Οι νέες, «νεο-οθωμανικού» τύπου, δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προκαλούν πλέον σοβαρό προβληματισμό στην Αθήνα που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τις επιδιώξεις του τούρκου Προέδρου. Παρά το αλαλούμ που επικράτησε με το αρχικό τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ)την περασμένη Δευτέρα, με το οποίο απεδόθησαν στον κ. Ερντογάν λόγια τα οποία ουδέποτε είπε, είναι σαφές ότι όσα δήλωσε ο τούρκος ηγέτης για «τα σύνορα της καρδιάς» τα οποία είναι διαφορετικά από «τα φυσικά σύνορα» της χώρας του έρχονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά από όσα εκστόμισε για τη Συνθήκη της Λωζάννης.

Ωστόσο, όποιος θέλει να είναι «κυνικά ακριβής» θα πρέπει να υπογραμμίσει ότι τα περί «συγγενικών πληθυσμών» δεν είναι η πρώτη φορά που τα αναφέρει κάποιος τούρκος πολιτικός την τελευταία δεκαετία. Είναι σαφές ότι ο κ. Ερντογάν δεν μίλησε ποτέ για την ανάγκη διεξαγωγής δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη, αλλά η ιστοσελίδα της εφημερίδας «Σαμπάχ» επεδίωξε να… ερμηνεύσει τις δηλώσεις του τούρκου Προέδρου.

Αρκεί όμως να ανατρέξει κανείς σε παλαιότερες δηλώσεις τόσο του ιδίου όσο και του άλλοτε «γκουρού του νέο-οθωμανισμού» Αχμέτ Νταβούτογλου για να κατανοήσει ότι η «νέο-ισλαμική» Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί και πρέπει να ασκεί επιρροή σε περιοχές στις οποίες υπάρχει οθωμανική κληρονομιά.Η επιχείρηση «οθωμανικής γοητείας» που οι κυβερνήσεις του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έχουν ασκήσει την τελευταία 15ετία είναι ξεκάθαρη και έχει επαρκώς επισημανθεί ακόμη και σε εσωτερικά έγγραφα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Κι ας προστεθεί στο σημείο αυτό ότι η πρώτη εκδοχή του νέο-οθωμανισμού είχε εκφραστεί τη δεκαετία του 1990 από τον τότε Πρόεδρο Τουργκούτ Οζάλ στο πλαίσιο της αύξησης της τουρκικής επιρροής στην Κεντρική Ασία. Φυσικά, οι οραματισμοί του Οζάλ δεν προχώρησαν, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Ρωσία «στάθηκε στα πόδια της» και κάλυψε το κενό που επεδίωξε να εκμεταλλευθεί η Άγκυρα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Από αυτή την άποψη, η φράση «η Τουρκία δεν μπορεί να αγνοήσει τους συγγενείς (kinsmen) της στη Δυτική Θράκη, στην Κύπρο, στην Κριμαία και αλλού»,την οποία μπορεί κάποιος να εντοπίσει στην ιστοσελίδα της τουρκικής Προεδρίας και μάλιστα στην αγγλική γλώσσα, δεν εκπλήσσει ουδένα. Η τουρκική επιρροή είναι ξεκάθαρη στη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, ιδιαίτερα στον πολιτισμικό τομέα, οι επισκέψεις τούρκων αξιωματούχων στην περιοχή είναι πυκνές, ενώ σειρά ελληνικών κυβερνήσεων λαμβάνουν σοβαρότατα υπόψη τους (ίσως υπέρ το δέον σοβαρά) τα τουρκικά αιτήματα που αφορούν στη μειονότητα (σε θέματα εκπαίδευσης κ.ά), χωρίς προηγουμένως τη διαμόρφωση καθαρών και κυρίαρχων κανόνων του παιχνιδιού..

Υπάρχει και κάτι ακόμη που θα πρέπει να προβληματίσει τον έμπειρο παρατηρητή. Αφορά στη σπουδή του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών να εκδώσει ανακοίνωση – απάντηση χωρίς να υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα για το ακριβές των δηλώσεων του τούρκου Προέδρου. Ενδέχεται η κριτική αυτή να ενοχλεί την ηγεσία του νεοκλασσικού της Βασιλίσσης Σοφίας, αλλά είναι σαφές ότι η ανακοίνωση που εκδόθηκε μεταξύ της αρχικής εκδοχής των δηλώσεων Ερντογάν και της οριστικής μοιάζει να έχει λάβει υπόψη της ότι ο κ. Ερντογάν ήταν αυτός που είπε ότι πρέπει να γίνει δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη, ακόμη κι αν δεν αναφέρεται ρητά κάτι τέτοιο στο κείμενο.

Αυτό προκύπτει τόσο από την αναφορά του υπουργείου Εξωτερικών σε «συνοριακά ζητήματα»όσο και από την κατακλείδα της ανακοίνωσης ότι «η Θράκη είναι ελληνική, δημοκρατική και ευρωπαϊκή. Οποιαδήποτε άλλη σκέψη είναι αδιανόητη και επικίνδυνη». Εσχάτως, δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι υπάρχει μία «σκλήρυνση» του διπλωματικού λόγου του υπουργείου Εξωτερικών σε σειρά θεμάτων, αλλά χωρίς να είναι σαφής η στόχευση αυτής της τακτικής. Η ελπίδα είναι ότι δεν θα γεννήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα θέλει να λύσει.