Ως κλασικός Ολλανδός ο Μάρτιν Φερφέι σκέπτεται πρακτικά. Μιλάει χαμηλόφωνα και συγκρατημένα, με την άνεση του ανθρώπου που έχει συνειδητοποιήσει τη δυσκολία του έργου που έχει αναλάβει και παράλληλα την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να το φέρει εις πέρας. Αλλωστε, πριν από την κρίση του Προσφυγικού είχε διαδραματίσει καίριο ρόλο και στη διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη. Ο κ. Φερφέι είναι από τον περασμένο Μάρτιο ο άνθρωπος που η ΕΕ έχρισε ως συντονιστή της εφαρμογής της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό. Από τότε μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε Βρυξέλλες, Ελλάδα και Τουρκία. Μιλώντας για πρώτη φορά αποκλειστικά στον ελληνικό Τύπο, «Το Βήμα» τον συνάντησε την περασμένη Τετάρτη στο λιτό γραφείο του στην οδό Πειραιώς. Ο ολλανδός τεχνοκράτης περιέγραψε τη σημερινή κατάσταση της Συμφωνίας, που έχει ισχυρούς υποστηρικτές, παράλληλα όμως και φανατικούς πολέμιους. Και εμφανίζεται αισιόδοξος, χωρίς υπερβολές.

«Η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας λειτουργεί»
εκτιμά. «Οι στόχοι της ήταν τρεις. Πρώτον, ο εκμηδενισμός ή έστω ο περιορισμός των παρανόμων μεταναστών που περνούν από την Τουρκία στα νησιά του Αιγαίου. Δεύτερον, η δημιουργία μιας νόμιμης οδού για τους πρόσφυγες προς την Ευρώπη και ο περιορισμός των απωλειών στο Αιγαίο και, τρίτον, το χτύπημα των δικτύων λαθρεμπόρων. Με βάση όσα παρατηρούμε, πρέπει να παραδεχθούμε ότι λειτουργεί» προσθέτει ο κ. Φερφέι.
H Aγκυρα τηρεί τις δεσμεύσεις της


Οι αριθμοί υποστηρίζουν αυτή την εκτίμηση. Τον Οκτώβριο του 2015, στην κορύφωση της προσφυγικής κρίσης, ως και 6.700 άνθρωποι διέσχιζαν καθημερινά τα επικίνδυνα νερά από τις τουρκικές ακτές ως τα ελληνικά νησιά και οι εικόνες όσων έχαναν τη ζωή τους είχαν προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. Εντός του 2015 είχαν πεθάνει στα νερά του Αιγαίου 272 άνθρωποι και μόνο τον περασμένο Ιανουάριο 89. Ωστόσο από την υπογραφή της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας τον Μάρτιο ο αριθμός των απωλειών έχει πέσει στις 11 ενώ οι διασώσεις είναι πολύ περισσότερες. Την ίδια στιγμή περνούν κατά μέσον όρο στα νησιά 100 άνθρωποι ημερησίως.
Επίσης, η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η Τουρκία θέλει, όπως και η ΕΕ, την υλοποίηση της Συμφωνίας και τηρεί τις δεσμεύσεις της. Το πολιτικό διακύβευμα είναι ιδιαίτερα υψηλό για τις δύο πλευρές. Κοινοτικές πηγές σημειώνουν ότι όταν έχει επενδυθεί τόσο πολιτικό κεφάλαιο συνήθως οι λύσεις βρίσκονται. Η άποψη αυτή υπάρχει παρά τους προβληματισμούς που διατυπώνονται από τη σκληρή δημόσια ρητορεία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι αν δεν καταργηθεί τον Οκτώβριο η έκδοση βίζας για όσους Τούρκους επισκέπτονται την Ευρώπη η Συμφωνία θα καταρρεύσει. Η Αγκυρα εμφανίζεται δε έτοιμη, σύμφωνα με δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, να βρει μια συμβιβαστική λύση με το Συμβούλιο της Ευρώπης ώστε να υπάρξει σύγκλιση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας της με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Αποσυμφόρηση και επιτάχυνση επιστροφών


Ο ίδιος ο ευρωπαίος συντονιστής αναγνωρίζει ότι «φυσικά δεν είναι όλα τέλεια» σε ό,τι αφορά στη συμφωνία. Το μείζον πρόβλημα είναι η συμφόρηση των hotspots στα νησιά και οι αργές επιστροφές προς την Τουρκία. Οπως σημειώνει ο κ. Φερφέι, «δύο θα είναι τα σημεία-κλειδιά από εδώ και στο εξής. Το πρώτο είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Ο μηχανισμός πρέπει να γίνει αποτελεσματικότερος. Το δεύτερο σημείο είναι ότι οι αφίξεις έχουν μεν δραματικά μειωθεί, αλλά καθώς καθυστέρησε η δημιουργία των απαραίτητων υποδομών έχουμε τώρα περισσότερες εισροές από επιστροφές ανθρώπων στην Τουρκία και η υπάρχουσα δυναμικότητα στα νησιά δεν επαρκεί».
Σε σχέση με την αποσυμφόρηση των νησιών μπορεί η σημερινή κατάσταση να θεωρείται προσωρινή, αλλά το γεγονός ότι η μέγιστη δυνατότητα διαμονής στα νησιά εξακολουθεί να είναι 7.450 άτομα και πλέον βρίσκονται εκεί σχεδόν 13.900 καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος. Κατά τον ολλανδό αξιωματούχο, το πρόβλημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν είχε προβλεφθεί ευρύτερη δυνατότητα στέγασης. «Εξαρχής είχα επισημάνει ότι η δυναμικότητα στέγασης στα νησιά έπρεπε να είναι μεγαλύτερη, όχι επειδή οι άνθρωποι θα έμεναν μόνιμα εκεί αλλά ως «γέφυρα» για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης όπως η σημερινή» εξηγεί. Και προσθέτει: «Αυτό έχει επίπτωση και στον τουρισμό. Αρα, ναι, θα έπρεπε να δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις διαμονής για αυτό το μεταβατικό στάδιο. Θα βοηθήσει να διαμείνουν οι μετανάστες σε οργανωμένες κατάλληλες συνθήκες και θα ομαλοποιηθεί η καθημερινότητα του τοπικού πληθυσμού και των μεταναστών».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική Υπηρεσία Ασύλου έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο τους τελευταίους μήνες, παρά τις δυσκολίες. Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι πρέπει να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή βοήθεια με την αποστολή περισσότερων εμπειρογνωμόνων μέσω του Ευρωπαϊκού Γραφείου Υποστήριξης Ασύλου (EASO) ώστε οι διαδικασίες τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό να… τρέξουν. Την ίδια στιγμή όμως ο κ. Φερφέι, αν και αναγνωρίζει την ανάγκη για περισσότερους εμπειρογνώμονες, κρίνει σκόπιμη την άμεση επιτάχυνση του έργου της νέας Αρχής Προσφυγών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Κομισιόν, στα νησιά εργάζονται 127 στελέχη του EASO. Οι 50 εξ αυτών είναι διερμηνείς. Υπάρχουν επίσης 20 στελέχη που απασχολούνται στην καταγραφή, ενώ οι υπόλοιποι 57 εργάζονται αποκλειστικά στη διαδικασία του ασύλου.
Οι ελλείψεις και η νέα Αρχή Προσφυγών


Ωστόσο η Κομισιόν αναγνωρίζει τις ελλείψεις. Στην 3η Εκθεσή της για τη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας επισημαίνει ότι λείπουν περί τους 59 εμπειρογνώμονες που πρέπει να βρίσκονται στα νησιά, ενώ ελάχιστα κράτη-μέλη έχουν ανταποκριθεί θετικά στις κλήσεις του EASO να στείλουν προσωπικό στην Ελλάδα. Η Επιτροπή ζητεί μάλιστα να καλυφθούν τα κενά (συνολικά 194 ξένοι ειδικοί) ως τη Σύνοδο Κορυφής της 20ής-21ης Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες. Επιπλέον, αυτό που έχει ζητηθεί είναι η παραμονή των εμπειρογνωμόνων να αφορά μεγαλύτερες χρονικές περιόδους.
Ο κ. Φερφέι δεν αγνοεί την ανάγκη περισσότερων ξένων εμπειρογνωμόνων που θα επιτρέψει την ταχύτερη ολοκλήρωση της εξέτασης των αιτήσεων ασύλου σε πρώτο βαθμό. «Ευελπιστώ ότι τα κράτη θα στείλουν κι άλλους ειδικούς και πιέζω για αυτό» σημειώνει. Το ζήτημα όμως που «καίει» είναι οι επιστροφές. «Η επιτάχυνση επιστροφών είναι ορατή. Χθες (σ.σ.: Τρίτη) είχαμε την επιστροφή μιας ομάδας στην Τουρκία που πρέπει να προστεθεί στις δύο που είχαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Από τον Απρίλιο ως τα τέλη Αυγούστου υπήρξαν δυσκολίες. Πλέον όμως πάει καλύτερα και θα συμβάλει να αποσυμφορηθούν τα νησιά» λέει ο κ. Φερφέι.
Σε αυτό το πλαίσιο η νέα Αρχή Προσφυγών που προωθεί συγκροτημένα ο Γιάννης Μουζάλας, με τον οποίο υπάρχει πολύ καλή συνεργασία, συνιστά κρίσιμο κρίκο. «Οι αρνητικές αποφάσεις επί των προσφυγών δεν ξεπερνούν τις 200» αναρωτιέται ο κ. Φερφέι. «Αυτό μας λέει –και επιτρέψτε μου να είμαι ευθύς εδώ –ότι ο λόγος που οι άνθρωποι δεν επιστρέφονται δεν είναι μόνο η έλλειψη προσωπικού από το EASO. Πρέπει να ενισχυθεί η δυναμικότητα της Αρχής Προσφυγών. Ο κ. Μουζάλας έχει δεσμευθεί ότι θα διπλασιάσει τη δυναμικότητα αυτή και τούτο είναι πολύ καλό». Ο στόχος που έχει τεθεί είναι οι πέντε νέες επιτροπές προσφυγών να μπορούν να εξετάζουν μηνιαίως 500 υποθέσεις. Αν αυτό γίνει, τότε θα αυξηθεί και ο αριθμός των Σύρων που επιστρέφονται, ο οποίος σήμερα είναι πολύ χαμηλός.


«Aνοησίες που δυστυχώς αναπαράγονται»
Η μετεγκατάσταση και τα κοινοτικά κονδύλια

Η κριτική που έχει ασκηθεί για τον αργό ρυθμό με τον οποίο προχωρεί η μετεγκατάσταση προσφύγων από την Ελλάδα (και δευτερευόντως από την Ιταλία) στα υπόλοιπα κράτη-μέλη είναι σκληρή. Κάποιοι έχουν κάνει την πρόβλεψη ότι η μετεγκατάσταση δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί ούτε σε 20 χρόνια αν συνεχιστεί έτσι. «Συγχωρήστε μου τη «μη διπλωματική» γλώσσα, αλλά πρόκειται για ανοησίες που δυστυχώς αναπαράγονται» λέει ο ευρωπαίος συντονιστής.
Επίσης, «οι 66.000 πρόσφυγες που πρέπει να μετεγκατασταθούν από την Ελλάδα σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου ήταν ένας αριθμός που καθορίστηκε πριν από τη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας και με πρόβλεψη για περισσότερες αφίξεις. Σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα περίπου 24.000 άνθρωποι που είναι επιλέξιμοι για μετεγκατάσταση» εκτιμά. Ηδη μάλιστα εντός του Σεπτεμβρίου μετεγκαταστάθηκαν 1.134 πρόσφυγες, εκ των οποίων 577 εντός μιας εβδομάδος (στοιχεία της 28ης Σεπτεμβρίου). «Το σημαντικότερο όμως» εξηγεί «είναι ότι βλέπουμε δέσμευση πλέον από χώρες που μπορούν να υποδεχθούν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Ας πούμε, η Γερμανία ανακοίνωσε ότι σε μηνιαία βάση θα δέχεται περίπου 500 άτομα εφόσον έχουν ελεγχθεί οι ροές» εκτιμά ο κ. Φερφέι.
Στο δε περίπλοκο ζήτημα των κοινοτικών κονδυλίων που έχει λάβει ή μπορεί να λάβει η χώρα μας είναι σαφές ότι η Αθήνα θα μπορούσε να έχει κινηθεί ταχύτερα και αποτελεσματικότερα ώστε να έχει ήδη λάβει χρήματα από τα συνολικά 509 εκατ. ευρώ που την αφορούν για την περίοδο 2014-2020 από τα Ταμεία AMIF (μετανάστευση) και ISF (εσωτερική ασφάλεια). Αυτό δεν συνέβη και κατέστη αναγκαία η χορήγηση επείγουσας βοήθειας που ως σήμερα έχει ξεπεράσει τα 350 εκατ. ευρώ με σκοπό την κατασκευή των hotspots, τη σίτιση κ.ά. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα 198 εκατ. ευρώ της ανθρωπιστικής βοήθειας μέσω του γραφείου του αρμοδίου επιτρόπου Χρήστου Στυλιανίδη (ECHO).
Αυτά τα κονδύλια κατευθύνονται προς ΜΚΟ όπως η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Η συνδρομή τους είναι αναγκαία, αλλά έχουν υπάρξει περιπτώσεις που οι οργανώσεις αυτές «επέβαλαν» επιλογές τους χωρίς προηγούμενη συνεννόηση. Ο ολλανδός αξιωματούχος είναι πάντως ξεκάθαρος. «Προφανώς η κυβέρνηση πρέπει να έχει λόγο στο πώς δαπανώνται τα χρήματα αυτά. Σε τελική ανάλυση αυτή διαχειρίζεται την κατάσταση στο έδαφός της και προφανώς έχει λόγο στο ποιος κάνει τι και πού. Είναι ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής που έχει την ευθύνη και αυτή τη στιγμή υπογράφονται μνημόνια συνεργασίας με τις ΜΚΟ για τα προγράμματα μέσω της ECHO. Εκ της θέσεώς μου δίνω άλλωστε έμφαση στο ότι η ελληνική κυβέρνηση διαδραματίζει ρόλο συντονιστή. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν πρέπει να τηρούνται οι κανόνες».

«Σε όσους πιστεύουν ότι, αν είχε χαρακτηριστεί ασφαλής τρίτη χώρα η Τουρκία οι επιστροφές θα γίνονταν ταχύτερα, πρέπει να επισημανθεί ότι η κατάσταση έχει περισσότερες αποχρώσεις»
αναφέρει ο κ. Φερφέι. «Η Επιτροπή» εξηγεί «έχει στείλει σειρά επιστολών στις ελληνικές αρχές αποσαφηνίζοντας την άποψή της επί του ζητήματος αυτού. Σε αυτές επισημαίνεται ότι ο συνδυασμός των νομοθετικών πρωτοβουλιών της τουρκικής κυβέρνησης εν όψει της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας, καθώς και πρόσθετες διασφαλίσεις που η ΕΕ έχει ειδικότερα λάβει σε σχέση με τους μετανάστες που θα επιστρέφουν στην Τουρκία, μας έχουν οδηγήσει στο νομικό συμπέρασμα ότι το πλαίσιο προσφέρει επαρκές επίπεδο προστασίας συγκρινόμενο με τα επίπεδα που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ