Τα ελβετικά θέρετρα ξυπνούν ενίοτε εφιάλτες σε όσους ασχολούνται με το Κυπριακό. Το σκηνικό του Μπούργκενστοκ το 2004 υπήρξε τραυματικό και η εμπειρία έχει εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο. Αύριο, Δευτέρα, σε ένα άλλο πανέμορφο θέρετρο, στο Μον Πελεράν που «βλέπει» από ψηλά τη λίμνη της Γενεύης, ξεκινά άλλη μία συνάντηση που μπορεί να αποδειχθεί κομβικής σημασίας για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος στο νησί.
Ο Νίκος Αναστασιάδης και ο Μουσταφά Ακιντζί θα συζητήσουν, υπό την υψηλή εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών, το κρίσιμο θέμα του Εδαφικού. Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας θα παραμείνουν στο Μον Πελεράν από τις 7 ως τις 11 Νοεμβρίου. Από διάφορες πλευρές έχουν καλλιεργηθεί υψηλές προσδοκίες ότι η συνάντηση θα φέρει αποτελέσματα που θα επιταχύνουν τη διαδικασία μέσα στους πρώτους μήνες του 2017.
Αξιωματούχοι όμως που γνωρίζουν το βαθύ παρασκήνιο εμφανίζονται επιφυλακτικοί για μια σειρά λόγων, με βασικότερο όλων την ασάφεια των προθέσεων της Αγκυρας. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης παραδέχθηκε την Παρασκευή ότι «υπάρχουν κίνδυνοι, τους οποίους η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει εις γνώση της και είναι έτοιμη να διαπραγματευθεί».
Οι δυσκολίες


Το τελευταίο διάστημα ο Μουσταφά Ακιντζί εμφανίζεται σκληρότερος στις θέσεις που εκφράζει. Ουδείς μπορεί με ασφάλεια να απαντήσει αν αυτό οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι θα λάβει χώρα η συνάντηση του Μον Πελεράν ή επειδή αυτή ήταν η εντολή που του δόθηκε από την Αγκυρα. Είναι άλλωστε ξεκάθαρο ότι η τουρκική πλευρά θέλει να τηρήσει σκληρή στάση στο Εδαφικό, καθώς σχεδιάζει να συνδέσει τις συζητήσεις για το Εδαφικό είτε με τις εγγυήσεις είτε με θέματα διακυβέρνησης, και συγκεκριμένα με την απόσπαση θετικής απάντησης στο αίτημά της για εκ περιτροπής προεδρία.
Είναι ασαφές αν θα πέσουν χάρτες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο κ. Αναστασιάδης αναμένεται να έχει μαζί του εναλλακτικά σενάρια με χάρτες, αλλά όπως φαίνεται οι διαβουλεύσεις θα γίνουν για τα κριτήρια επί των οποίων θα αποφασιστεί η κατανομή εδαφών (όπως τα ποσοστά, το αν οι περιοχές που θα επιστραφούν θα είναι πυκνοκατοικημένες, η ακτογραμμή κ.ά.). Ωστόσο η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει θέσει μια σειρά ζητημάτων που δυσκολεύουν αρκετά την εκκίνηση των συζητήσεων.
Κατ’ αρχάς οι Τουρκοκύπριοι εμφανίζονται αρνητικοί στην επιστροφή της Μόρφου. Πρόκειται για απαίτηση που θα μπορούσε να εκτροχιάσει τις συνομιλίες και συνιστά μείζονα υποχώρηση σε σχέση με το Σχέδιο Αναν. Επίσης, η άποψη των Τουρκοκυπρίων ότι από τη στιγμή που θα εφαρμοστούν, στην επανενωμένη Κύπρο, οι τέσσερις κοινοτικές ελευθερίες εκλείπει η ανάγκη για ουσιαστικές εδαφικές αναπροσαρμογές. Ο συνδυασμός αυτών των θέσεων εγκυμονεί κινδύνους.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει ρίξει στο τραπέζι, ως εναλλακτική λύση, τον χαρακτηρισμό ορισμένων περιοχών ως «ομοσπονδιακών εδαφών», με την κεντρική κυβέρνηση να παραχωρεί εξουσίες επί αυτών στις συνιστώσες πολιτείες. Εχει γίνει λόγος για δημιουργία τεσσάρων ή πέντε τέτοιων περιοχών, μεταξύ των οποίων η Μόρφου, η Καρπασία, τα Κόκκινα κ.ά. Η αρχική αντίδραση των Τουρκοκυπρίων υπήρξε αρνητική. Φαίνεται ότι η προτίμησή τους είναι να έχουν ακόμη και λιγότερα εδάφη αλλά αυτά να είναι συμπαγή και να μην υπάρχουν θύλακες ή καντόνια ομοσπονδιακών εδαφών στους κόλπους τους. Το σκεπτικό πίσω από την άρνηση αυτή είναι σαφές: αν μελλοντικά η λύση δεν λειτουργήσει, θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί ευκολότερα το επονομαζόμενο Σχέδιο Β.
Οι εγγυήσεις


Εδώ και αρκετούς μήνες έμπειροι παρατηρητές αναφέρουν σε ιδιωτικές συνομιλίες τους ότι ένας από τους λόγους που η Αγκυρα εμφανίζεται αμετακίνητη στο ζήτημα των εγγυήσεων είναι το ότι δεν επιθυμεί να προβεί σε παραχωρήσεις στο Εδαφικό. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, η Τουρκία κατανοεί μεν ότι οι συνθήκες επί της διατήρησης των εγγυήσεων έχουν μεταβληθεί, αλλά πρέπει πρώτα να σκληρύνει τη στάση της και να διεκδικήσει οφέλη σε άλλα διαπραγματευτικά κεφάλαια προτύ υποχωρήσει.
Ισως έτσι να εξηγείται το ότι οι δύο βασικές προτάσεις της Τουρκίας στο θέμα της ασφάλειας μοιάζει απίθανο να γίνουν αποδεκτές από τη Λευκωσία και την Αθήνα. Η πρώτη πρόταση είναι η δημιουργία κυρίαρχης τουρκικής βάσης στο νησί για όσα στρατεύματα παραμείνουν στην Κύπρο. Η δεύτερη πρόταση, η οποία από ορισμένους χαρακτηρίζεται χειρότερη, διότι παραπέμπει ευθέως στο Σχέδιο Β, είναι η παροχή εγγυήσεων ασφαλείας αποκλειστικά στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία.
Το κρίσιμο θέμα για την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων. Ενας μεγάλος αριθμός πρέπει να αποχωρήσει αμέσως μετά τη λύση και το υπόλοιπο εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Η εμπλοκή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά και η δημιουργία μιας πολυεθνικής δύναμης στην οποία θα συμμετέχουν κράτη-μέλη της ΕΕ (όχι όμως από Ελλάδα, Βρετανία και φυσικά Τουρκία) είναι δύο εκ των συστατικών μιας πιθανής λύσης στο θέμα της ασφάλειας.
Ενας παράγοντας που δεν μπορεί να αγνοηθεί είναι η σαφής σκλήρυνση της Αθήνας στο ζήτημα των εγγυήσεων. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από το έγγραφο του Νίκου Κοτζιά που είδε το φως της δημοσιότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άποψη της ελληνικής κυβέρνησης περί του αναχρονισμού των εγγυήσεων και της ανάγκης αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων είναι απόλυτα ορθή και τεκμηριώνεται στιβαρά, από νομικής απόψεως, στο κείμενο.
Ωστόσο στο έγγραφό του ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών βάζει, σε πολιτικό επίπεδο, πολύ ψηλά τον πήχη στις διαπραγματεύσεις, λέγοντας ξεκάθαρα ότι «πρώτα οφείλουν να καταργηθούν οι εγγυήσεις και μετά να συμφωνηθεί και να συγκροτηθεί ομοσπονδία από τις δύο κοινότητες. Στην πραγματικότητα», προσθέτει ο κ. Κοτζιάς, «αυτές οι εγγυήσεις πρέπει να καταργηθούν ως συστατική προϋπόθεση της νέας συμφωνίας και όχι ως υπόλοιπο αυτής». Μένει να αποδειχθεί αν αυτή η στάση μπορεί ή όχι να διευκολύνει τη λύση…

ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ ΝΑ ΑΝΑΜΕΙΧΘΕΙ Η ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Πιθανή παρέμβαση από αμερικανούς αξιωματούχους

Η επίδραση που θα έχουν τρίτοι παίκτες στη διαπραγμάτευση μοιάζει να είναι πιο περιορισμένη –τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Κι Μουν θα είναι παρών στην έναρξη των διαπραγματεύσεων, αλλά από τη στιγμή που είναι απερχόμενος του αξιώματός του δύσκολα μπορεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο. Την ίδια στιγμή το Λονδίνο εμφανίζεται απορροφημένο από τις διεργασίες του Brexit. Αποφεύγει την εμπλοκή και λογικά θα εμφανιστεί όταν το ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων έλθει στο προσκήνιο.
Η περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πιο περίπλοκη. Είναι προφανές ότι η προεκλογική εκστρατεία στη χώρα περιορίζει την άμεση ανάμειξη των Αμερικανών. Ο απερχόμενος αμερικανός πρόεδρος αναμένεται να εκφράσει την επιθυμία της Ουάσιγκτον να υπάρξει πρόοδος προς επίλυση του Κυπριακού κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα στις 15-16 Νοεμβρίου.
Ωστόσο πηγές με γνώση του παρασκηνίου δεν αποκλείουν κάποια τηλεφωνική παρέμβαση του αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, το όνομα του οποίου έχει αρχίσει να ακούγεται για πιθανή ανάληψη του υπουργείου Εξωτερικών σε περίπτωση επικράτησης της Χίλαρι Κλίντον (αν και με περιορισμένες πιθανότητες λόγω της ηλικίας του). Αλλο ένα πρόσωπο το οποίο σίγουρα μπορεί να επηρεάσει είναι η σημερινή βοηθός υπουργός Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης Βικτόρια Νούλαντ. Δεν αποκλείεται μάλιστα η κυρία Νούλαντ, πρόσωπο με σαφείς απόψεις για την περιοχή, να λάβει αξίωμα και σε μια κυβέρνηση Κλίντον. Ανάλογη φιλοδοξία φέρεται να έχει και ο Αμος Χοκστάιν, σήμερα ειδικός απεσταλμένος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για θέματα ενέργειας που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στο Κυπριακό.

ΑΞΙΩΣΕΙΣ
Η Αγκυρα δεν επιθυμεί να προβεί σε παραχωρήσεις στο Εδαφικό ενώ οι δύο βασικές προτάσεις της Τουρκίας στο θέμα της ασφάλειας μοιάζει απίθανο να γίνουν αποδεκτές από τη Λευκωσία και την Αθήνα. Η πρώτη αφορά τη δημιουργία κυρίαρχης τουρκικής βάσης στο νησί για όσα στρατεύματα παραμείνουν στην Κύπρο. Η δεύτερη, είναι η παροχή εγγυήσεων ασφαλείας αποκλειστικά στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ