Είναι μία παλιά και εξόχως σημαντική παράδοση στον δυτικό κόσμο οι άνθρωποι που έχουν υπηρετήσει τις χώρες τους από καίριες θέσεις να γράφουν καταθέσεις όταν αφυπηρετούν και δεν έχουν πλέον τις αυτονόητες δεσμεύσεις που πάνε μαζί με τις θέσεις στις οποίες υπηρέτησαν. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, αν και στο παρελθόν υπήρξαν τέτοιου είδους κείμενα με πολύ μεγάλη σημασία, όπως αυτά του Αγγελου Βλάχου και όχι μόνον, τα τελευταία χρόνια η παράδοση έχει για πολλούς λόγους ατονήσει, ειδικά δε όταν πρόκειται για την καταγραφή κρίσιμων στιγμών που επηρέασαν – και εξακολουθούν και επηρεάζουν – άμεσα την πλεύση του τόπου. Αυτή η παράδοση παίρνει ακόμα μεγαλύτερη αξία όταν τέτοια βιβλία δεν περιορίζονται μόνον στην εθνική διάσταση των ζητημάτων που πραγματεύονται αλλά επιτρέπουν την κατόπτευση του πλήρους διεθνούς φάσματός τους – έργο ιδιαίτερα λεπτό και δύσκολο, αλλά αποφασιστικής σημασίας για την κατανόηση της πορείας του κόσμου και τη χάραξη της κατεύθυνσης της Ελλάδας σε αυτόν.

Με αυτή τη μορφή είναι που η παλιά παράδοση επανακάμπτει σήμερα στο νέο βιβλίο του πρέσβη Βασίλη Κασκαρέλη «Η τέλεια καταιγίδα», από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», που αφορά στις εξελίξεις στο ΝΑΤΟ μετά την 11η Σεπτεμβρίου – δηλαδή στην περίοδο που η Δύση βρέθηκε για πρώτη φορά μπροστά στη μεγαλύτερη απειλή που γνώρισε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και η οποία έκτοτε όχι απλώς δεν υποχωρεί αλλά, αντιθέτως, μεγιστοποιείται και περιπλέκεται διαρκώς. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου γράφεται πρωτογενής σύγχρονη Ιστορία όπως δεν μπορεί κανείς να τη διαβάσει αλλού, ειδικά ως προς εμάς όσον αφορά τα κεφάλαια σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τα Επιχειρησιακά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης Ελλάδας – Τουρκίας, την οριοθέτηση των ελληνοτουρκικών θαλασσίων συνόρων, την ονομασία των Στενών ή τα ζητήματα που εγέρθηκαν σχετικά με τη Λήμνο στο νατοϊκό πλαίσιο. Όμως το αντικείμενο δεν περιορίζεται στα δικά μας ζητήματα – κάθε άλλο. Και γι αυτό πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο θα πρέπει να μεταφραστεί και στα αγγλικά, καθώς συμβάλει ουσιωδώς στην ανίχνευση της διαμόρφωσης του νέου διεθνούς περιβάλλοντος, κυρίως ως προς τα χρόνια της «Τέλειας καταιγίδας», του πώς δηλαδή εξελίχθηκαν τα πράγματα γύρω από τον πόλεμο στο Ιράκ και διαμορφώθηκαν οι συσχετισμοί ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους για μια πολιτική που πραγματικά άλλαξε τον κόσμο. Ο Κασκαρέλης περιγράφει αυτά τα γεγονότα που κόβουν την ανάσα: το πώς, λ.χ., για πρώτη φορά στην ιστορία του ΝΑΤΟ, οι μόνιμοι αντιπρόσωποι κλήθηκαν στον Λευκό Οίκο και εκεί βρέθηκαν μπροστά σε εξελίξεις πρωτοφανείς που μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει γνωστές διεθνώς, τουλάχιστον σε αυτή τη πληρότητα και σε τέτοιο βάθος.

Η θητεία του Κασκαρέλη στο υπουργείο Εξωτερικών υπήρξε τόσο εντυπωσιακή ώστε τον καθιστά πια de facto ένα είδος «πρύτανη» της σύγχρονης ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας της γενιάς του, στη μακρά ακολουθία μιας διαδοχής κορυφαίων διπλωματών που τίμησαν το λειτούργημα και τον τόπο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι έτυχε της εμπιστοσύνης πολλών και διαφορετικής πολιτικής προέλευσης πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών σε όλα αυτά τα χρόνια. Επικεφαλής της ελληνικής αποστολής στο Βερολίνο τη στιγμή της πτώσης του Τείχους, έξι χρόνια στην ελληνική αποστολή στον ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, τέσσερα – πολύ κρίσιμα – χρόνια Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, διαπραγματευτής για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης Ελλάδος – Τουρκίας, στη συνέχεια επί μακρά περίοδο στην αντίστοιχη θέση Εθνικού Αντιπροσώπου στην Ε.Ε. την εποχή της Συνθήκης της Λισαβόνας, έπειτα επικεφαλής της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον και τέλος Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο Κασκαρέλης έχει βρεθεί στο επίκεντρο πρακτικά όλων των μεγάλων ζητημάτων που απασχόλησαν και, εν τέλει, διαμόρφωσαν τη διεθνή ισορροπία της Ελλάδας τα τελευταία 25 χρόνια. Η σύνθεση των γεγονότων, των παραμέτρων και των, άγνωστων ιδίως, πληροφοριών που περνούν για όλα αυτά μέσα στις σελίδες του βιβλίου, χωρίς υπερβολή, δεν έχει προηγούμενο. Και είναι ενδεικτικό του πόσο μεγάλη σημασία είχαν εκείνα τα χρόνια στο ΝΑΤΟ το ότι σε αυτά επικεντρώνει το πρώτο βιβλίο του. Ταυτόχρονα, εντυπωσιάζουν τόσο η δομική ισορροπία, όσο και η αφηγηματική γλώσσα, η οποία ξαφνιάζει με την αμεσότητα και το (ενίοτε πικρό) χιούμορ της. Το αποτέλεσμα είναι κάτι σπάνιο: η πραγμάτευση σε βάθος πολύπλοκων διεθνών και εθνικών ζητημάτων, με τρόπο τέτοιο που, τελικά, οι 350 σελίδες του βιβλίου διαβάζονται απνευστί. Πρόσωπα και γεγονότα εναλλάσσονται με ρυθμό καταιγιστικό στα χρόνια που, μετά το χτύπημα στη Νέα Υόρκη, στη Συμμαχία ήταν επικεφαλής ο Σκοτσέζος Λόρδος Ρόμπερτσον, ένας «γιος επαρχιακού αστυνόμου [που] ξεκίνησε την πολιτική σταδιοδρομία του ως αντιαμερικανός διαδηλωτής και μάχιμος εκπρόσωπος των συνδικάτων της μπίρας και του ουίσκι για να καταλήξει […] ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση κατά τα εξαιρετικά δύσκολα για τη Συμμαχία πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα».

Όμως και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν κρύβει τα αισθήματα που εκείνος έτρεφε όταν τοποθετήθηκε την ίδια περίοδο στο ΝΑΤΟ: «Εφτασα στο ΝΑΤΟ με βαριά καρδιά στις αρχές Απριλίου 2000. […] Είχα πλάσει την εικόνα ενός στρατιωτικού απολιθώματος του Ψυχρού Πολέμου που η επιβίωσή του ήταν αβέβαιη», λόγω της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης. Η εικόνα άλλωστε του ίδιου του Οργανισμού συνέτεινε: «Στεγαζόταν σε κάτι προκατασκευασμένα, ευτελούς αξίας πεπαλαιωμένα και γκρίζα κτήρια, που η αρχική ιδέα ήταν να χρησιμοποιηθούν από τη Βελγική Κυβέρνηση για την προσωρινή στέγαση ενός νοσοκομείου. Οι χώροι […] θύμιζαν έντονα τους αντίστοιχους σοβιετικών περιφερειακών επαρχιακών οργανώσεων που είχα ζήσει από πρώτο χέρι πριν από την πτώση του Τείχους στο Βερολίνο»…

Κι όμως εκεί, σε αυτούς τους χώρους αυτού του Οργανισμού άρχισε ξαφνικά να ξαναγράφεται το μέλλον, ή τουλάχιστον κορυφαία κεφάλαιά του: οι πραγματικές ισορροπίες μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης στα διεθνή ζητήματα και στην υπόθεση της Ευρωπαικής Πολιτικής για την Ασφάλεια και την Αμυνα, η αναδιαμόρφωση του πλαισίου στρατηγικής συνύπαρξης Δύσης – Ρωσίας, οι πρώτες στην ιστορία του ΝΑΤΟ επιχειρήσεις «εκτός περιοχής», το Αφγανιστάν, το Ιράκ, αλλά και, στα πιο άμεσα καθ΄ημάς, όλο το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η διαρκής αυτοκτονική τάση της Ελλάδας να βλέπει το ΝΑΤΟ ως πεδίο γκρίνιας έναντι της Τουρκίας, αντί ως πεδίο ανάπτυξης της δικής της γεωπολιτικής σημασίας και του ρόλου της στις διεθνείς εξελίξεις, παρά την επίμονη και συστηματική περί του αντιθέτου προσπάθεια που καταβλήθηκε σε διπλωματικό επίπεδο και τώρα αποκαλύπτεται στις σελίδες αυτού του βιβλίου, ιδίως ως προς τη διάσταση της πολυμερούς διπλωματίας την οποία ο συγγραφέας πίστεψε και υπηρέτησε με συνέπεια και, πολύ συχνά, κόντρα στο ρεύμα. Πώς όμως να το πετύχεις αυτό με τόσες δομικές αδυναμίες και ξεπερασμένα στερεότυπα να κυριαρχούν επίμονα στην εσωτερική σκηνή;

Ουδείς αμφιβάλλει ότι η περίοδος μετά την 11η Σεπτεμβρίου είναι αυτή που άλλαξε τον σύγχρονο κόσμο – ελάχιστοι όμως είναι εκείνοι που γνωρίζουν και κατανοούν το πώς ακριβώς συνέβη αυτό και εδώ έγκειται η μεγάλη σημασία αυτού του έργου. Τα αποτελέσματά της είναι τόσο μακρά στο χρόνο που ακόμα και σήμερα πρωταγωνιστούν στις διεθνείς εξελίξεις και εξακολουθούν να καθορίζουν την όλο και πιο σύνθετη πραγματικότητα. Το βιβλίο του Κασκαρέλη επιτρέπει λοιπόν στον αναγνώστη να εισέλθει για πρώτη φορά στα άδυτα εκείνης της περιόδου και να βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων που εν πολλοίς διαμόρφωσαν τον σημερινό κόσμο. Μάλιστα, όσο πιο ενδελεχής είναι η ανάγνωσή του, τόσο περισσότερο ο αναγνώστης του βλέπει να αποκαλύπτονται μπροστά του οι ψηφίδες του παρόντος και, νομοτελειακά, του μέλλοντος στο ζήτημα της διεθνούς ασφάλειας και, κατ’ επέκταση, στη σημασία του για την Ελλάδα, χώρα με την ευλογία και την κατάρα να βρίσκεται στο σύνορο του δυτικού κόσμου.

Το πόσο αυτή η πραγματικότητα, η θέση της Ελλάδας, είναι τελικά ευλογία ή κατάρα προκύπτει με εξαιρετική ενάργεια μέσα από το βιβλίο. Γιατί εκεί βλέπει κανείς ξεκάθαρα τον βαθμό ικανότητας της χώρας να δει μακριά και να ενισχύσει, να διασφαλίσει, ή να αποδυναμώσει η ίδια το μέλλον της. Κι εδώ τα νέα, δυστυχώς, δεν είναι τα καλύτερα, όταν βλέπει κανείς το πώς «χτυπά» σε κρίσιμες ώρες η μόνιμη παθογένεια μιας χώρας στην οποία οι πολιτικές αποφάσεις – ή, κυρίως, η απουσία τους – δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα όσα οι αρμόδιοι χειριστές, διπλωμάτες και στρατιωτικοί, υποδεικνύουν, αλλά στέκονται σε έννοιες όπως το πολιτικό κόστος ή η «αυτοπροστασία» από το τι μπορεί να γράψει ο καθένας, συνήθως παντελώς άσχετος με τα θέματα «δημοσιογράφος», επενδύοντας σε ξεπερασμένα και επιβλαβή για τον τόπο αντανακλαστικά του παρελθόντος, παντελώς άσχετα με την νέα πραγματικότητα και, κυρίως, σαφώς επιβλαβή για τα συμφέροντα της χώρας. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώθηκε στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών ένα σύνολο αντανακλαστικών που χωρίς αμφιβολία έβλαψε πολλαπλά τη χώρα. Χωρίς αυτό το (μακροσκελές) απαραίτητο περίγραμμα που αποτελεί το γενικό πλαίσιο αναφοράς, είναι αδύνατον να αντιληφθεί κάποιος τη σημασία του έργου πριν μπει στο περιεχόμενό του, που αφορά ουσιαστικά στη διαρκή διαδικασία επαναδιαμόρφωσης του μεταψυχροπολεμικού κόσμου.

Ενδεικτικό – αν και κάθε άλλο παρά εξαντλητικό του εύρους του βιβλίου το οποίο αποτελεί πλέον απαραίτητο εργαλείο κατανόησης και ανάλυσης αυτής της εποχής – είναι το ακόλουθο περιστατικό που αφηγείται ο συγγραφέας. Στα μέσα του 2000 είχε ξεκινήσει η δύσκολη συζήτηση για την δημιουργία της ευρωπαικής δομής ασφάλειας και τη συνεργασία ΝΑΤΟ – ΕΕ, ζητήματα με πολύ σημαντικές διαστάσεις και για την Ελλάδα και για την Κύπρο. Επειτα από μία σειρά δραματικών συνεδριάσεων τις οποίες αφηγείται ο Κασκαρέλης και με την ελληνική πολιτική ηγεσία να έχει φτάσει στις Βρυξέλλες εντελώς απροετοίμαστη και μη δίνοντας την παραμικρή σημασία στην αναγκαία ενημέρωση για τα φλέγοντα ζητήματα, συνεχίζει: «Μέσα σε αυτή την καταιγίδα, η ελληνική πλευρά απλώς παρακολουθούσε ήρεμη, λες και το θέμα δεν την αφορούσε. Μέχρι τη στιγμή που τις απογευματινές ώρες με πλησίασε ο συμπαθής αμερικανός ομόλογός μου Πρέσβης Sandy Vershbow και μου ζήτησε διμερή συνάντηση των Υπουργών μας. […]Πήγαμε στην απέναντι αίθουσα όπου μας περίμενε η Albright με τους διπλωματικούς και στρατιωτικούς συμβούλους της. Καθίσαμε απέναντί τους και μετά τα πρώτα τυπικά ο Γιώργος Παπανδρέου άρχισε να κάνει μία ενημέρωση για το πρόσφατο ταξίδι του στη Μέση Ανατολή, αναλύοντας το Παλαιστινιακό. […] Δεδομένου ότι καθόμουν δίπλα του, του ψιθυρίζω στα ελληνικά να αλλάξει αμέσως θέμα και να μπει στην ουσία του ESDP. […] Ο Υπουργός όμως, με την παροιμιώδη ψυχραιμία του και την τάση για αποστασιοποίηση από την ενοχλητική πραγματικότητα, συνέχισε ακάθεκτος στην ανάλυση της παλαιστινιακής κατάστασης. […] Μετά από τα έξι επτά πρώτα λεπτά (η Albright) άρχισε με τη γλώσσα του σώματος να εκφράζει σαφέστατα τη δυσανασχέτησή της. Οι συνεργάτες της μας κοιτούσαν με έκπλήξη προσπαθώντας να καταλάβουν που το πάμε. Προσπάθησα και πάλι […] να τον πείσω να μπει στο θέμα. Υστερα από άλλα πέντε λεπτά ανάλυσης της ψυχολογίας των καταπιεσμένων Παλαιστινίων, και ενώ στην αίθουσα 1 γινόταν πανδαιμόνιο, η Αμερικανίδα υπουργός τον διέκοψε απότομα λέγοντας ‘όλα αυτά είναι καλά, αλλά ας μπούμε στο θέμα’», δηλαδή στις ελληνικές απόψεις για το ζήτημα της Συνόδου. «Η αντίδρασή του μας άφησε όλους άφωνους. Την ευχαρίστησε για την ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων (που δεν υπήρξε), σηκώθηκε, πήγε στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού, τη χαιρέτησε ευγενέστατα και της είπε ότι ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος, δηλαδή εγώ, θα συζητήσει το θέμα με τους συμβούλους της γιατί ο ίδιος έχει μία επείγουσα συνάντηση (που δεν είχε). Εμειναν εμβρόντητοι»…

Το παραπάνω περιστατικό είναι τόσο εύγλωττο για την ουσία του ελληνικού προβλήματος αλλά και για το τι μπορεί να διαβάσει κανείς στις σελίδες αυτού του βιβλίου, ώστε μιλά από μόνο του – δεν χρειάζεται σχόλιο ή ανάλυση. Και δυστυχώς, δεν είναι ούτε το μόνο, του είδους του, ούτε άλλωστε το πρόβλημα εξαντλείται στον εν λόγω πολιτικό. Αντίθετα, πρόκειται απλώς για ενδεικτικό μιας λειτουργίας που είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση και που έχει ζημιώσει δραματικά την Ελλάδα. Τέτοιου είδους στιγμές που προδίδουν την ανικανότητα της χώρας να σταθεί αποτελεσματικά στο διεθνές περιβάλλον, να το κατανοήσει και να δράσει προς όφελός της μέσα σε αυτό, θα συναντήσει πλήθος ο αναγνώστης του βιβλίου. Αλλωστε, όπως γράφει ορθότατα σε άλλο σημείο ο Κασκαρέλης «Στην περίπτωση της Ελλάδας, επί δεκαετίες παρατηρείται το φαινόμενο της καθημερινής πλύσης εγκεφάλου του μέσου πολίτη από το σύστημα με στόχο την αποφυγή λήψης δύσκολων αποφάσεων, με αποκλειστικό σκοπό τον προσπορισμό ψήφων τη δεδομένη στιγμή. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη διατήρηση ανοικτών θεμάτων με σκοπό και τον προσπορισμό οικονομικών κερδών και με την ταυτόχρονη έλλειψη πολιτικού δυναμικού του διαμετρήματος του Ελευθερίου Βενιζέλου επιβεβαιώνει ανάγλυφα τη λαϊκή σοφία που συνοψίζεται στο ότι ‘σχεδόν τίποτα δεν είναι τυχαίο’»…