Ως εν δυνάμει Πρωθυπουργός και διαπρύσιος πολέμιος του λαϊκισμού εμφανίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, πρώτο σταθμό της περιοδείας του στις ΗΠΑ, όπου θα έχει κύκλο επαφών, ομιλιών και παρεμβάσεων.

Σε ένα γνώριμο για τον ίδιο χώρο, αφού έχει σπουδάσει στο Χάρβαρντ, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, μιλώντας με θέμα «Το Μέλλον της Δημοκρατίας», επιχείρησε να ενισχύσει τη διεθνή του εικόνα και έδωσε το στίγμα του για την επόμενη μέρα στη χώρα, προβάλλοντας το σχέδιό του για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση.

Ενώπιον ενός ιδιαίτερα απαιτητικού κοινού, επέλεξε να μιλήσει για το λαϊκισμό και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ασκώντας κριτική και καθιστώντας σαφές ότι κεντρικό ζήτημα για την Ελλάδα, όχι απλά για τον ίδιο και το κόμμα του, είναι η αντιμετώπιση του λαϊκισμού, είτε προέρχεται από την αριστερά είτε από τη δεξιά.

«Ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε στηριζόμενος σε ένα μεγάλο ψέμα. Αναπόφευκτα η χώρα συγκρούστηκε με την πραγματικότητα. Υποχρεωθήκαμε να υπογράψουμε ένα τρίτο Μνημόνιο. Η οικονομία παραμένει σε ύφεση» είπε και συμπλήρωσε: «Η Ελλάδα παραμένει, έξι χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, εντός προγραμμάτων διάσωσης. Το 90% του πληθυσμού πιστεύει ότι η χώρα κατευθύνεται στην λάθος κατεύθυνση».

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θέλοντας να τονίσει το προφίλ του εν δυνάμει Πρωθυπουργού, μίλησε για το προβάδισμα της Ν.Δ. στις δημοσκοπήσεις. Υπογράμμισε ότι ο ίδιος εξελέγη πρόεδρος του κόμματος πριν εννέα μήνες και η Ν.Δ. ηττήθηκε πριν ένα χρόνο στις εκλογές με διαφορά 7%. «Σήμερα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι προηγούμαστε με μια διαφορά που κυμαίνεται από 7% έως 12%» τόνισε και συνέχισε με έμφαση: «Πιστεύουμε ότι ο λαϊκισμός θα νικηθεί διότι δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Δεν θα υποσχεθούμε περισσότερα από όσα μπορούμε να δώσουμε. Η Ελλάδα θα ορθοποδήσει. Το πιστεύω ειλικρινά».

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο κ. Μητσοτάκης στην πολιτική πρόταση της Ν.Δ.και με την επισήμανση ότι στόχος είναι να προσφέρει ένα όραμα πολιτικής, υπογράμμισε πως «πρώτη μας προτεραιότητα να δείξουμε στον κόσμο ότι αναγνωρίζουμε τα λάθη του παρελθόντος», «να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη του, να πείσουμε ότι αλλάζουμε με νέες ιδέες, νέους ανθρώπους, νέες πολιτικές».

Η έμφαση και εδώ δόθηκε στην αντιμετώπιση του λαϊκισμού ως φαινομένου και όπως είπε η δεύτερη απόφαση που έλαβε ο ίδιος και το κόμμα του ήταν να διαχωρίσει ξεκάθαρα τη θέση του από το λαϊκισμό, λέγοντας την αλήθεια. «Πήραμε το ρίσκο να προσπαθήσουμε να χτίσουμε μια «κουλτούρα ελπίδας», λέγοντας στον κόσμο μόνο την αλήθεια. Ο λαϊκισμός είναι αποτελεσματικός στην αντιπολίτευση και αναποτελεσματικός στη διακυβέρνηση» είπε χαρακτηριστικά.

Με δεδομένο ότι ένα σημαντικό τμήμα του κοινού ήθελε να πληροφορηθεί το σχέδιό του για την επόμενη μέρα, προέβαλλε τον οδικό χάρτη εξόδου από την κρίση. «Μιλήσαμε ξεκάθαρα για νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Παρουσιάσαμε κοστολογημένο πρόγραμμα στη Θεσσαλονίκη. Πιστεύουμε στη μείωση της φορολογίας και των κρατικών δαπανών για να έρθει η ανάπτυξη» είπε και τόνισε ότι είναι αναγκαία η προσέλκυση ξένων επενδύσεων για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

«Οφείλουμε να σταματήσουμε άμεσα το brain drain. Η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα και αυτά πρέπει να αναδείξουμε. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται πολιτική αλλαγή. Η δέσμευση για ουσιαστικές, δομικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη» υποστήριξε με ένταση.

Παράλληλα ανέφερε ότι η μεταρρυθμιστική μας ατζέντα είναι αναγκαία για τη χώρα και επέκρινε την κυβέρνηση λέγοντας ότι δεν έχει κερδίσει την απαραίτητη εμπιστοσύνη για να προσελκύσει επενδύσεις, ενώ δεν πιστεύει ούτε στην ουσία των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν άμεσα.


Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη, η Ν.Δ. δίνει έμφαση στην αλλαγή του μείγματος πολιτικής και αναφέρθηκε στην ανάγκη να διαπραγματευτούμε με τους εταίρους μας, ώστε να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί.

«Είναι πολύ δύσκολο να ανακάμψει η οικονομία με πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για την επόμενη δεκαετία. Τόσο υψηλά πλεονάσματα μπορεί να υπονομεύουν τις μεταρρυθμίσεις» είπε και συμπλήρωσε: «Τα πρωτογενή πλεονάσματα συνδέονται άμεσα και με το θέμα του μη βιώσιμου ελληνικού χρέους».