κυβέρνηση στην Ελλάδα με 15% στις δημοσκοπήσεις που να λέει θα φύγω σε δύο χρόνια;».
Η καλλιέργεια του κλίματος πόλωσης, με την ανακίνηση υποθέσεων της προηγούμενης εικοσαετίας, τις διαρκείς επιθέσεις στην αξιωματική αντιπολίτευση και στο ΠαΣοΚ και την εντατική προπαγάνδα για την αφομοίωση της «συμφωνίας» με τους δανειστές (που πάντως ακόμη παραμένει σε εκκρεμότητα) αποτελούν ενδείξεις για τις επιδιώξεις του κ. Τσίπρα.
Σε αυτά προστίθεται και το κλίμα διάλυσης και ανησυχίας που καταγράφεται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπως εκδηλώθηκε και στη συνεδρίαση της ΚΕ το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Σύμφωνα με πληροφορίες, η τάση του Πρωθυπουργού να αναζητεί τον κατάλληλο χρόνο για προσφυγή σε εκλογές σχετίζεται και με την προσπάθειά του να αποτρέψει τα φαινόμενα παραίτησης και αποσύνθεσης που παρατηρούνται στην ΚΟ και την όποια κομματική βάση.
«Κόλλησε η βελόνα»
Η αγωνία που επικρατεί στην κορυφή της κυβέρνησης έγινε αισθητή τις τελευταίες ημέρες από τις αλλεπάλληλες τελετές εγκαινίων για αυτοκινητοδρόμους και σήραγγες, αλλά και από τις ασυνήθιστα συχνές αναφορές του κ. Τσίπρα στις εκλογές.
Το βράδυ της Τετάρτης από το βήμα της Βουλής ο Πρωθυπουργός, απευθυνόμενος στον Κυρ. Μητσοτάκη κατά τη συζήτηση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για την Υγεία, ανέφερε 10 φορές τη λέξη «εκλογές». Και προέβλεψε, χωρίς να διαβεβαιώνει για ολοκλήρωση της τετραετίας, ότι «όταν θα γίνουν οι εκλογές στην ώρα τους θα τις χάσετε κιόλας».
Την αμέσως επόμενη ημέρα, τη Μεγάλη Πέμπτη, λίγες ώρες πριν από τη Σταύρωση και σε μία προφανώς επικοινωνιακού τύπου συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο κ. Τσίπρας χάραξε πορεία προς τις κάλπες, με τη λογική ότι η συμφωνία που θα φέρει είναι «υπερασπίσιμη».
Και σύμφωνα με τα όσα άφησε να εννοηθούν, οι κάλπες φαίνεται πως προγραμματίζονται για το διάστημα που ξεκινά μετά το ορόσημο του Ιουνίου, όταν η αξιολόγηση είτε θα έχει κλείσει στο όριο προτού τη νέα άτυπη χρεοκοπία της χώρας είτε δεν θα έχει κλείσει και η ρητορική της κυβέρνησης μοιραία θα γίνει πιο επιθετική.
Σαφώς προεκλογικού χαρακτήρα ήταν για παράδειγμα αναφορές του κ. Τσίπρα όπως:
l «Η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Και εμείς έχουμε την πίεση από την κοινωνία λόγω λιτότητας αλλά πολιτικά έχουμε το μομέντουμ. Αυτό το μομέντουμ πρέπει να αξιοποιήσουμε για να έχουμε αναπτυξιακή εκτίναξη της ελληνικής οικονομίας».
l «Αυτή η εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική επιτυχία και σε νέα εκλογική νίκη. Για αυτό χρειαζόμαστε μια μεγάλη πολιτική αντεπίθεση. Αντεπίθεση όμως ουσίας και όχι επικοινωνιακή, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε έξοδο από την επιτροπεία και τα μνημόνια».
l «Εχουμε χρυσή ευκαιρία μετά το κλείσιμο της συμφωνίας».

Πολιτικό ναρκοπέδιο
Η επισημοποίηση πλέον του εκλογικού σεναρίου έχει πυροδοτήσει στο παρασκήνιο και άλλες συζητήσεις σχετικά με τις επιδιώξεις της κυβέρνησης. Πολιτικά στελέχη της συμπολίτευσης επισημαίνουν τις τελευταίες εβδομάδες τις εκλογικές αναμετρήσεις της επόμενης πολιτικής περιόδου και εκτιμούν με βεβαιότητα ότι το Μέγαρο Μαξίμου ποντάρει σε αυτές.
Οπως τονίζεται σε κάποιες συζητήσεις –και με δεδομένο πλέον ότι μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες έχει σχεδόν αποφασισθεί –για την άνοιξη του 2019 είναι προγραμματισμένες οι διπλές κάλπες των αυτοδιοικητικών και των ευρωεκλογών, ενώ στις αρχές του 2020 η Βουλή θα κληθεί να εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Κατά τον τρόπο αυτόν, ένας σχεδιασμός για προσφυγή σε εκλογές σε κάποια χρονική στιγμή από τα μέσα του 2017 και έπειτα θα διαμορφώσει –κατά τις εκτιμήσεις κάποιων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ –ένα ναρκοθετημένο πεδίο για την επόμενη κυβέρνηση.

Ο Σουλτς έπαθε Σόιμπλε και η Λαγκάρντ… Μέρκελ

Παρά την αισιοδοξία που θέλει να διακινεί η κυβέρνηση, οι παράμετροι που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία προς το κλείσιμο της αξιολόγησης δεν φαίνεται να συμφωνούν με τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις της.
Ενα από τα κρίσιμα ραντεβού είναι αυτό της επόμενης εβδομάδας στην Ουάσιγκτον, όπου πραγματοποιείται η εαρινή σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο κ. Τσίπρας επανέλαβε ότι προσδοκά από τις συναντήσεις αυτές κάποια ένδειξη, έστω, για τη ρύθμιση του χρέους. Παρά ταύτα, η ίδια η επικεφαλής του Ταμείου, η Κριστίν Λαγκάρντ, μόλις πριν από δύο ημέρες και αφότου είχε συναντηθεί με την καγκελάριο Μέρκελ διευκρίνισε ότι τα μέτρα για το ελληνικό χρέος θα αποφασισθούν και θα αποσαφηνισθούν μετά την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος το 2018.

Πέραν αυτού του στοιχείου, οι ελπίδες του κ. Τσίπρα για τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη μοιάζουν να έχουν ήδη εκμηδενισθεί. Ειδικώς σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, οι βιαστικές προσδοκίες για επικράτηση των Σοσιαλδημοκρατών έχουν εξανεμισθεί ενώ τα μηνύματα που έχει λάβει η κυβέρνηση από την ηγεσία του SPD είναι σαφή. Οπως έχει διαμηνυθεί από πολλά κορυφαία στελέχη, ακόμη και μια νίκη του Μάρτιν Σουλτς στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017 δεν θα προκαλούσε κάποια ανατροπή στον τρόπο με τον οποίο το Βερολίνο αντιμετωπίζει το ελληνικό ζήτημα και τις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί. Επιπλέον, η καλλιέργεια της εντύπωσης ότι το SPD διάκειται φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα θεωρείται μία από τις παραμέτρους που πλήττουν προεκλογικά τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι και έχουν αρχίσει να παίρνουν αποστάσεις από τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ