Η βασική αιτία της σημερινής κακοδαιμονίας είναι πια προφανής σε όλους τους σκεπτόμενους πολίτες. Οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, πρωτοστατούντων των «φιλαγροτικών» παπανδρεϊκών, χρησιμοποίησαν τους κοινοτικούς πόρους προς τη γεωργία όχι για τον εκσυγχρονισμό της αλλά για να αποκτήσουν κομματικές πελατείες στην ύπαιθρο. Ετσι οι σημαντικοί αυτοί πόροι από την Κοινότητα πήγαν παντού ­ από τον τζόγο και τα μπουζούκια ως τα «προικοδιαμερίσματα» και τα πολυτελή αυτοκίνητα ­ εκτός από εκεί όπου έπρεπε να πάνε.


Φυσικά με τέτοιου είδους κομματική και κυβερνητική ανευθυνότητα ήταν σίγουρο πως κάποια στιγμή ο κόμπος θα έφτανε στο χτένι. Και αυτή η στιγμή ήρθε σήμερα. Ετυχε στην κυβέρνηση Σημίτη να βγάλει το φίδι από την τρύπα ­ σε μια περίοδο όπου όχι μόνο οι κοινοτικοί πόροι στερεύουν αλλά όπου η ελληνική γεωργία (με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα μέσα στην ΕΕ) έχει να αντιμετωπίσει ανταγωνισμό από γεωργικά προϊόντα τριτοκοσμικών χωρών που τυγχάνουν προνομιακής τελωνειακής μεταχείρισης μέσα στην Κοινότητα.


Τώρα που μπήκαμε στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή του πολιτικού μας βίου, λέγεται συχνά πως η ιστορία θα κρίνει πόσο μεγάλος πολιτικός ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Νομίζω πως το πρώτο χειροπιαστό πόρισμα της ιστορίας το έχουμε αυτή τη στιγμή μπροστά στα μάτια μας. Εχει πάρει τη μορφή ενός εξοργισμένου γεωργικού πληθυσμού που, έχοντας μάθει να ζει άνετα και «εύκολα» (με την έννοια πως δεν πείσθηκε ούτε και πιέσθηκε ποτέ σοβαρά να αλλάξει τις μη παραγωγικές πρακτικές του), ξαφνικά αντιλαμβάνεται πως οι καλές, εύκολες μέρες τέλειωσαν και πως δεν έχει τα εφόδια για να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο ανταγωνισμό μέσα και έξω από την ΕΕ.


Βέβαια μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως όλα αυτά είναι παρελθοντολογία και πως το θέμα είναι τι κάνουμε σήμερα. Σε αυτό το πλαίσιο και ξεκινώντας από τις ευθύνες των σημερινών πρωταγωνιστών του δράματος είναι προφανές πως, αν ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ είναι ο κύριος δημιουργός / εμπνευστής της αγροτικής ασυδοσίας, το βραβείο για την ύψιστη πολιτική ανευθυνότητα στην τωρινή φάση ανήκει στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Από τη ΝΔ ως το ΚΚΕ και, δυστυχώς, τον Συνασπισμό, σύσσωμη η αντιπολίτευση αποδίδει όλη την ευθύνη για το αδιέξοδο στους χειρισμούς της κυβέρνησης Σημίτη και υποστηρίζει χωρίς επιφυλάξεις τις αγροτικές κινητοποιήσεις και τα «δίκαια» αιτήματα των αγροτών. Βέβαια στην κούρσα για το ποιος θα φανεί πιο φιλαγροτικός κανένας δεν μπορεί να ξεπεράσει τον αρχηγό του ΔΗΚΚΙ (του περίφημου «Τζοβόλα δώσ’ τα όλα»), αλλά πάντως και η ΝΔ και ο ΣΥΝ κάνουν ό,τι μπορούν για να τον φτάσουν. Οσο για το ΚΚΕ αυτό ανήκει σε μια διαφορετική κατηγορία, αφού η παντελής έλλειψη εκσυγχρονιστικής πρότασής του εξηγείται λογικά με το ότι η κυρία Παπαρήγα δεν ενδιαφέρεται για την καλυτέρευση του υπάρχοντος συστήματος ­ προτιμώντας να στοχεύει στη μελλοντική υλοποίηση ενός τύπου λενινιστικού παραδείσου.


Πάντως, ανεξαρτήτως των επιμέρους λόγων που ωθούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης στον στρουθοκαμηλικό λαϊκισμό, το γεγονός είναι πως όλα ανεξαιρέτως υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα τις αγροτικές κινητοποιήσεις και τα αιτήματά τους. Ετσι όχι μόνο νομιμοποιούν ένα είδος διαμαρτυρίας που αυταρχικά καταργεί το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης, ενώ συγχρόνως βλάπτει τα οικονομικά συμφέροντα άλλων οικονομικών κατηγοριών· αλλά και δεν έχουν το θάρρος, ακόμη και στο πάρα πέντε, να πουν στους αγρότες μερικές πικρές αλήθειες. Π.χ., πως η απασχόληση στον αγροτικό τομέα, όπως συνέβη σε όλες τις χώρες του κόσμου με πετυχημένη ανάπτυξη, θα συρρικνωθεί σημαντικά στο μέλλον ­ και πως αυτή η συρρίκνωση θα είναι πολύ πιο οδυνηρή για τους αγρότες και επιζήμια για την χώρα αν ο πρωτογενής τομέας εξακολουθεί να έχει τις αντιπαραγωγικές δομές που τον χαρακτηρίζουν σήμερα. Αντί επιτέλους να πει κάποιος την αλήθεια, τα κόμματα της αντιπολίτευσης εξακολουθούν να ψαρεύουν σε θολά νερά, να δημιουργούν αποδιοπομπαίους τράγους και να προτείνουν τη συνέχιση της παλιάς αγροτικής πολιτικής, αποδεικνύοντας έτσι ότι είναι άξια τέκνα και πιστοί συνεχιστές του παπανδρεϊκού λαϊκισμού.


Οσο για την κυβέρνηση Σημίτη, και αυτή φυσικά έχει ευθύνες: δεν είχε προετοιμαστεί για την κρίση, δεν πήρε άμεσα μέτρα για την καταστολή των μπλόκων προτού επεκταθούν, δεν τήρησε ή δεν διευκρίνισε αρκετά τις υποσχέσεις της προς τους αγρότες, χάρισε δάνεια στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους κλπ. Το ζητούμενο βέβαια αυτή τη στιγμή είναι μια λύση που θα αποφεύγει και την κυβερνητική αδιαλλαξία και το είδος της ανεύθυνης υποχώρησης που προτείνει η αντιπολίτευση. Υπάρχει τέτοια λύση; Νομίζω πως υπάρχει η απαρχή μιας λύσης, αν η κυβέρνηση δεσμευτεί, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του οδικού δικτύου, να βρει ένα σημαντικό ποσό για τη βοήθεια των αγροτών ­ ποσό όμως που θα χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο που να σέβεται απόλυτα δύο βασικές αρχές:


α) Αρχή της επιλεκτικότητας


Από τη στιγμή όπου η αγροτική κοινωνία έχει σημαντικά διαφοροποιηθεί σε εύπορους και λιγότερο εύπορους αγρότες, οι καθολικές παροχές (υπό οποιαδήποτε μορφή) που βοηθούν φτωχούς και πλουσίους είναι εντελώς απαράδεκτες. Είτε πρόκειται για την τιμή των καυσίμων είτε για χάρισμα δανείων είναι κοινωνικά και οικονομικά απαράδεκτη μια πολιτική γενικευμένων παροχών που κάνουν τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους (αυτό θα συμβεί με μαθηματική ακρίβεια αν χαριστούν σε όλους τα αγροτικά δάνεια).


β) Σύνδεση της κρατικής βοήθειας με υποχρεώσεις εκσυγχρονιστικού τύπου


Με βάση αυτή την αρχή, μόνο με δικά του χρήματα μπορεί κανείς να «χαρίζει». Το χάρισμα, τα δώρα με τα χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων δεν έχουν καμιά θέση σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Από αυτή την αντιλαϊκιστική προοπτική, βοήθεια δίνεται όχι μόνο σε όποιον την έχει ανάγκη, αλλά και σε όποιον είναι διατεθειμένος να αναλάβει συγκεκριμένες ευθύνες και υποχρεώσεις έναντι της πολιτείας· υποχρεώσεις η υλοποίηση των οποίων θα ελέγχεται αποτελεσματικά από το κράτος και θα οδηγεί σε μια σειρά από εκσυγχρονιστικά μέτρα, όπως στην καταπολέμηση του κατακερματισμού της αγροτικής γης, στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, στη μετατροπή των συντεχνιακών συνεταιρισμών που ασχολούνται με το άρμεγμα της κοινοτικής αγελάδας σε πραγματικά παραγωγικούς οργανισμούς κλπ.


Συμπερασματικά, το ποσό που πρέπει να βρεθεί για το ξεπέρασμα του τωρινού αδιεξόδου, αν ακολουθηθούν σοβαρά οι δύο αρχές που ανέφερα πιο πάνω, δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρηθεί πατερναλιστική «απλοχεριά» παπανδρεϊκού τύπου· θα πρέπει να θεωρηθεί ένα απαραίτητο τίμημα που η χώρα πρέπει να πληρώσει για να μπει επιτέλους η γεωργική μας οικονομία σε μια εκσυγχρονιστική τροχιά.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.