Ο Ανδρέας Bγενόπουλος ήταν μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα: είχε πιστούς φίλους και φανατικούς εχθρούς. Αναμφίβολα όμως υπήρξε ένας από τους πιο δραστήριους έλληνες επιχειρηματίες των τελευταίων χρόνων. Αυτό που τον διέκρινε ήταν η αποτελεσματικότητά του στα επιχειρηματικά deals.

Στη διάρκεια της επιχειρηματικής του καριέρας πραγματοποίησε περισσότερες από 20 εξαγορές και συγχωνεύσεις στις οποίες περιλαμβάνονταν τρανταχτά ονόματα της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας. Για να το πετύχει αυτό πολλές φορές αναγκάστηκε να συγκρουστεί με παραδοσιακούς επιχειρηματίες όπως ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ και πρώην ιδιοκτήτης της Vivartia, ο οποίος όντας στη μειοψηφία αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την εταιρεία του.

Η προσφιλής τακτική του ήταν να αποκτά τον έλεγχο ενός ποσοστού της τάξεως του 10% και στη συνέχεια να προκαλεί εξελίξεις. Αλλωστε ως δικηγόρος που άσκησε το επάγγελμα προτού ξεκινήσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, γνώριζε καλά τη τέχνη της διαπραγμάτευσης. Ωστόσο πολλές κινήσεις δεν «του έχουν βγει». Στην επιθετική εξαγορά που επιχείρησε κατά της Τράπεζας Πειραιώς βρήκε απέναντί του τον Μιχάλη Σάλλα και τους μεγαλομετόχους της τράπεζας, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια Βαρδινογιάννη, οι χειρισμοί των οποίων απέτρεψαν τα σχέδιά του.
Οι αποτυχίες όμως δεν τον αποθάρρυναν. Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η ευελιξία. Δεν δίσταζε να υποχωρήσει εγκαίρως και να επιλέξει τον επόμενο στόχο. Οι φίλοι του λένε ότι, ως παλιός αθλητής της ξιφασκίας με ευρωπαϊκές διακρίσεις και συμμετοχή στην Ολυμπιάδα του Μονάχου το 1972, εφάρμοζε και στον επιχειρηματικό στίβο την τακτική του ξιφομάχου, δηλαδή επιτίθονταν και αν δεν κατάφερνε να σκοράρει, υποχωρούσε για να προετοιμάσει τον επόμενο πόντο.
Η προσήλωση στον στόχο τον χαρακτήριζε από τα μαθητικά του χρόνια. Γιος αξιωματικού του Ναυτικού, αποφοίτησε από τη Λεόντειο όπου οι συμμαθητές του τον θυμούνται ως έναν τελειομανή μαθητή, καθημερινώς προσηλωμένο στον στόχο της επίτευξης του απόλυτου «Αριστα». Με την ίδια εμμονή στην επιτυχία ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Εχοντας σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε αρχικά στον ναυτιλιακό χώρο όπου πραγματοποίησε γνωριμίες τις οποίες αξιοποίησε όταν μεταπήδησε στον επιχειρηματικό κλάδο. Αφού περιπλανήθηκε στα ναυτιλιακά γραφεία του Πειραιά, προσφέροντας τις νομικές του υπηρεσίες σε διαφόρους εφοπλιστές, βρέθηκε το 1983 με δικό του δικηγορικό γραφείο στο Κολωνάκι, με παραρτήματα σε Πειραιά και Θεσσαλονίκη.
Το όνομα του Ανδρέα Βγενόπουλου ακούστηκε για πρώτη φορά στη Σοφοκλέους τον Μάιο του 1997. Αφορμή στάθηκε η ανάμειξή του στην υπόθεση της εταιρείας «Παυλίδης». Με τρόπο πιεστικό – έως και εκβιαστικό – εξανάγκασε μια πολυεθνική, την Jacob Suchard, να δώσει σημασία σε μια μικρή ομάδα μετόχων από την Ελλάδα, αλλά και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να πάρει θέση και μέτρα για κάποια κακώς κείμενα στο Χρηματιστήριο. Μάλιστα κάποιοι μικροεπενδυτές της «Παυλίδης» έσπευσαν να τον αποθεώσουν όταν είδαν τις μετοχές τους να παίρνουν αξία. Με το πέρασμα του χρόνου το όνομά του ισχυροποιήθηκε, όπως ισχυροποιήθηκε και το όνομα της μικρής εταιρείας offshore, που ονομαζόταν Marfin (Maritime Financial).
Την εποχή της τρέλας του Χρηματιστηρίου, το 1999, ήταν εξαιρετικά δραστήριος, δημιουργώντας εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Οι συγκυρίες όμως δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση των σχεδίων του και τελικώς οι εταιρείες συγχωνεύθηκαν σε πολύ χαμηλότερες τιμές με τη Marfin Bank.
Ο Ανδρέας Βγενόπουλος εισήλθε στον τραπεζικό χώρο αγοράζοντας το 2001 από τον κ. Σάλλα την Piraeus Prime Bank, θυγατρική επενδυτική τράπεζα της Πειραιώς, την οποία μετονόμασε σε Marfin Bank. Αυτό δεν τον εμπόδισε λίγα χρόνια αργότερα να επιχειρήσει να εξαγοράσει επιθετικά την Πειραιώς, την τράπεζα που διήθυνε αυτός που του έδωσε το διαβατήριο εισόδου στον τραπεζικό χώρο.
Αξιοποιώντας το επικοινωνιακό χάρισμα που διέθετε κατάφερε να προσελκύσει κεφάλαια από το εξωτερικό. Πέτυχε την είσοδο των Αράβων του Ντουμπάι στο μετοχολόγιο της Marfin Financial Group (MFG), ενώ εξαγοράζοντας τις τράπεζες Εγνατία και Λαϊκή δημιούργησε τη Marfin Egnatia Bank. Μετά ξεκίνησε ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα, να δημιουργήσει το μεγαλύτερο επενδυτικό κεφάλαιο στην Ελλάδα, τη MIG. Για τον σκοπό αυτό πραγματοποίησε μια τεράστια για τα ελληνικά δεδομένα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ύψους 5,2 δισ. ευρώ, με τη βοήθεια φίλων του εφοπλιστών όπως η κυρία Αγγελική Φράγκου και ο Θόδωρος Βενιάμης και επιχειρηματιών που τον ακολουθούν και με τη συμμετοχή του Εμιράτου του Ντουμπάι. Στο πλαίσιο αυτό προχώρησε στην εξαγορά σειράς εταιρειών όπως η Vivartia, οι Επιχειρήσεις Αττικής κ.λπ.
Οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες συχνά τον έφεραν σε σύγκρουση με το πολιτικό κατεστημένο, όπως όταν επιχείρησε να πάρει τον έλεγχο του ΟΤΕ και συγκρούστηκε με τον τότε υπουργό Οικονομικών Γιώργο Αλογοσκούφη. Στην αντιπαράθεσή του με τα κόμματα, δεν δίστασε να καταθέσει αγωγές εναντίον των πολιτικών αρχηγών κίνηση που πολλοί συνέδεσαν με πολιτικές φιλοδοξίες. Τότε μάλιστα αρκετοί υποστήριζαν ότι ο κ. Βγενόπουλος εκφράζει θέσεις και απόψεις μερίδας του επιχειρηματικού κόσμου που επιθυμεί να επηρεάσει ή να συμμετάσχει ενεργότερα στα πολιτικά πράγματα. Θεωρούσαν ότι βάδιζε στα χνάρια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Εκτός από τις χρηματιστηριακές επενδύσεις, τα deals και την πολιτική, ο Ανδρέας Βγενόπουλος ασχολήθηκε και με τον αθλητισμό. Ηταν ο ιθύνων νους κίνησης φιλάθλων του Παναθηναϊκού που οδήγησε στη δημιουργία πολυμετοχικού σχήματος. Οχι μόνο υπήρξε παλιός αθλητής ξιφασκίας του ιστορικού συλλόγου, αλλά ο παππούς του Ανδρέας Βγενόπουλος διετέλεσε πρόεδρος του ΠΑΟ.