Τον Φεβρουάριο του 2016 ο Ευκλ. Τσακαλώτος ανέφερε: «Αν είναι να κλείσει η αξιολόγηση Μάιο – Ιούνιο, τότε καήκαμε». Οι διαδικασίες εκείνης της φάσης διαπραγμάτευσης έκλεισαν τελικά με την ψήφιση των προαπαιτουμένων στα μέσα Ιουνίου και σήμερα οι συζητήσεις κυβέρνησης – κουαρτέτου παραμένουν για μία ακόμη φορά σε εκκρεμότητα.
Το κλίμα που μεταδίδεται από κυβερνητικές πηγές είναι πως εντός του Σαββατοκύριακου θα έχει κλείσει η βασική συμφωνία, ώστε να «τρέξουν» κανονικά οι διαδικασίες, να τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα, και στο Εurogroup της 5ης Δεκεμβρίου να δοθεί το «καλώς έχειν» προκειμένου να γίνουν τα επόμενα βήματα.
Σε αυτά, κατά την κυβέρνηση και τις προσδοκίες που καλλιεργούνται, ειδικώς μετά την επίσκεψη του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, περιλαμβάνονται και οι ρυθμίσεις για το χρέος. Παρά ταύτα, οι φιλοδοξίες που εκδηλώνονται εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τα αρνητικά μηνύματα από το Βερολίνο, πυροδοτούν διαφορετικά σενάρια και γεννούν σε κάποιους υποψίες πως ένα νέο πολιτικό παιχνίδι παρατεταμένων συζητήσεων και διαπραγματεύσεων βρίσκεται σε εξέλιξη στην Αθήνα.
Το νέο παιχνίδι επίρριψης ευθυνών


Αυτό το παιχνίδι περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους: τη δημοσκοπική φθορά της κυβέρνησης, τον φόβο μπροστά σε ενδεχόμενα νέα μέτρα που προεξοφλείται ότι θα επιφέρει η ένταξη του ΔΝΤ στο πρόγραμμα και ενδεχόμενες εξελίξεις στην Ευρώπη εν όψει δημοψηφίσματος στην Ιταλία και διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων στην Αυστρία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στη Γερμανία, που δεν θα διευκόλυναν την ελληνική κυβέρνηση στους σχεδιασμούς της και στις φιλοδοξίες για ευνοϊκές διευθετήσεις.
Μία από τις ενδείξεις για τους (νέους;) σχεδιασμούς της κυβέρνησης προσφέρει η πρόσφατη δήλωση του κ. Τσακαλώτου στη συνέντευξη στη «Wall Street Journal». Οπως ανέφερε, αν δεν υπάρξει συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο, τότε η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ τον Μάρτιο, και αυτό θα απέτρεπε την επιστροφή της χώρας στις αγορές αργότερα το 2017 ή στις αρχές του 2018. «Θα ήταν πολύ κοντόφθαλμο να σταματήσει η διαδικασία που θα μας έβγαζε από το πρόγραμμα (ενν. ποσοτικής χαλάρωσης), κάτι που είναι κοντά» δήλωσε ο κ. Τσακαλώτος, σε μια προφανή προσπάθεια να επιρρίψει την ευθύνη μιας ενδεχόμενης καθυστέρησης στη διαπραγμάτευση ή στην όποια συζήτηση για το χρέος, στους δανειστές. Oμως στην ίδια συνέντευξη ο κ. Τσακαλώτος για πρώτη φορά βάζει επισήμως θέμα εκλογών, λέγοντας ότι «υπό την αίρεση ότι δεν θα προκύψει το χειρότερο σενάριο (για το χρέος και την ανάκαμψη), δεν βλέπω ο ΣΥΡΙΖΑ να πηγαίνει σε εκλογές το 2017».
Σε απολύτως αντίστοιχο πνεύμα, η κυβέρνηση είχε δώσει άλλη μία ένδειξη όταν διακίνησε την ημέρα της επίσκεψης Ομπάμα ότι ο κ. Τσίπρας και ο πρόεδρος των ΗΠΑ συμφώνησαν πως «δεν θα πρέπει να υπάρξουν εμπόδια στη διαπραγμάτευση», τα οποία θα υπονόμευαν την αξιολόγηση. Υπονοούμενο πίσω από τη διαρροή: αν υπάρξουν εμπόδια, θα τα έχουν προβάλει το Βερολίνο και ο Σόιμπλε, κάτι που προφανώς αποτελεί προανάκρουσμα μιας ακόμη βολικής πολιτικής δικαιολογίας που σε περίπτωση «εμπλοκής» θα απευθύνεται στο εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Σχέδια, προσδοκίες και χρονικά περιθώρια


Ενα σημείο που επισημάνθηκε στη συνέντευξη Τσακαλώτου είναι πως ο υπουργός Οικονομικών περιέγραψε στην ουσία το ίδιο χρονοδιάγραμμα με εκείνο που ο κ. Τσίπρας είχε οριοθετήσει στο συνέδριο του Οκτωβρίου, όταν μιλούσε για ένα «κρίσιμο τρίμηνο». Το γεγονός δε ότι ο υπουργός Οικονομικών θέτει ως απώτατο χρονικό όριο τον Μάρτιο, είναι κάτι που συμπίπτει με τα όσα συζητούνται σε γραφεία υψηλόβαθμων κυβερνητικών παραγόντων και μεταξύ βουλευτών: ότι τα μοναδικά χαρτιά στα οποία η κυβέρνηση έχει ποντάρει είναι το χρέος και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και πως αν οι προσδοκίες αυτές δεν ικανοποιηθούν, η ενεργοποίηση άλλων σεναρίων, μεταξύ των οποίων και το εκλογικό, είναι πιο πιθανή.

Διαβάστε επίσης:

Τι ζήτησε από την Αθήνα ο αμερικανός πρόεδρος

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ