Οποιος περνά αυτή την περίοδο την είσοδο της Γενικής Διεύθυνσης Τύπου και Πληροφοριών στην Αγκυρα έρχεται αντιμέτωπος με ένα θέαμα ελαφρώς περίεργο. Εχει στηθεί εκεί μια μικρή έκθεση με φωτογραφίες και εξώφυλλα εφημερίδων από τα πραξικοπήματα της σύγχρονης ιστορίας της Τουρκίας. Μετά από αυτά οι επισκέπτες καλούνται να παρακολουθήσουν ένα πράγματι σφιχτοδεμένο και καλογυρισμένο βίντεο που δείχνει πώς ο τουρκικός λαός βγήκε στους δρόμους και απέκρουσε τους επίδοξους πραξικοπηματίες που κατ’ εντολήν του Φετουλάχ Γκιουλέν προσπάθησαν να ανατρέψουν την εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας.
Ο στόχος της έκθεσης αυτής είναι εμφανής διά γυμνού οφθαλμού. Ολα τα πραξικοπήματα (συνολικά τέσσερα, με το πρώτο να πραγματοποιείται το 1960 και το τελευταίο το 1997) που προηγήθηκαν της απόπειρας της 15ης Ιουλίου 2016 πέτυχαν τον σκοπό τους: η κυβέρνηση ανετράπη. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Και αυτό δεν οφείλεται πουθενά αλλού παρά μόνο στην παρουσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Διώξεις και τιμωρία «εν ονόματι του λαού»


Δεν έχει σημασία με ποιον θα μιλήσει κάποιος στη σημερινή Τουρκία. Στη γειτονική χώρα επικρατεί πλέον αδιαμφισβήτητα «ενός ανδρός αρχή». Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει καταφέρει να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος, να θεωρείται ο άνθρωπος που κατατρόπωσε το «βαθύ, παράλληλο» κράτος που είχε εγκαθιδρύσει ο άλλοτε στενός σύμμαχός του Φετουλάχ Γκιουλέν. Δεν υπάρχει άλλωστε «κίνημα Γκιουλέν» πλέον, η ονομασία αυτή δεν υφίσταται. Υπάρχει μόνο η FETO, η «τρομοκρατική οργάνωση Φετουλάχ Γκιουλέν». Στο όνομα δε της εξάρθρωσής της υπακούουν τα πάντα: οι θεσμοί, οι πολίτες, οι δημοσιογράφοι –χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις.
Η κινητήριος δύναμη πίσω από όλα αυτά είναι για άλλη μία φορά ο λαός που, σύμφωνα με έρευνες της κοινής γνώμης, μερικές εβδομάδες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος ενέκρινε με ποσοστό που προσεγγίζει το 70% τον τρόπο με τον οποίο ο Ερντογάν διαχειρίστηκε την κατάσταση. Ο τούρκος πρόεδρος, έχοντας δώσει φωνή σε εκατομμύρια Τούρκους που επί χρόνια ήταν αποκλεισμένοι κοινωνικά, διατηρεί υψηλότατη δημοφιλία. Ουδείς λοιπόν αποκλείει ακόμη και το σενάριο των πρόωρων εκλογών που ίσως θα του επέτρεπε να αλλάξει το πολίτευμα σε προεδρική δημοκρατία.
Ο λαός λοιπόν έσωσε τη δημοκρατία, αυτός τώρα «ζητεί αίμα». Και η ηγεσία πρέπει να το προσφέρει. Δεν θα ήταν δε υπερβολή να πει κανείς ότι η νοοτροπία με την οποία πορεύεται η σημερινή τουρκική ηγεσία ομοιάζει με εκείνη του πρώην αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001: «Οποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». Μόλις την προηγούμενη Τετάρτη, έπειτα από εξάωρη συνεδρίαση, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας έκρινε ότι πρέπει να παραταθεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης πέραν της 21ης Οκτωβρίου που λήγει για άλλους τρεις μήνες.
Ουσιαστικά αυτή την περίοδο διαμορφώνεται μια «Νέα Τουρκία», η Τουρκία του Ερντογάν. Εν μέσω της εξάρθρωσης των γκιουλενικών, αναλυτές όπως ο Μουσταφά Ακιόλ μιλούν για τη δημιουργία ενός νέου μύθου που μοιάζει με εκείνον που οικοδόμησε από το 1923 και μετά ο Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ». Στη θέση του Κεμάλ είναι πλέον ο Ερντογάν. Πριν από λίγες ημέρες μάλιστα, στα μέσα Σεπτεμβρίου, οι μαθητές των τουρκικών σχολείων ξεκίνησαν τα μαθήματά τους με το ιστορικό της προδοσίας του Γκιουλέν και του αποτυχημένου πραξικοπήματος. Μοιράστηκαν επίσης ενημερωτικά φυλλάδια στους μαθητές, ενώ στα βιβλία της επόμενης σχολικής χρονιάς θα περιληφθεί ειδικό κεφάλαιο για τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου. Ο ιδρυτικός μύθος της «Νέας Τουρκίας» δεν θα μπορούσε φυσικά παρά να ξεκινήσει από την εκπαίδευση…
Συλλήψεις επί συλλήψεων, κριτική και ανησυχίες


«Η Τουρκία θα μπορεί να αναπνεύσει ξανά μόνο αν όλοι οι ακτιβιστές του Γκιουλέν συλληφθούν» λέει απευθυνόμενος σε ομάδα δημοσιογράφων από την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα ο Μεχμέτ Ακάρτζα, γενικός διευθυντής Τύπου και Πληροφοριών και σύμβουλος του πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ. Αν και έχει στο παρελθόν εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα, ο κ. Ακάρτζα εκφράζει μάλιστα την απορία του για το γεγονός ότι, ενώ στο παρελθόν έχουν ληφθεί μέτρα εναντίον στελεχών του ΡΚΚ που έχουν γράψει άρθρα σε ευρωπαϊκά έντυπα, δεν έχει συμβεί κάτι ανάλογο με στελέχη του κινήματος Γκιουλέν.
Ηδη όμως οι αριθμοί ζαλίζουν. Η κυβέρνηση επιμένει να προβάλλει τον αριθμό των 241 πολιτών που έχασαν τη ζωή τους το βράδυ της απόπειρας πραξικοπήματος, αλλά την ίδια στιγμή οι διώξεις που έχουν ακολουθήσει έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Συνολικά 32.000 στρατιωτικοί, αστυνομικοί, δικαστικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ακαδημαϊκοί έχουν είτε απολυθεί από την εργασία τους είτε συλληφθεί και προφυλακιστεί. Οι περιπτώσεις της διάσημης συγγραφέως Ασλί Ερντογάν ή του δημοσιογράφου Μεχμέτ Αλτάν είναι μόνο δύο από τις πολλές.
Ο φόβος γεννά την αυτολογοκρισία


Ο κ. Ακάρτζα ισχυρίζεται ότι μόλις 42 δημοσιογράφοι έχουν συλληφθεί σε μία χώρα με περισσότερους από 700 τηλεοπτικούς σταθμούς, εθνικής ή τοπικής εμβέλειας. Στα γραφεία του κρατικού τηλεοπτικού δικτύου TRT ο αναπληρωτής διευθυντής ειδήσεων Φατίχ Σαχίν Γιοζ μας λέει όμως ότι από το κανάλι έφυγαν μετά τις 15 Ιουλίου 312 εργαζόμενοι από όλες τις βαθμίδες. Αλλοι απλώς απολύθηκαν, άλλοι συνελήφθησαν και κρατούνται. Η απομάκρυνσή τους έγινε με διοικητικά διατάγματα στη βάση της κήρυξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Αν κάνουν έφεση και δικαιωθούν, μπορούν μελλοντικά να επιστρέψουν… Ωστόσο, είναι εμφανές ότι οι αριθμοί είναι σχετικοί. Αξιωματούχος που θέλει για ευνόητους λόγους να κρατήσει την ανωνυμία του λέει ότι «το ζήτημα είναι ευρύτερο. Αφορά την επίδραση που έχουν οι διώξεις στους υπόλοιπους –δημοσιογράφους ή μη. Ουδείς τολμά να υπερβεί μια αόρατη γραμμή αυτολογοκρισίας. Ολοι φοβούνται, είτε είναι δημοσιογράφοι είτε κρατικοί λειτουργοί».
Η οργάνωση του πραξικοπήματος


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πλοκάμια της οργάνωσης του, εξόριστου από το 1999 στην Πενσιλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών, Γκιουλέν είχαν διεισδύσει βαθιά στον κρατικό μηχανισμό. «Αυτό που έγινε στις 15 Ιουλίου προετοιμαζόταν 30 χρόνια» δηλώνει ο πρόεδρος της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης Ισμαήλ Καραμάν. Και δεν είναι ο μόνος. Ολοι στην Τουρκία μιλούν για το πόσο καλά ήταν οργανωμένοι οι γκιουλενιστές, ανεξάρτητα από το κατά πόσο τάσσονται υπέρ ή κατά των κυβερνητικών πρακτικών.
Προς απόδειξη αυτού μιλούν για το δίκτυο επικοινωνιών μέσω κινητών τηλεφώνων που είχαν αναπτύξει και συνομιλούσαν μεταξύ τους. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, με την ονομασία ByLock, το ανακάλυψε η ΜΙΤ και όποιος το είχε στο κινητό του τηλέφωνο (εκτιμάται περί τα 40.000 άτομα) θεωρείται αυτόματα επιβαρυντικό στοιχείο.
Ο κ. Καραμάν χαρακτηρίζει «μοναδικό» το γεγονός του βομβαρδισμού της Εθνοσυνέλευσης –δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά από τη στιγμή που ο ρόλος του λαού έχει αναδειχθεί σε τόσο σημαντικό. Επιμένει επίσης, σε όλους τους τόνους, ότι «δεν κάνουμε όσα κάνουμε από εκδίκηση», ότι όλα γίνονται σύντομα και με βάση το Διεθνές Δίκαιο, καθώς και ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν πρέπει να εκπλήσσει από τη στιγμή που εφαρμόζεται σε χώρες όπως η Γαλλία. Ωστόσο, το κλίμα ενότητας που επιδείχθηκε την επομένη του πραξικοπήματος μοιάζει να έχει ξεθυμάνει αν πιστέψει κανείς τον Εργκίν Αλτάι, αναπληρωτή πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP).

«Πρέπει να διασφαλιστούν η κοινωνική ομαλότητα και τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια αυτής της χώρας. Οι διώξεις έχουν μετατραπεί σε κυνήγι μαγισσών»
υπογραμμίζει, λέγοντας ότι η κυβέρνηση ασκεί εξουσία με διατάγματα. Εκφράζει δε ανησυχία για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και προσθέτει ότι πρόσφατα μία αποστολή των Ηνωμένων Εθνών που επρόκειτο να επισκεφθεί την Τουρκία για να ελέγξει κατηγορίες περί βασανιστηρίων ματαιώθηκε. «Επείγει να βρεθούν τα πολιτικά πρόσωπα πίσω από την απόπειρα, όχι απλώς να συλλαμβάνονται όσοι έστω κι εμμέσως είχαν κάποια επαφή με το δίκτυο Γκιουλέν» καταλήγει.
Δυσφορία για Ευρωπαίους και ΗΠΑ


Στην Αγκυρα εξακολουθεί να υπάρχει ενόχληση για την αμφιθυμία τόσο των Ευρωπαίων όσο και των Αμερικανών να καταδικάσουν άμεσα την απόπειρα πραξικοπήματος. «Από ορισμένες πλευρές ακούστηκε η απίστευτη άποψη ότι όλο αυτό οργανώθηκε από την τουρκική κυβέρνηση» σχολιάζει ενώπιον των ξένων δημοσιογράφων ο κ. Καραμάν. «Θα ανέμενα αλληλεγγύη από όλες τις δυτικές δημοκρατίες» προσθέτει ο κ. Ακάρτζα.
Η αίσθηση όμως σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ότι όσο συνεχίζονται οι μαζικές διώξεις και οι καταγγελίες για παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου δύσκολα θα παύσει ο σχετικός προβληματισμός. Επιπλέον, κύκλοι που πρόσκεινται στον Γκιουλέν έκαναν ισχυρότατο λόμπι υπέρ του Ερντογάν στις Βρυξέλλες επί πολλά χρόνια πριν οι συνθήκες μεταβληθούν το 2013.
Το νομικό σίριαλ της έκδοσης Γκιουλέν


Την ίδια στιγμή η τουρκική κοινή γνώμη πιστεύει ολοένα και περισσότερο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να κρύβονται πίσω από την απόπειρα της 15ης Ιουλίου. Το σίριαλ της έκδοσης του Γκιουλέν θα παραμείνει αγκάθι για πολύ καιρό διότι είναι προφανώς πολύ δύσκολο να δεχθεί η αμερικανική κυβέρνηση την έκδοση με συνοπτικές διαδικασίες.
Η άποψη της Ουάσιγκτον για τον Γκιουλέν δεν έμεινε άκαμπτη κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Το 2007 η κυβέρνηση Μπους είχε αρχικά αρνηθεί να χορηγήσει πράσινη κάρτα στον Γκιουλέν λόγω αντιρρήσεων του Πενταγώνου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ωστόσο, η απόφαση ανετράπη αργότερα. Το κλίμα εστράφη υπέρ του Γκιουλέν και η θετική στάση των τουρκικών κυβερνήσεων έπαιξε τον ρόλο της. Ηταν άλλωστε η εποχή που η Τουρκία εθεωρείτο μοντέλο του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ.
Οι εποχές όμως αλλάζουν… Σήμερα η Αγκυρα πληρώνει 50.000 δολάρια τον μήνα σε έναν πόλεμο δικαστικό αλλά και δημοσίων σχέσεων εναντίον του Γκιουλέν στις ΗΠΑ προσλαμβάνοντας μία από τις μεγαλύτερες νομικές φίρμες. Και ο Γκιουλέν προσέλαβε την εταιρεία του άλλοτε προσωπάρχη του Μπιλ Κλίντον, του Τζον Ποντέστα, για να αμυνθεί.

Οι σχέσεις Ερντογάν – Γκιουλέν
Πώς ο πιστός σύμμαχος μετετράπη σε εχθρό

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία το 2002 επέτρεψε στην αυτοκρατορία του Γκιουλέν να εξαπλωθεί πέραν της εκπαίδευσης στα μέσα ενημέρωσης, στον τραπεζικό τομέα κ.α. Η Asya Bank ήταν βασικός πυλώνας του γκιουλενικού συστήματος και φυσικά όποιος είχε καταθέσεις εκεί κρίθηκε σχεδόν αυτόματα ύποπτος. Οι γκιουλενιστές είχαν μια προτίμηση στη διείσδυση σε κρατικούς θεσμούς όπως η αστυνομία και η Δικαιοσύνη. Μετά το 2002 όμως, με τις κυβερνήσεις Ερντογάν να κάνουν τα… στραβά μάτια, άρχισαν να καταλαμβάνουν θέσεις-κλειδιά μέσω του συστήματος προαγωγών. Ο έλεγχος της Δικαιοσύνης επέτρεψε στην τότε συμμαχία Γκιουλέν – Ερντογάν να προχωρήσει στην εκκαθάριση των κεμαλικών στοιχείων από το στράτευμα μέσω των «σκανδάλων» Εργκένεκον και Βαριοπούλα κατά την περίοδο 2009-2013.
Ουσιαστικά, με την «ανοχή» ή την «αβλεψία» των κυβερνήσεων του τότε πρωθυπουργού Ερντογάν, δημιουργήθηκε ένα νέο «βαθύ κράτος» ως ανάχωμα στο κεμαλικό «βαθύ κράτος». Είχε προηγηθεί η απόπειρα του Στρατού να απαγορεύσει την άνοδο στην προεδρία του Αμπντουλάχ Γκιουλ το 2007. Ο Ερντογάν έκανε εκλογές και επέβαλε την επιλογή του, αλλά παράλληλα έδωσε το σήμα για τη σάρωση του παλαιού κατεστημένου. Ο Γκιουλέν μετετράπη κατά μία έννοια στη «μακρά χείρα» του ΑΚΡ. Οι κυβερνήσεις του κ. Ερντογάν ανέχθηκαν, αν δεν ευνόησαν, την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού δικτύου Γκιουλέν στα Βαλκάνια, αλλά και στην Αφρική, σε αγαστή συνεργασία με την ΤΙΚΑ, την τουρκική υπηρεσία αναπτυξιακής συνεργασίας που διέθεσε πολλά κεφάλαια.
Το… γυαλί άρχισε να ραγίζει το 2011. Τότε, όπως λέει τούρκος αξιωματούχος, ο Γκιουλέν ενοχλήθηκε διότι ο Ερντογάν δεν συμπεριέλαβε στις εκλογικές λίστες πρόσωπα της εμπιστοσύνης του «ιμάμη». Το προειδοποιητικό χτύπημα ήλθε με τις αποκαλύψεις των μυστικών συνομιλιών ΜΙΤ – ΡΚΚ στο Οσλο το 2012. Εναν χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2013, εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα στο Πάρκο Γκεζί. Αν και πολλοί θεωρούν αυθόρμητες τις κοινωνικές αντιδράσεις, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είδε πίσω από αυτές τον Γκιουλέν. Διπλωματική πηγή σημείωνε ότι η ΜΙΤ είχε καταλήξει σε λίστα στρατιωτικών που είχαν σχέση με την οργάνωση του Γκιουλέν και επρόκειτο να τους εκκαθαρίσει κατά τη διάρκεια των κρίσεων αξιωματικών του περασμένου Αυγούστου. Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες υποχρεώθηκαν να κινηθούν ταχύτερα –με τα γνωστά αποτελέσματα.
Από τον Δεκέμβριο του 2013 άρχισε ο αγώνας για την εξόντωση της «παράλληλης δομής», όπως την αποκάλεσε ο Ερντογάν. Η αμφισβήτηση της εξουσίας του δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Ολα αυτά εκτυλίχθηκαν εν μέσω μιας αυξανόμενης αυταρχικότητας που καλυπτόταν πίσω από τον μανδύα της «κυριαρχίας της πλειοψηφίας» και ενός σαφούς εθνικισμού. Οποιος φυσικά δει κυνικά τα πράγματα, ίσως ο Ερντογάν να μην μπορούσε αλλιώς να πράξει, με τη χώρα του «βουτηγμένη» στον «βούρκο του Συριακού», την κουρδική πληγή χαίνουσα και με πολλά μέτωπα στο εξωτερικό ανοιχτά. Κι άλλωστε, όπως σημείωσε περιπαικτικά ο κ. Ακάρτζα, «χώρισαν ο Μπραντ Πιτ και η Αντζελίνα Τζολί, γιατί να μη χωρίσει ο Ερντογάν από τον Γκιουλέν;».

ΝΕΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ
Ο ιδρυτικός μύθος της «Νέας Τουρκίας» στη θέση του Κεμάλ Ατατούρκ έχει πλέον τον Ερντογάν. Οι μαθητές των τουρκικών σχολείων ξεκίνησαν τα μαθήματά τους με το ιστορικό της προδοσίας του Γκιουλέν και του αποτυχημένου πραξικοπήματος.

Συνολικά 32.000 στρατιωτικοί, αστυνομικοί, δικαστικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ακαδημαϊκοί είτε έχουν απολυθεί από την εργασία τους είτε έχουν συλληφθεί και προφυλακιστεί.

Μόνο στο κανάλι TRT απολύθηκαν, συνελήφθησαν και κρατούνται 312 εργαζόμενοι.Στην Αγκυρα εξακολουθεί να υπάρχει ενόχληση για την αμφιθυμία τόσο των Ευρωπαίων όσο και των Αμερικανών να καταδικάσουν άμεσα την απόπειρα πραξικοπήματος.

Η τουρκική κοινή γνώμη πιστεύει ολοένα και περισσότερο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να κρύβονται πίσω από την απόπειρα της 15ης Ιουλίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ