Ο Ερνστ Κάντερ ήταν κατηγορηματικός. Ως πρώην στρατοδίκης στην κατεχόμενη από τα ναζιστικά στρατεύματα Δανία, διαβεβαίωνε, είχε πλήρη γνώση των συνθηκών κατοχής. Και αυτές υπαγόρευαν ότι ο Μαξ Μέρτεν, ανώτερος διοικητικός σύμβουλος στην Κομαντατούρ (γερμανική στρατιωτική διοίκηση) της Θεσσαλονίκης το 1942-1944, δεν μπορούσε να έχει καμία σχέση με εκτελέσεις, εκτοπίσεις Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή άλλες φρικαλεότητες στην επίσης κατεχόμενη Ελλάδα. «Τα καθήκοντά του ήταν καθαρά διοικητικά» τόνιζε. Το κατηγορητήριο του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Τούση εναντίον του ως εγκληματία πολέμου ήταν επομένως ασύστατο, «αέρας κοπανιστός» –ο κατηγορούμενος θα έπρεπε να αφεθεί αμέσως ελεύθερος.
Το βαρύ κατηγορητήριο και η «συνδρομή»


Ο συνήγορος του Μέρτεν Ιωάννης Ματσούκας άκουγε αμίλητος. Αν και έμπειρος δικηγόρος, δεν είχε ιδέα από κατοχικό δίκαιο. Οι διαβεβαιώσεις του Κάντερ τού φαίνονταν έτσι ως η μοναδική σανίδα σωτηρίας για τον πελάτη του.
Σύντομη αναδρομή στα παλιά: Ιούλιος του 1957. Ο Κάντερ, επικεφαλής του τμήματος ΙΙ Β της υπηρεσίας «Ποινικό δίκαιο» στο γερμανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, κατεβαίνει για λίγες ημέρες στην Αθήνα για να ζητήσει το κλείσιμο της υπόθεσης Μέρτεν και την υπαγωγή του κατηγορουμένου στις γερμανικές Αρχές. Το αίτημα, ανέλπιστα, απορρίπτεται, ο Μέρτεν οδηγείται στο στρατοδικείο της Αθήνας τον Φεβρουάριο του 1959 και καταδικάζεται σε 25 χρόνια κάθειρξης. Οι κατηγορίες εναντίον του: Οργάνωση της εκτόπισης 45.000-50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης το καλοκαίρι του 1943 στο Αουσβιτς, καθώς και ληστεία κάθε ατομικού και συλλογικού περιουσιακού τους στοιχείου –χρυσάφι, σπίτια, σχολεία, νεκροταφεία. Η αλληλεγγύη των ομοτέχνων: Η παρέμβαση του Κάντερ, όπως αναφέρουν στο βιβλίο τους «Ο Φάκελος Ρόζενμπουργκ –Το ομοσπονδιακό υπουργείο Δικαιοσύνης και η ναζιστική εποχή» ο καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πότσδαμ Μάνφρεντ Γκερτεμάκερ και ο καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν-Νυρεμβέργης Κριστόφ Σάφερλινγκ, είχε καθαρό συντεχνιακό χαρακτήρα. Ο Μέρτεν ήταν πρώην συνάδελφός του, είχε υπηρετήσει επίσης στο γερμανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, και μάλιστα δύο φορές: μία το 1938-1942 στην υπηρεσία «Αναγκαστικοί πλειστηριασμοί» και ύστερα, για λίγους μήνες, το 1952 –θέση την οποία πήρε ισχυριζόμενος ότι ήταν ο «σωτήρας 13.000» Εβραίων, έχασε όμως στη συνέχεια όταν διέρρευσαν στη δημοσιότητα λεπτομέρειες από τα ανομήματά του στη Θεσσαλονίκη.
Ταυτόχρονα, η παρέμβαση απέβλεπε, όπως τονίζει ο κ. Γκερτεμάκερ, «στο να πείσει τον Μέρτεν να κρατήσει το στόμα του κλειστό». Ηδη μετά την απομάκρυνσή του από το υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Μέρτεν, ο οποίος αισθανόταν αδικημένος, είχε καταγγείλει πολλούς συναδέλφους τους στο υπουργείο για συμμετοχή σε εγκλήματα πολέμου –ιδιαίτερα εκείνους που έκαναν μεγάλη καριέρα μεταπολεμικά, όπως του υπουργού Καγκελαρίας (υπό τον καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ) Χανς Γκλόμπκε. Παρόμοια αντέδρασε και αυτή τη φορά. Λίγες ημέρες μετά την καταδίκη του εφόρμησε εναντίον δικαίων και αδίκων: στη Γερμανία κατά του «προστάτη» του Ερνστ Κάντερ, για τον οποίο (δικαίως) υπενθύμισε ότι συνυπέγραψε ως πρόεδρος στρατοδικείου τη θανατική καταδίκη 103 δανών αντιστασιακών, καθώς και αντιναζιστών μελών της Βέρμαχτ· στην Ελλάδα κατά του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και του υπουργού Εσωτερικών Δημήτρη Μακρή, τους οποίους χαρακτήρισε συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων –κάτι το οποίο ωστόσο δεν θεμελίωσε ποτέ με ντοκουμέντα.

«Εχουμε να κάνουμε με δύο σκάνδαλα: Το πρώτο είναι ότι η Βόννη
(σ.σ.: έδρα της δυτικογερμανικής κυβέρνησης από το 1949 ως το 1999) επέβαλε στην Αθήνα τη διακοπή της δίωξης των εγκληματιών πολέμου με τη διαβεβαίωση ότι θα τους καταδιώξει η ίδια –κάτι που δεν έκανε ποτέ» λέει ο κ. Γκερτεμάκερ. «Και το δεύτερο είναι ότι ένας ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης παρείχε προστασία στον πρωταγωνιστή ενός εκ των μεγαλύτερων εγκλημάτων πολέμου, εκείνου στη Θεσσαλονίκη –παρ’ όλο που ο θιγόμενος θήτευσε μεταπολεμικά μόνο μερικούς μήνες σε αυτό». Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραδώσει τον Μέρτεν στους Γερμανούς αμέσως μετά την καταδίκη του στην Αθήνα, οι οποίοι τον άφησαν λίγες ημέρες αργότερα ελεύθερο, κάνει το σκάνδαλο ακόμη πιο αφόρητο.
Στον «Φάκελο Ρόζενμπουργκ» αναφέρονται πάμπολλα τέτοια περιστατικά που δείχνουν ότι το γερμανικό υπουργείο Δικαιοσύνης έπαιζε εξόχως αντιφατικό ρόλο τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: από τη μία, ήταν θεσμός του κράτους δικαίου, που συντελούσε στην εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος· από την άλλη, άντρο των ναζί (πάνω από το 50% του ανώτερου και ανώτατου προσωπικού ήταν κατά το πλείστον μη μεταμελημένα στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος) που έβαζαν φρένο στην ίδια λειτουργία –είτε με μυστικά μηνύματα σε εγκληματίες πολέμου, που διώκονταν στο εξωτερικό, είτε με την παραγραφή κάθε είδους ναζιστικού εγκλήματος (με μοναδική εξαίρεση τις δολοφονίες!), είτε με τη μετάδοση της ναζιστικής νοοτροπίας στη νέα νομοθεσία, όπως σε εκείνη κατά των ομοφυλοφίλων.
Το «πνεύμα του Ρόζενμπουργκ»


«Ρόζενμπουργκ» (Κάστρο των ρόδων) ήταν το όνομα του κτιρίου στη Βόννη στο οποίο στεγαζόταν το υπουργείο και καθιερώθηκε γρήγορα ως το ανεπίσημο όνομά του. Το «πνεύμα του Ρόζενμπουργκ», όπως ονομάζεται αυτό το παράξενο μείγμα δημοκρατικής και ναζιστικής ιδεολογίας, άρχισε να ξεθυμαίνει στα τέλη της δεκαετίας του ’60, υπό την καγκελαρία του Σοσιαλδημοκράτη Βίλι Μπραντ. Σε αυτό συνετέλεσε και η βαθμιαία αποχώρηση των ναζί από το υπουργείο για λόγους ηλικίας. Λίγη από την μπόχα του γινόταν όμως αισθητή και αργότερα. Για να εκλείψει πλήρως μόλις τελευταία, χάρη και στο βιβλίο των δύο καθηγητών, το οποίο γράφηκε κατά παραγγελία του υπουργείου εν είδει ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με το παρελθόν –το οποίο παρέμεινε όμως και μετά το 1945 επί μέρους ναζιστικό.

ΣΚΑΝΔΑΛΑ
«Εχουμε να κάνουμε με δύο σκάνδαλα: Το πρώτο είναι ότι η Βόννη επέβαλε στην Αθήνα τη διακοπή της δίωξης των εγκληματιών πολέμου με τη διαβεβαίωση ότι θα τους καταδιώξει η ίδια – κάτι που δεν έκανε ποτέ» λέει ο κ. Γκερτεμάκερ. «Και το δεύτερο είναι ότι ένας ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης παρείχε προστασία στον πρωταγωνιστή ενός εκ των μεγαλύτερων εγκλημάτων πολέμου, εκείνου στη Θεσσαλονίκη – παρ’ όλο που ο θιγόμενος θήτευσε μεταπολεμικά μόνο μερικούς μήνες σε αυτό».


Συνέντευξη του καθηγητή Ιστορίας Μάνφρεντ Γκερτεμάκερ
«Βοηθούσαν τους υπό διωγμόν ομοϊδεάτες τους»

Πώς εξηγείται η ντε φάκτο «κατάληψη» από ναζί του γερμανικού υπουργείου Εσωτερικών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;

«Οι τότε υπουργοί ήθελαν να αναστηλώσουν γρήγορα το υπουργείο με ειδικούς, και παρέβλεπαν για αυτό την ιδεολογία και την προϊστορία των στελεχών του. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν πολλοί αξιόλογοι νομικοί, που ήταν στην αντίσταση κατά του ναζισμού, ή είχαν καταφύγει στο εξωτερικό».
Δεν συνιστούσε αυτό απειλή για τη δημοκρατία;
«Οχι. Ο θεσμός παρέμενε δημοκρατικός. Οι Αμερικανοί δεν θα επέτρεπαν ποτέ τη ναζιστική μετάλλαξή του. Από την άλλη, βέβαια, οι ναζί έβαζαν τη σφραγίδα τους σε πολλούς νόμους, ή βοηθούσαν τους υπό διωγμό ομοϊδεάτες τους, όπως τον Μαξ Μέρτεν. Ταυτόχρονα έβαζαν φρένο στη δίωξη άλλων διαβόητων ναζιστών, όπως του Αντολφ Αϊχμαν, ή του Αλόις Μπρούνερ, ο οποίος συμμετείχε επίσης στην εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης».
Υπάρχει ένα ranking, μια αξιολόγηση των μεταπολεμικών κρατικών θεσμών σχετικά με τη στελέχωσή τους με ναζί;
«Την πρωτιά είχε η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εγκλήματος (BKA), τα στελέχη της οποίας προέρχονταν κατά 90% από το ναζιστικό κόμμα».
Εχουν κάποια βάση οι ισχυρισμοί του Μέρτεν για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή;
«Δεν μπορώ να κρίνω. Σύντομα όμως θα εκδοθεί στη Γερμανία μια νέα διδακτορική διατριβή για τον Μέρτεν. Αυτή ίσως ρίξει περισσότερο φως στο σκοτάδι».
Ο Μάνφρεντ Γκερτεμάκερ (Manfred Görtemaker) είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πότσδαμ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ