Για τον «κίνδυνο κοινωνικής, οικονομικής και θεσμικής κατάρρευσης» προειδοποίησε ο Ευ. Βενιζέλος στην Βουλή, τονίζοντας ότι «οι διαψευσμένες ελπίδες αρχίζουν να εκδικούνται αυτούς που τις εμπορεύτηκαν». Αναφερθείς στο νοσηρό κλίμα των ημερών με αφορμή και τις τηλεοπτικές άδειες και τους κυβερνητικούς χειρισμούς, είπε ότι «δεν μπορώ να ακούω άλλο κλάματα στην κυβέρνηση, ότι της επιτίθενται και ότι γίνεται δολοφονία χαρακτήρων και να τα λένε αυτά άνθρωποι που οικοδόμησαν την σταδιοδρομία τους στο ψέμα, την εξαπάτηση και την ηθική δολοφονία των αντιπάλων τους».

Ο πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ τόνισε ότι «δεν υπάρχουν πολιτικές προϋποθέσεις για να πιστέψει ο λαός ότι υπάρχει προοπτική» και έκανε λόγο για «μιζεραμπιλισμό» και «αποθέωση της μιζέριας και της ηττοπάθειας», υπογραμμίζοντας ότι υπάρχει πρόβλημα Δημοκρατίας, κράτους δικαίου και Δικαιοσύνης. Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι καλλιεργεί στην κοινωνία μια «μισαλλόδοξη και αντιαναπτυξιακή αντίληψη».

«Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν έχε κανένα σχέδιο. Το δόγμα είναι ότι “πάμε καλά, θα πάμε καλύτερα” και ότι θα έρθει αυτόματα η ανάπτυξη», είπε ο κ. Βενιζέλος, σημειώνοντας πως «όλα όσα φαντάζεται (η κυβέρνηση) ότι θα κλείσει η αξιολόγηση και θα δοθούν βελτιώσεις για το χρέος, ότι θα έρθει η ανάπτυξη του 2,5% το 2017 και μετά η δίκαιη ανάπτυξη, δυστυχώς δεν πρόκειται να συμβούν, διότι δεν εκπληρούται καμία προϋπόθεση».

Ο κ. Βενιζέλος αναφέρθηκε και στον υπουργό Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτο, ο οποίος «είπε ότι όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν όχι όμως με την δική του υπογραφή», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, προκαλώντας την αντίδραση του κ. Τσακαλώτου, ο οποίος του φώναξε από τα υπουργικά έδρανα: «Δεν είπα όλες!». «Μην εκνευρίζεστε», του απάντησε ο κ. Βενιζέλος και συμπλήρωσε: «Επειδή είναι βαρύνουσα η υπογραφή του κ. Τσακαλώτου θα σας διαβάσω τι λέει η συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 με την υπογραφή του κ. Τσίπρα που είναι λιγότερο βαρύνουσα και ευαίσθητη από του κ. Τσακαλώτου: ότι το υπερταμείο θα ρευστοποιήσει με ιδιωτικοποίηση και άλλους τρόπους με στόχο τα 50 δισ. ευρώ».