Παρέμβαση-πρόκληση προς την Κεντροαριστερά για διάλογο κάνει ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στ. Πιτσιόρλας μέσα από τη συνέντευξη που ακολουθεί, διερωτώμενος χαρακτηριστικά: «Θα κουβεντιάσουν για το μέλλον της χώρας με εμάς ή με τη ΝΔ;». Τάσσεται υπέρ των συμμαχιών στη βάση προγραμματικών συμπτώσεων οι οποίες πρέπει να επιδιωχθούν πάνω σε συγκεκριμένη ατζέντα και επ’ αυτού τονίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να ανοίξει –και θα ανοίξει –μια μεγάλη συζήτηση στα τρία πεδία της στρατηγικής βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης, της συνταγματικής αναθεώρησης και της ευρωπαϊκής προοπτικής – θέσης και ρόλου της Ελλάδας. «Απέναντι σε μια τέτοια πρωτοβουλία, οι δυνάμεις της λεγόμενης Κεντροαριστεράς θα κληθούν να τοποθετηθούν» επισημαίνει χαρακτηριστικά.

Παρά το κλίμα σχετικής ευφορίας που καλλιεργήθηκε μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, οι εκπρόσωποι των θεσμών εμφανίστηκαν με άγριες διαθέσεις, ζητώντας μέτρα και περικοπές από το 2018…
«Κανείς δεν περίμενε να είναι εύκολη η διαπραγμάτευση εν όψει της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου μπήκαν τα θεμέλια για την οικοδόμηση μιας συνολικής συμφωνίας που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την αλλαγή σελίδας και όχι απλώς το κλείσιμο της αξιολόγησης. Μια τέτοια συμφωνία θα είναι η αφετηρία για την αποφασιστική είσοδο της χώρας στη φάση ανάπτυξης και σταδιακής χαλάρωσης της λιτότητας».

Πόσο δημοσιονομικά ουδέτερη μπορεί να είναι μια συμφωνία με αυτές τις απαιτήσεις των δανειστών; Και ποια αντίμετρα μπορούν να αντισταθμίσουν τα νέα μέτρα;
«Πρέπει να δούμε την τελική ισορροπία για να μπορέσουμε να κρίνουμε τη συμφωνία. Σε κάθε περίπτωση, είναι η πρώτη φορά που στο τραπέζι μπαίνει το θέμα των αντίμετρων, όπως τα ονομάσατε. Αυτό από μόνο του είναι μια τεράστια πρόοδος και δείχνει την αλλαγή των ισορροπιών στο στρατόπεδο των δανειστών μας».
Υπάρχουν περιθώρια για μια συμφωνία-πακέτο που θα περιλαμβάνει πρωτογενή πλεονάσματα και μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος;
«Στόχος της κυβέρνησης είναι η συνολική συμφωνία. Και εάν αυτός ο στόχος επιτευχθεί, τότε θα έχουμε κερδίσει. Βεβαίως θα πιεστούμε, όμως οι σημερινές συνθήκες επιτρέπουν να είμαστε ψύχραιμοι και αισιόδοξοι. Και βεβαίως η ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση είναι κεντρικό στοιχείο της επιδιωκόμενης συμφωνίας».

Μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι συμβιβασμοί εκ μέρους της κυβέρνησης;
«Ο Θουκυδίδης μάς έχει διδάξει ότι σε μια διαπραγμάτευση ανάμεσα σ’ έναν ισχυρό κι έναν αδύναμο ο ισχυρός παίρνει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του. Το αποτέλεσμα λοιπόν είναι καθαρά θέμα συσχετισμού δύναμης. Σήμερα είμαστε αισιόδοξοι γιατί αισθανόμαστε ότι τόσο οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας όσο και οι ευρωπαϊκές εξελίξεις ενδυναμώνουν την ελληνική θέση και κάνουν τα επιχειρήματά μας πειστικά».


Πάντως η αντιπολίτευση σας κατηγορεί ότι υποχωρήσατε σε όλα τα πεδία και ότι φέρνετε ένα τέταρτο μνημόνιο από το παράθυρο…
«Η αντιπολίτευση πρέπει να αποφασίσει εάν θέλει να κλείσει η αξιολόγηση. Και εάν «ναι», τότε να πει συγκεκριμένα τη γνώμη της επί των συγκεκριμένων θεμάτων. Η προσπάθεια είσπραξης της δυσαρέσκειας και πολιτικής αξιοποίησης της κόπωσης του ελληνικού λαού από την παρατεταμένη λιτότητα δεν συνιστά σοβαρή πολιτική και δεν πείθει πλέον κανέναν. Η κυβέρνηση θα αναλάβει όποια ευθύνη χρειαστεί προκειμένου να βγει η χώρα από την κρίση και να μην πάνε χαμένες οι τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού. Και αυτή η στάση τελικώς θα επιβραβευθεί από τους πολίτες όταν στο τέλος της τετραετίας έρθει η ώρα των εκλογών».

Κάποιοι συνοδοιπόροι σας μιλούν για δημιουργία προϋποθέσεων συνάντησης με το ΠαΣοΚ. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
«Η προοπτική ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης ματαιώνει τα σενάρια περί εκλογών και δημιουργεί μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019 μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να οργανώσει το αύριο. Η κυβέρνηση Τσίπρα εκ των πραγμάτων θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και μπορεί με τις επιλογές της να διαμορφώσει τους όρους μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας που θα εκφραστεί από την κυβέρνηση που θα προκύψει στις εκλογές του 2019. Προσωπικά θεωρώ ότι το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τους παραδοσιακούς γεωγραφικούς πολιτικούς προσδιορισμούς.
Η κυβέρνηση οφείλει να ανοίξει –και θα ανοίξει –μια μεγάλη συζήτηση σε τρία πεδία:
l Στρατηγική βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.
l Συνταγματική αναθεώρηση.
l Ευρωπαϊκή προοπτική – θέση και ρόλος της Ελλάδας.
Οι όποιες συμμαχίες πρέπει να οικοδομηθούν στη βάση προγραμματικών συμπτώσεων στα τρία αυτά πεδία. Απέναντι σε μια τέτοια πρωτοβουλία, οι δυνάμεις της λεγόμενης Κεντροαριστεράς θα κληθούν να τοποθετηθούν».


Αυτό αποτελεί πρόσκληση σε διάλογο;
«Για την ακρίβεια, αποτελεί πρόκληση προς την Κεντροαριστερά για διάλογο. Θα κουβεντιάσουν για το μέλλον της χώρας με εμάς ή με τη ΝΔ;».
«Ως χώρα έχουμε σοβαρό θέμα με τις επενδύσεις»

Ασκείται έντονη κριτική στην κυβέρνηση ότι στην πραγματικότητα εχθρεύεται τις επενδύσεις. Είναι έτσι;

«Την εποχή των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η συμμετοχή των άμεσων ξένων επενδύσεων στο ΑΕΠ ήταν μόλις 1%. Τότε δεν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να παραδεχθούμε όλοι ότι ως χώρα έχουμε ένα σοβαρό θέμα με τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα εν γένει. Πρόβλημα που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε αλλάζοντας τη συνολική κουλτούρα της κοινωνίας μας, διότι η αντίληψη της κρατικοδίαιτης οικονομίας είναι βαθιά ριζωμένη και αφορά όλους τους παράγοντες της οικονομίας. Στόχος της κυβέρνησης –και σ’ αυτό το υπουργείο Οικονομίας εκ των πραγμάτων θα πρωταγωνιστήσει –είναι η αλλαγή του καταρρεύσαντος μοντέλου οικονομικής μεγέθυνσης και στη θέση του η θεμελίωση μιας στρατηγικής βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης».

Τι χρειάζεται για να πάρει μπροστά η «μηχανή»;
«Θέλουμε μια οικονομία ανταγωνιστική και εξωστρεφή, που να αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα της χώρας και το ανθρώπινο δυναμικό της, να ενσωματώνει στην παραγωγική διαδικασία τις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία. Και βεβαίως μια οικονομία που να λειτουργεί προς όφελος της κοινωνίας και ο παραγόμενος πλούτος να κατανέμεται δίκαια. Φιλικό προς τις επενδύσεις περιβάλλον σημαίνει λιγότερη πολυνομία και γραφειοκρατία, σταθερό φορολογικό καθεστώς, κλίμα κοινωνικής αποδοχής. Ταυτόχρονα όμως σημαίνει διαφανείς σχέσεις με το Δημόσιο και το πολιτικό σύστημα, κοινωνική εταιρική ευθύνη, τήρηση των νόμων και των διαδικασιών. Ολα αυτά αποτελούν ένα αδιαίρετο σύνολο. Αυτό λοιπόν το φιλικό προς τις επενδύσεις περιβάλλον δεν υπάρχει στην Ελλάδα και πρέπει να διαμορφωθεί. Και δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που το χάλασε».

Πάντως στην περίπτωση του Ελληνικού εγείρονται διαρκώς προσκόμματα και με την υπογραφή βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Τελικά θα προχωρήσει η επένδυση;
«Η επένδυση προχωράει, όμως σε καμιά επένδυση δεν πρέπει να θεωρούμε εμπόδιο την άσκηση δικαιωμάτων τόσο των πολιτών όσο και των βουλευτών. Καθήκον της Πολιτείας και των επενδυτών είναι από κοινού να πείσουν ότι όλα γίνονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και δεν υπάρχει τίποτα που να γίνεται χαριστικά. Στην περίπτωση του Ελληνικού υπάρχουν κάποια μικρά ακόμα θέματα προς επίλυση, που είμαι βέβαιος ότι μπορούν να επιλυθούν χωρίς να διογκώνονται και το μεγάλο αυτό έργο να σφραγίσει τη νέα περίοδο στην οποία μπαίνει η ελληνική οικονομία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ