«ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ του Δημητρίου και της Ελισάβετ, γεν. τω 1934 εν Αθήναις, εκδότης των εφημερίδων «ΒΗΜΑ – ΝΕΑ», κάτοικος Αθηνών, οδός Αναγνωστοπούλου αριθμ. 16. Εκ του παρ’ ημίν αρχείου δεν προκύπτουσι στοιχεία περί κομμουνιστικής δραστηριότητος τούτου. Ως εκδότης των ημερησίων εφημερίδων «BHMA – NEA» ανέπτυξε σοβαράν πολιτικήν δραστηριότητα κατά τα τελευταία έτη, αι δε υπ’ αυτόν εκδιδόμενες εφημερίδες ηκολούθησαν φιλοκομμουνιστικήν γραμμήν. Θεωρείται πρόσωπον με ηυξημένον πολιτικό κύρος». Πρόκειται για μια από τις χαρακτηριστικές αναφορές του χουντικού καθεστώτος στον Χρήστο Λαμπράκη που περιλαμβάνονται στον «Ατομικό Φάκελλο» που διατηρούσε η Γενική Διεύθυνσις Εθνικής Ασφαλείας του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, τον οποίο φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας «Το Βήμα». Επτά χρόνια μετά τον θάνατό του και σε μια σημαδιακή συγκυρία για το παρόν και το μέλλον του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, τα στοιχεία του φακέλου αποτυπώνουν με έναν ιδιαίτερο συμβολισμό τη διαρκή αφύπνιση και τη δραστηριοποίησή του ακόμη και στις δυσμενείς συνθήκες του στραγγαλισμού της Δημοκρατίας, που επικράτησε στη χώρα την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών, για τα θέματα της ελευθερίας του Τύπου και του ρόλου των δημοσιογράφων, αγώνα που, όπως ο ίδιος υπογράμμιζε, «συμπίπτει με τον αγώνα για τις δημόσιες ελευθερίες».
Επί του φακέλου του Χρήστου Λαμπράκη (Φ 92402) «εγήνετο αποσυμφόρησις» το 1975, όπως υποδηλώνει η σχετική επισήμανση που υπάρχει στο εξώφυλλο του φακέλου ο οποίος έλαβε τον νεότερο αριθμό 2/70183, κάτι που σημαίνει ότι η Ασφάλεια αμέσως μετά την κατάρρευση της χούντας αφαίρεσε στοιχεία από αυτόν κρίνοντας ότι δεν της ήταν πλέον χρήσιμα ή ότι έπρεπε να εξαφανιστούν. Εχει ενδιαφέρον προς τούτο το γεγονός, όπως αποτυπώνεται στα σχετικά έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο, ότι ο Χρήστος Λαμπράκης βρισκόταν στο στόχαστρο του «ενδιαφέροντος» της Ασφάλειας μέχρι και το 1978: «Παρακαλούμεν εξακριβώσατε αθορύβως και αναφέρατε, το ταχύτερον δυνατόν, περί της εν γένει διαγωγής του εν θέματι (νομοταγής διαβίωσις, αντεθνική ή ανατρεπτική δράσις κ.λπ.) ως και των οικείων του» αναφέρει σχετική εμπιστευτική διαταγή της 30ής Ιουνίου 1978 της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Διεύθυνσης Γενικής Ασφαλείας. Ηταν η εποχή που ο Λαμπράκης ζητούσε να του χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ραδιοδικτύου, η οποία και του εδόθη, καθώς το Τμήμα Τύπου της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ασφάλειας ενημέρωνε την 31η Αυγούστου 1978 ότι «εις τον κύκλον της εργασίας του δεν απησχόλησε αντεθνικώς».
Υπό παρακολούθηση
Ενδεικτική του κλίματος που υπήρχε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν η επιστολή του Χρήστου Λαμπράκη της 30ής Ιουνίου 1976 προς τον τότε αρχηγό της Αστυνομίας Πόλεως Θεόδωρο Τζήμα, η οποία κοινοποιείτο στον υπουργό Προεδρίας Γεώργιο Ράλλη, τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Γεώργιο Σταμάτη, στον υφυπουργό Προεδρίας Τάκη Λαμπρία κ.ά. καταγγέλλοντας την παρακολούθησή του: «Καθώς από τριών ήδη ημερών ήρχισε τακτική παρακολούθησις των κινήσεών μου από άγνωστα εις εμέ πρόσωπα, συνήθως δι’ αυτοκινήτου, θέτω το γεγονός υπ’ όψιν σας διά να λάβετε όποια μέτρα κρίνετε ενδεικνυόμενα διά την αντιμετώπισιν των προθέσεων ατόμων που μετέρχονται γνωστάς και επί δικτατορίας μεθόδους κατασκοπείας, εκφοβισμού ή προετοιμασίας συγκεκριμένων εχθρικών ενεργειών στρεφομένων κατά πολιτών» ανέφερε στην επιστολή του, υπογραμμίζοντας ακόμα ότι «έχων την πείραν της επταετίας και γνωρίζων τον τρόπον να διαπιστώσω ότι επρόκειτο περί στενής παρακολουθήσεως και όχι περί απλής συμπτώσεως, σας παραδίδω τον αριθμόν του αυτοκινήτου, με ξένην φυσικά πινακίδα». Κάτω από την επιστολή του υπάρχει η ιδιόχειρη σημείωση του αρμοδίου ασφαλίτη: «Κατόπιν διαταγής του κ. Αρχηγού, ουδεμία ενέργεια να γίνει επί της παρούσης αναφοράς»

«Εφερε μετ’ αυτού 14.000 δρχ. και διόπτρας»
Στον φάκελο του Χρήστου Λαμπράκη περιλαμβάνονται πολλά στοιχεία σχετικά με τη δραστηριότητά του ως εκδότη, κυρίως κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας. Σε αυτά συγκαταλέγονται οι αποφάσεις κράτησης και εκτόπισής του, όπως και οι αποφάσεις άρσης τους, τα «ενημερωτικά σημειώματα» που συντάσσονταν «αρμοδίως» για τις κινήσεις και τις επαφές του, ακόμη και για επισκέψεις του σε αρχαιολογικούς χώρους! «Εχομεν την τιμήν να γνωρίσωμεν ότι ο εν θέματι επιβαίνων του υπ’ αριθμ. ΙΧ 258777 επιβατικού αυτοκινήτου μετέβη περί ώραν 10.00 εις το Χωρίον περιφερείας Μίνθης Ολυμπίας, ένθα παρουσιασθείς ως Φωτιάδης Χρήστος ητήσατο πληροφορίας περί αρχαιολογικών χώρων» ανέφερε το σχετικό σημείωμα που συνέταξε ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Ζαχάρως, προσθέτοντας μάλιστα ότι «έφερε μετ’ αυτού 14.000 δρχ., φωτογραφική μηχανή τελευταίου τύπου, διόπτρας, χάρτας Πελοποννήσου κ.λπ.». Στον φάκελο περιέχονται και δημοσιεύματα που έφεραν την υπογραφή τού τότε εκδότη του «Βήματος» και των «Νέων» και ενοχλούσαν το καθεστώς καθώς στρέφονταν απερίφραστα κατά του περιορισμού των ελευθεριών του Τύπου και του έργου των δημοσιογράφων, ομιλίες του στο εξωτερικό για τα θέματα αυτά, έγγραφα σχετικά με τις διώξεις εναντίον του ως εκδότη για αδικήματα Τύπου, αιτήσεις του για να του δοθεί άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό και τα σχετικά έγγραφα που ακολουθούσαν, αλλά και στοιχεία για τους συνεργάτες του και τους οικείους του, όπως και αιτήσεις του ΔΟΛ για τη χορήγηση αδειών εισαγωγής εκτυπωτικών μηχανημάτων, για την έκδοση άδειας κυκλοφορίας φορτηγού αυτοκινήτου κ.λπ., όπως και η αίτησή του σε ηλικία 20 ετών, το 1954, τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του πατέρα του Δημητρίου Λαμπράκη, ιδρυτή του «Ελευθέρου Βήματος» (1922) και των «Αθηναϊκών Νέων» (1929), προκειμένου να του χορηγηθεί πιστοποιητικό ότι «δεν εκκρεμεί παρ’ υμίν καταδιωκτικόν τι έγγραφον» για να λάβει άδεια οδήγησης.

Κρατούμενος στη Σχολή Χωροφυλακής
Κατά την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, ο Χρήστος Λαμπράκης διέφυγε της σύλληψης και κρυβόταν σε άλλο σπίτι. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Την 1η Ιουνίου 1967 συνελήφθη και στην αρχή εκρατείτο στη Σχολή Χωροφυλακής ενώ μετά τη 17η Ιουλίου 1967 στην Υπηρεσία Αμέσου Επεμβάσεως Αμαρουσίου. Τη 19η Ιουλίου, όπως μας πληροφορεί σχετικό «περιληπτικό σημείωμα» για τον «πολιτικό κρατούμενο Λαμπράκη Χρήστο του Δημητρίου», ο έγκλειστος εκδότης «παρηπονέθη ότι πάσχει από σοβαράν εγκεφαλικήν ασθένειαν και ητήσατο, όπως εξετασθή υπό του προσωπικού του ιατρού ΠΟΝΤΙΔΑ Ευθυμίου». Με εντολή του υπουργού επιτράπηκε η εξέτασή του αλλά παρουσία υγειονομικού αξιωματικού, ενώ ο γιατρός του ζήτησε εγγράφως στις 20 Ιουλίου να τον επισκέπτεται ανά πενθήμερο. Επτά ημέρες αργότερα διατάχθηκε η συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών «περί της διαγωγής τού εν λόγω ιατρού».

«Αποφασίζομεν και διατάσσομεν»
Αν και «μέχρι της 21-4-1967 δεν είχεν απασχολήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπον τας Αρχάς Ασφαλείας», όπως αναφέρεται σε άλλο εμπιστευτικό ενημερωτικό σημείωμα, την 25η Οκτωβρίου 1967 ο Λαμπράκης εκτοπίστηκε στη Φολέγανδρο όπου παρέμεινε μέχρι την 22α Νοεμβρίου 1967 οπότε μεταφέρθηκε στη Σύρο, η οποία ορίσθηκε ως μόνιμος τόπος εκτόπισής του. Η ποινή του διεκόπη την 23η Δεκεμβρίου 1967, ενώ την 25η Ιανουαρίου 1968 «απηγορεύθη η εις το εξωτερικόν αποδημία του». Από το 1970 αρχίζει το καθεστώς να του επιτρέπει να βγαίνει στο εξωτερικό κατά περίπτωση. Η ευγένεια και η στωικότητα που επέδειξε από την αρχή της κράτησής του ο Λαμπράκης ξάφνιασε τους δεσμώτες του, όπως προκύπτει από την έκθεση που εστάλη από τη Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής στο Αρχηγείο Βασιλικής Χωροφυλακής την 20ή Ιουλίου 1967: «Συμπεριφορά κατά την διάρκειαν της κρατήσεώς του άψογος από πάσης πλευράς. Ουδέν παράπονον εξέφρασε διά την σύλληψιν και κράτησίν του» αναφερόταν. Η απόφασή του να συνεχίσει την έκδοση των εφημερίδων και μετά την επιβολή της δικτατορίας δημιουργούσε μια «δυσμενή εις βάρος του εντύπωση», όπως επισημαινόταν στην παραπάνω έκθεση, ως εκ τούτου η σύλληψή του «ήτο εν μέρει ευνοϊκή δι’ αυτόν». «Εσχημάτισα την εντύπωσιν ότι πρόκειται περί ατόμου σοβαρού, ευγενούς, λογικού και λίαν πειθαρχικού, με ευρείαν εγκυκλοπαιδικήν μόρφωσιν» σημειωνόταν για τον 33χρονο κρατούμενο.

Στη Φολέγανδρο ο Λαμπράκης εκτοπίστηκε μαζί με άλλους. «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν την εκτόπιση αυτών επί εν έτος εις Νήσον Φολέγανδρον» αναφερόταν στην απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Καλαμπόκια και του υπουργού Δημοσίας Τάξεως Παύλου Τοτόμη (αρ. πρωτ. 099/227759) της 14ης Νοεμβρίου 1967, όπου εκτός του εκδότη του «Βήματος» και των «Νέων» περιλαμβάνονται τα ονόματα τέως τότε υπουργών όπως ο Ιωάννης Ζίγδης και ο Αγγελος Αγγελούσης, τέως βουλευτών όπως ο Ιωάννης Αλευράς, ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, ο Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, του τέως διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Γεωργίου Παπανδρέου, Ιωάννη Μανουσάκη, των τέως βουλευτών Ηλία Κατριβάνου, Γεωργίου Καστανίδη, Λάσκαρη Λασκαρίδη κ.ά., του διευθυντή της εφημερίδας «Ελεύθερος» Δημητρίου Πουρνάρα, καθώς και δημοκρατικών αξιωματικών εν αποστρατεία. Πολλοί από αυτούς συνόδευσαν τον Λαμπράκη και στον επόμενο τόπο εκτοπισμού του, τη Σύρο, ενώ απελευθερώθηκαν μαζί, όπως φαίνεται στη σχετική απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 1976 στο πλαίσιο των μέτρων επιεικείας που είχε εξαγγείλει το καθεστώς.

«Πρόκειται να καλέση τους συγκρατουμένους του»
Βεβαίως η παρακολούθησή του συνεχίστηκε και ήταν, όπως φαίνεται από τα «σημειώματα», στενότατη. Στο σχετικό έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 1968 διαβάζουμε ότι ο Χρήστος Λαμπράκης αφού «αφέθη στις 23-12-1967, εγκατεστάθη εις την οικίαν του, Αναγνωστοπούλου αριθμ. 5». «Εις την εφημερίδα μετέβη άπαξ κατά τα πρώτας ημέρας. Εκτοτε παρέμεινεν εις οικίαν του. Μετά τα Χριστούγεννα, 26 ή 27 Δεκεμβρίου μετέβη μετά της μητρός του εις Πόρον εις ιδιόκτητον οικίαν. Εκεί παρέμεινε περίπου δέκα (10) ημέρας. Εκτοτε εις την οικίαν του. Επραγματοποίησεν εκδρομάς και περιπάτους διά του αυτοκινήτου του (Λίμνη Στυμφαλίας). Την πρώην ημέραν της επανόδου του εκ Σύρου τον επεσκέφθησαν πολλοί φίλοι του. Πολιτικοί δεν μετέβησαν εις την οικίαν του εισέτι. Τους είπεν αργότερα». Μαθαίνουμε όμως ότι «επεσκέφθη τον Μιχαήλ Παπακωνσταντίνου» και ότι «επικοινώνησε τηλεφωνικώς με Μαύρον» (Γεώργιο) καθώς και ότι «πρόκειται να καλέση αυτόν τον καιρό εις την οικίαν του και όλους τους συγκρατουμένους του».

Η ελευθερία του Τύπου και ο ρόλος των εφημερίδων
Η προσπάθεια της χούντας να επιβάλει το 1971 «κώδικα δεοντολογίας» των δημοσιογράφων και να τους θέσει σε έναν περιοδικό έλεγχο φρονημάτων προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Μεταξύ των πρώτων που αντέδρασαν ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης ο οποίος δήλωσε ότι αρνιόταν «να υποβληθή εις την ταπεινωτικήν διαδικασίαν ελέγχου νομιμοφροσύνης». Αρθρογραφώντας στο «Βήμα» (περιέχεται στον φάκελο) σχετικά με το προσχέδιο του νόμου «περί δημοσιογραφικού επαγγέλματος», ότι «η άρνησις αποδοχής τέτοιου ελέγχου δεν αποτελεί για εμάς μονάχα πολιτική θέση ή επιταγή ηθική» αλλά «εκφράζει το ελάχιστο δείγμα σεβασμού προς ένα λειτούργημα που». Είχε προηγηθεί η βράβευσή του (το 1968) με τη «Χρυσή Πένα»: «Ευτυχής που επιβεβαιώ ότι η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εκδοτών Εφημερίδων (FIEJ) απένειμεν εις υμάς Χρυσήν Γραφίδα Ελευθερίας έτους 1968. ΣΤΟΠ» έγραφε το σχετικό τηλεγράφημα που εστάλη από το Παρίσι στον Χρήστο Λαμπράκη (σε μετάφραση της Ασφάλειας). Ενώ περίοπτη θέση στον φάκελο λαμβάνουν οι αναφορές στην ομιλία του στο συνέδριο του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου τον Ιούνιο του 1972 για την ελευθεροτυπία στην Ελλάδα, όπου βρέθηκε μαζί με άλλη μια εμβληματική μορφή των παραδοσιακών εκδοτών-δημοσιογράφων, την Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής».
Μεταξύ των εγγράφων υπάρχει και το σχόλιο του αείμνηστου δημοσιογράφου του «Συγκροτήματος», όπως καθιερώθηκε εδώ και δεκαετίες να αποκαλείται ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Βάσου Μαθιόπουλου στην Ντόιτσε Βέλε. «Οσο για τον αγώνα μας, τον συνεχίζουμε με την πεποίθηση πως μια εφημερίδα υπαρκτή και δραστηριοποιημένη μπορεί να έχη απήχηση ευεργετική ακόμα και όταν γίνεται στόχος μέτρων πιεστικών ή όταν οι δυνατότητες διαδόσεώς της περιορίζονται τεχνητά» είχε υπογραμμίσει ο Χρήστος Λαμπράκης στην ομιλία του υπενθυμίζοντας, όπως αναφερόταν στο σχόλιο, ότι «μια εφημερίδα που υπάρχει και πληροφορεί για όλα τους αναγνώστες της, για μια αδικία, ή για τον τραυματισμό των συνταγματικών ελευθεριών, γίνεται αφυπνιστής συνειδήσεων και σαν τέτοιος μπορεί ο Τύπος ακόμη και με περιορισμούς να υπηρετήση την αποστολή του».

Η «λίστα» με τους 143 δημοσιογράφους του ΔΟΛ

Το καθεστώς των συνταγματαρχών δεν περιοριζόταν φυσικά στον έλεγχο της «φρονηματικής κατάστασης» μόνο του Χρήστου Λαμπράκη αλλά και των στενών συνεργατών του και των δημοσιογράφων του «Συγκροτήματος». «Εις εκτέλεσιν των ύπερθεν σχετικών, αφορωσών κοινωνικά φρονήματα των εργαζομένων δημοσιογράφων εις τας ενταύθα εκδιδομένας ημερησίας εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ», αναφέρομεν κατωτέρω πλήρη στοιχεία ταυτότητος μετ’ ενδείξεως της φρονηματικής καταστάσεως ενός εκάστου των εργαζομένων δημοσιογράφων, εις άπαντα τα έντυπα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, από των στηλών των οποίων ασκείται οξεία κυβερνητική προπαγάνδα» αναφέρει η πολυσέλιδη αναφορά που συνέταξε το Τμήμα Τύπου της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ασφάλειας (με ημερομηνία 17 Αυγούστου 1973).

Στη «λίστα» φιγουράρει πρώτο το όνομα του εκδότη και ακολουθούν τα ονόματα των τότε διευθυντικών στελεχών των εντύπων, όπως του Λέοντος Καραπαναγιώτη, του Γιώργου Ρωμαίου, του Χάρη Μπουσμπουρέλη, του Κώστα Νίτσου, του Γιώργου Μανιατάκου, του Γιάννη Μαρίνου («Οικονομικός Ταχυδρόμος»), του Γιώργου Τσαπόγα, του Γιάννη Καψή («Ταχυδρόμος»), του Ανδρόνικου Μαρκάκη, του Γιάννη Βανδώρου («Η Ομάδα»), του Κώστα Ρεσβάνη, του Θέμη Χαραλαμπίδη και πολλών δημοσιογράφων –αρθρογράφων –σκιτσογράφων των εντύπων (συνολικός αριθμός 143). Μεταξύ αυτών, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ο Γεώργιος Σαββίδης, ο σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης, ο Παύλος Παλαιολόγος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Γεώργιος Ρούσσος, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Σταύρος Ψυχάρης, ο Βασίλης Νικολόπουλος, ο Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, ο Βίκτωρ Νέτας, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο σκιτσογράφος Κώστας Μητρόπουλος, ο αδελφός του επίσης σκιτσογράφος Βασίλης Μητρόπουλος, ο Κοσμάς Λιναρδάτος, ο Μανούσος Πλουμίδης, ο Κώστας Σκούρας, ο Λεωνίδας Ζενάκος, η Χαρά Κιοσσέ, ο Μανώλης Μαθιουδάκης, ο Μηνάς Παπάζογλου, ο Νίκος Κακαουνάκης, ο Αριστείδης Μανωλάκος, ο Πάνος Λουκάκος, ο Δημήτρης Τσαλίδης, ο Νικηφόρος Αντωνόπουλος, ο Γιάννης Καρτάλης, ο Δημήτρης Γουσίδης, ο Γιώργος Κοντογιάννης και πολλοί άλλοι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ