Η άνοδος του ακροδεξιού λαϊκισμού και συνεπώς του εθνικισμού συνιστά μείζονα πρόκληση για την παγκόσμια και περιφερειακή ασφάλεια τονίζει μιλώντας στο «Βήμα» η Νάντια Αρμπάτοβα. Η διευθύντρια του Τμήματος Ευρωπαϊκών Πολιτικών Σπουδών της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, η οποία συμμετείχε στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που άρχισε την Πέμπτη και ολοκληρώνεται σήμερα, χαρακτηρίζει επίσης τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Ντόναλντ Τραμπ ως τον «μεγάλο άγνωστο» και ως δημιούργημα της αντιπαγκοσμιοποίησης, οι κινήσεις του οποίου έναντι της Ευρώπης και της Κίνας κινούνται προς λάθος κατεύθυνση. Θεωρεί, τέλος, ότι η γεφύρωση των σημερινών προβλημάτων μεταξύ Δύσης και Ρωσίας μπορεί να προέλθει μόνο αν οι δύο πλευρές συμφωνήσουν σε ένα νέο πλαίσιο κανόνων συμπεριφοράς.
Πώς θα περιγράφατε τη σημερινή εξωτερική πολιτική της Ρωσίας; Ποιοι είναι οι στόχοι της;
«Από την ανάληψη της προεδρίας της Ρωσίας από τον Βλαντίμιρ Πούτιν το 2000, η αποκατάσταση του status της χώρας έγινε ο βασικός αντικειμενικός σκοπός της εξωτερικής πολιτικής και η καθοδηγητήρια αρχή στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση. Αυτός ο σκοπός εξακολουθεί να παραμένει υψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής. Η μετασοβιετική ευφορία που επικράτησε στη Ρωσία αντικαταστάθηκε από ένα αίσθημα απώλειας της αυτοκρατορίας και του στάτους της υπερδύναμης έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις αμερικανοί πολιτικοί προκάλεσαν τον Πούτιν, χαρακτηρίζοντας τη Ρωσία ως μία περιφερειακή δύναμη που χάνει σε ισχύ. Φυσικά, υπήρξαν και άλλοι πιο ρεαλιστικοί στόχοι που εστίαζαν στην οικονομική συνεργασία και στο κέρδος. Ωστόσο και με όλη τη σημασία που έχουν τα έσοδα από τις εξαγωγές ενεργειακών πόρων και όπλων, οι οικονομικοί στόχοι κατείχαν πάντοτε δευτερεύουσα θέση στον κύριο πολιτικό στόχο της αποκατάστασης της διεθνούς θέσης της Ρωσίας η οποία σείστηκε από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επιστροφή της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο σε τόσο διευρυμένη κλίμακα».
Ποια είναι η άποψή σας για όσα ισχυρίζεται ο πρόεδρος Τραμπ σχετικά με τις σχέσεις με Ρωσία, Ευρώπη και Κίνα; Θα λέγατε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονται σε μια εποχή «υποχώρησης»;
«Από πολιτικής απόψεως, ο πρόεδρος Τραμπ είναι ο «μεγάλος άγνωστος». Αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε είναι ότι ο βασικός παράγοντας που θα καθορίσει την προσωπική του προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική είναι ο εθνικισμός. Επιθυμεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία αλλά με τους δικούς του όρους και δεν θα είναι ανοιχτός σε συμβιβασμούς. Αυτό σημαίνει ότι η Μόσχα θα βρεθεί αντιμέτωπη με «απλές» επιλογές, είτε να ταχθεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε αμέσως να μετατραπεί σε αντίπαλο. Αυτή η προσέγγιση εμπεριέχει έναν κίνδυνο. Με το να είναι ο ίδιος εθνικιστής, ένα δημιούργημα της αντιπαγκοσμιοποίησης, η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν αρέσει στον πρόεδρο Τραμπ, ή καλύτερα δεν μπορεί να του αρέσει, διότι η ΕΕ ως οντότητα συνιστά το μόνο αντίβαρο στους εθνικισμούς κάθε είδους. Δεν κατανοεί όμως ότι μία Ευρώπη σε αποσύνθεση δεν είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών καθώς δεν μπορεί να είναι ισχυρός σύμμαχος. Επειδή είναι εθνικιστής ανησυχεί για την υφέρπουσα επέκταση της Κίνας σε διάφορα μέρη του κόσμου. Η απόφασή του όμως να εγκαταλείψει την Εταιρική Συμφωνία του Ειρηνικού (ΤΡΡ) αφήνει την Κίνα στη θέση του οδηγού σε ό,τι αφορά την εμπορική πολιτική στην Ανατολική Ασία. Φυσικά, πολλά θα εξαρτηθούν από τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του Τραμπ, ειδικά τους επαγγελματίες, οι οποίοι θα προσαρμόσουν την πορεία της εξωτερικής του πολιτικής. Αυτό το βλέπουμε από τα ταξίδια του αντιπροέδρου Μάικ Πενς που προσπαθεί να μαλακώσει τις θέσεις του Τραμπ και να τους προσδώσει διπλωματική μορφή».
Η εσωτερική πολιτική, διεθνώς, φαίνεται να επιστρέφει στον λαϊκισμό και στον εθνικισμό. Πώς θα μπορούσε αυτό να επηρεάσει τη διεθνή πολιτική; Θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες συρράξεις;
«Η άνοδος του ακροδεξιού λαϊκισμού είναι η… παγκοσμιοποίηση του φαινομένου της αντιπαγκοσμιοποίησης –ο εθνικισμός. Εχουμε εισέλθει σε μία πολύ επικίνδυνη φάση των διεθνών σχέσεων καθώς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο κρατικός εθνικισμός έχει πολύ στενά συνδεθεί με τους πλέον καταστροφικούς πολέμους της ανθρώπινης ιστορίας. Η θριαμβευτική προέλαση του εθνικισμού σε μια πυρηνική εποχή συνιστά τη μεγαλύτερη πρόκληση για την παγκόσμια και την περιφερειακή σταθερότητα».
«Ρωσία και Δύση να συμφωνήσουν σε κοινούς κανόνες»

Είναι δικαιολογημένες οι ανησυχίες της Δύσης για τις ρωσικές πράξεις; Πώς θα μπορούσε να γεφυρωθεί το σημερινό χάσμα;

«Θα ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που θα δικαιολογούσε κάθε βήμα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Η αλήθεια όμως είναι ότι η Ρωσία και η Δύση έχουν πολύ διαφορετικές αντιλήψεις και ερμηνείες για την απαρχή της σημερινής κρίσης στις σχέσεις τους. Η Ρωσία απεικονίζεται στη Δύση ως μία αναθεωρητική χώρα που διέλυσε το status quo στη μεταδιπολική Ευρώπη. Ποια είναι όμως η αφετηρία για τον ορισμό του status quo; Είναι το τέλος του διπολισμού; Μήπως είναι η στρατιωτική εκστρατεία του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία το 1999; Ή η αναγνώριση του Κοσόβου; Ή η κρίση στον Καύκασο το 2008; Στα μάτια της ρωσικής ηγεσίας δεν είναι η Ρωσία αλλά η Δύση που ξεκίνησε μονομερώς να αναθεωρεί τη μεταδιπολική ευρωπαϊκή τάξη και τις αρχές του Ελσίνκι με την προς Ανατολάς διεύρυνση του ΝΑΤΟ, με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, με τον παραγκωνισμό της Ρωσίας από τη φυσική γειτονιά της. Κατά τη διάρκεια της κρίσης στον Καύκασο, η Ρωσία αναφέρθηκε στο προηγούμενο του Κοσόβου και αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας. Στην ουκρανική διένεξη η Ρωσία δημιούργησε ένα νέο προηγούμενο, έχοντας ενσωματώσει την Κριμαία και πιθανότατα κάποιος άλλος θα αναφερθεί σε αυτό στο μέλλον. Τόσο η Ρωσία όσο και η Δύση έχουν διαπράξει πολλά λάθη τα τελευταία 25 χρόνια. Θα ήταν αντιπαραγωγικό να μειώσουν τις αντιφάσεις στον ελάχιστο παρονομαστή. Θα ήταν προτιμότερο η Ρωσία και η Δύση να συμφωνούσαν σε κοινούς κανόνες συμπεριφοράς –ας πούμε σε ένα «νέο Ελσίνκι» –προσαρμοσμένο στις νέες πραγματικότητες».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ