Από το 2010 και μετά, το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους αποτέλεσε τον ιστό γύρω από τον οποίο υφάνθηκε όλη η αντιμνημονιακή ρητορεία που οδήγησε έκτοτε την Ελλάδα, τον Ιούλιο του 2015, στα πρόθυμα εξόδου από την ευρωζώνη. Ηταν όμως ευθύνη της Αθήνας που αυτό δεν έγινε τότε; Αν πιστέψει κάποιος τον Πολ Μπλουστάιν, τα πράγματα μάλλον δεν είναι τόσο γραμμικά όσο κάποιοι θα ήθελαν να είναι…
Επί χρόνια κορυφαίος δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Washington Post» και «Wall Street Journal» και στο περιοδικό «Forbes», ο Μπλουστάιν εργάζεται σήμερα ως ερευνητής για το Center for International Governance Innovation (CIGI). Το βιβλίο της τελευταίας του έρευνας, με τίτλο «Laid Low: Inside the Crisis that Overwhelmed Europe and the IMF», είναι πιθανότατα ό,τι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής επί του θέματος. Και φυσικά, η περίπτωση της Ελλάδας καταλαμβάνει κορυφαία θέση στο πολυσέλιδο αυτό πόνημα.
Η αναδιάρθρωση του χρέους


«Το Βήμα» συνομίλησε με τον κ. Μπλουστάιν, ο οποίος ζει στην Ιαπωνία, μέσω e-mail. Το πρώτο ερώτημα που του απευθύναμε είναι για ποιον λόγο το ΔΝΤ δεν επέμεινε πιο αποφασιστικά, ήδη κατά τις διαπραγματεύσεις του πρώτου Μνημονίου το 2010, επί της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. «Υπήρχαν πολλοί τότε εντός του ΔΝΤ που τάσσονταν υπέρ μιας αναδιάρθρωσης του χρέους. Για παράδειγμα», τονίζει, «σε ένα σημείωμα του Μάρεκ Μπέλκα, που τότε ήταν επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος, αναφερόταν ότι «αρκετά τμήματα» του Ταμείου υποστήριζαν κούρεμα». Οπως προσθέτει, «μυστικές συνομιλίες έλαβαν χώρα σε ξενοδοχείο της Ουάσιγκτον στις οποίες συμμετείχαν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι από τα Τμήματα Στρατηγικής/Πολιτικής και Νομικών Υποθέσεων που παρουσίασαν το θέμα της μη βιωσιμότητας του χρέους σε στελέχη των υπουργείων Οικονομικών Γερμανίας και Γαλλίας. Αυτές οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν με την ενθάρρυνση του Ντομινίκ Στρος-Καν».
Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο ότι το ΔΝΤ υπήρξε διχασμένο επί του θέματος. «Το Ευρωπαϊκό Τμήμα ειδικότερα», εξηγεί ο κ. Μπλουστάιν, «ήταν αντίθετο στην αναδιάρθρωση επειδή ανησυχούσε για τη μετάδοση της κρίσης, ενώ άλλος ένας αντίπαλος της αναδιάρθρωσης, με ισχυρή επιρροή, ήταν ο Τζον Λίπσκι, τότε Νο 2 του Ταμείου». Τόσο ο Λίπσκι όσο και άλλοι πίστευαν ότι το ελληνικό πρόγραμμα μπορούσε να λειτουργήσει. Κατά τον συγγραφέα, «ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η διοίκηση και το προσωπικό του ΔΝΤ γνώριζαν καλά τη σφοδρή αντίσταση της ΕΚΤ και μεγάλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ιδιαίτερα της Γαλλίας, σε μια αναδιάρθρωση».
Ο ρόλος του Στρος-Καν, τότε επικεφαλής του Ταμείου, υπήρξε κομβικός. «Είχε αγωνία να διασφαλίσει τη συμμετοχή του Ταμείου στη διαχείριση της κρίσης. Ηταν ιδιαίτερα ανήσυχος επειδή το Ταμείο ακόμη ανάρρωνε από μια μακρά περίοδο αμφισβήτησης της χρησιμότητάς του» εξηγεί ο κ. Μπλουστάιν. Οπως προσθέτει, ο ίδιος ο Στρος-Καν τού είχε πει σε μια από τις συνομιλίες τους ότι «θα ήταν «θανατηφόρο» να αποκλειστεί το ΔΝΤ. Φοβόταν ότι αν πίεζε υπερβολικά (σ.σ.: για την αναδιάρθρωση), το «θανατηφόρο» αποτέλεσμα θα γινόταν πραγματικότητα». Πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί ότι, ανεξαρτήτως του αν θα γινόταν αναδιάρθρωση, η ανάσχεση της κρίσης στην ευρωζώνη θα απαιτούσε την έγερση ενός «τείχους ασφαλείας». Αυτό θα ήταν «ένα από τα σκληρότερα παιχνίδια πόκερ στην παγκόσμια χρηματοοικονομική ιστορία» τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Μπλουστάιν και ο Στρος-Καν δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να αποκλειστεί από αυτό το ΔΝΤ.
Ολα τα παραπάνω εξηγούν για ποιον λόγο το ΔΝΤ δεν πίεσε για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, παρά μόνο περί τα τέλη του 2011. «Ηταν η στιγμή που το Ταμείο βρισκόταν σε πολύ ισχυρότερη θέση, καθώς η κρίση είχε τόσο επιδεινωθεί, που ουδείς στην Ευρώπη ήθελε να διώξει το ΔΝΤ. Ολοι ήθελαν απεγνωσμένα να μείνει» λέει ο κ. Μπλουστάιν. Ετσι προέκυψε το PSI, «που από πολλές πλευρές ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα, αλλά ήταν πολύ μικρό και ήρθε πολύ αργά. Ισως να ήταν επαρκές αν συνοδευόταν και από μεγαλύτερο OSI». Στο βιβλίο του ο κ. Μπλουστάιν επικαλείται τα εμπιστευτικά πρακτικά μιας συνεδρίασης του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ στις 15 Μαρτίου του 2012, όταν ο καναδός διευθυντής Τόμας Χόκιν είχε πει ότι έπρεπε να υπάρξει φιλόδοξος συνδυασμός PSI – OSI.
Οι σχέσεις με τη Γερμανία


Ο αμερικανός δημοσιογράφος και ερευνητής θεωρεί ότι «το… προπατορικό αμάρτημα του Ταμείου ήταν η αποδοχή ενός υποβαθμισμένου ρόλου στην τρόικα». Κατά τον Στρος-Καν αυτό ήταν αναγκαίο ώστε να μην αποκλειστεί το ΔΝΤ. Από τη στιγμή που έγινε αυτή η συμφωνία, «τα υπόλοιπα λάθη έγιναν το 2010 και το 2011, συμπεριλαμβανομένων τόσο της κάμψης των κανόνων όσο και της αποδοχής ενός κακού μείγματος πολιτικής, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας». Ο κ. Μπλουστάιν θεωρεί ότι ο τότε επικεφαλής του Ταμείου «δεν δοκίμασε ποτέ να έλθει σε μια πραγματική αντιπαράθεση με τους ισχυρούς διαμορφωτές πολιτικής στην Ευρώπη». Οπως λέει όμως, η κριτική δεν πρέπει να περιοριστεί στον Στρος-Καν, αλλά να επεκταθεί και στη διάδοχό του, την Κριστίν Λαγκάρντ. Και τούτο διότι όταν ανέλαβε εκείνη επικεφαλής, «το ΔΝΤ είχε πολύ ισχυρότερους μοχλούς πίεσης που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικότερα».
Οι τρέχουσες συζητήσεις εν όψει της δεύτερης αξιολόγησης και των μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους έχουν φέρει στο προσκήνιο την «αμφίθυμη σχέση» ΔΝΤ – Βερολίνου. «Είναι μία από τις μεγάλες ειρωνείες της κρίσης ότι η Γερμανία επέμεινε στη συμμετοχή του ΔΝΤ στην τρόικα, αλλά συχνά έχει απορρίψει με αποτελεσματικό τρόπο τις επιθυμίες του Ταμείου. Η καγκελάριος Μέρκελ πίστευε ότι η αξιοπιστία του ΔΝΤ ήταν ουσιαστική ώστε να πείσει την Μπούντεσταγκ να εγκρίνει τα προγράμματα διάσωσης. Καθώς ο χρόνος περνούσε», προσθέτει, «η επιρροή του ΔΝΤ αυξήθηκε και η Μέρκελ έπρεπε να κάνει συμβιβασμούς, αλλά έχει αναδειχθεί νικήτρια στα κρισιμότερα σημεία». Κατά τον ίδιο, αυτή η πρακτική θα συνεχιστεί και στο πλαίσιο του τρίτου Μνημονίου.
Ο «ύποπτος» Τόμσεν


Η τελευταία μας ερώτηση αφορά τον, κατά πολλούς «ύποπτο», ρόλο του Πόουλ Τόμσεν στα τέλη του 2014, όταν είχε φανεί μια χαραμάδα ελπίδας για έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο. «Είναι ασφαλώς αληθές ότι το ΔΝΤ και ιδιαίτερα ο Πολ Τόμσεν κράτησαν τότε την πλέον άτεγκτη στάση» παραδέχεται ο κ. Μπλουστάιν. «Ηταν η πιο ακραία αποτύπωση του «δόγματος Τόμσεν» ότι πρέπει να βγαίνουν οι αριθμοί. Επρόκειτο για λάθος; Αναμφισβήτητα δεν ήταν, επειδή η κυβέρνηση Σαμαρά είχε αποτύχει στην εφαρμογή των υπεσχημένων μεταρρυθμίσεων, ενώ είχε αρχίσει να γίνεται πιο λαϊκιστική. Αυτό ενίσχυσε το συμπέρασμα ότι η χώρα βρισκόταν υπό τον έλεγχο μιας παλιομοδίτικης κάστας πολιτικών. Εφόσον κάποιος το πίστευε αυτό, ήταν εύκολο να συμπεράνει ότι η Ελλάδα θα οδηγείτο σε μια νέα κρίση πολύ σύντομα».
Από την άλλη πλευρά, όμως, ήταν και λάθος, «υπό την έννοια ότι η Ελλάδα βρέθηκε σε πολύ χειρότερη θέση λόγω όσων εκτυλίχθηκαν το 2015. Υπήρχαν ευσεβείς πόθοι σε μέλη της τρόικας ότι η ενδεχόμενη εκλογή μιας ριζοσπαστικής αριστερής κυβέρνησης θα οδηγούσε σε ένα μεγάλο κύμα μεταρρυθμίσεων» εκτιμά ο κ. Μπλουστάιν.

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Ρωτάμε τον Πολ Μπλουστάιν πώς βλέπει να εξελίσσονται οι διαπρα-γματεύσεις. «Το Ταμείο είναι, κατά μία έννοια, “κολλημένο” με την Ελλάδα και δύσκολα μπορεί να αλλάξει αυτό» μας λέει. «Προβλέπω ότι το προσωπικό του ΔΝΤ, με επικεφαλής τον Πόουλ Τόμσεν, θα επιχειρημα-τολογήσει υπέρ της μη συμμετοχής του Ταμείου στο πρόγραμμα, αλλά η Λαγκάρντ θα εργαστεί σκληρά προς έναν συμβιβασμό που θα επιτρέψει τόσο στην ίδια όσο και στην Ανγκελα Μέρκελ να εμφανιστούν νικήτριες. Δυστυχώς, αυτό δεν θα είναι πολύ καλό για την Ελλάδα» λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ