Η Ανγκελα Μέρκελ θεωρεί ότι η Αθήνα έχει κάνει πολύ λιγότερα από όσα θα έπρεπε σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της Συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ενωσης – Τουρκίας από ό,τι η Αγκυρα, ιδιαίτερα στις επιστροφές προσφύγων, με αποτέλεσμα να προχωρεί πολύ αργά ή και να τίθεται σε κίνδυνο.
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του «Βήματος» από δύο ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές, η γερμανίδα καγκελάριος μοιράστηκε τη δυσαρέσκειά της στο πλαίσιο των συνομιλιών που είχε την περασμένη Κυριακή στο Βερολίνο με τους ηγέτες της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Μάλτας, της Κύπρου και της Πορτογαλίας εν όψει της άτυπης Συνόδου των «27» στην Μπρατισλάβα. Στην ίδια συνάντηση του Βερολίνου είχε προσκληθεί και ο Αλέξης Τσίπρας αλλά προτίμησε να μην πάει επικαλούμενος την παρουσία του στη ΔΕΘ. Εξαιτίας αυτής της επιλογής η Αθήνα έμεινε, σε αυτή την τόσο σημαντική συγκυρία για το μέλλον της ΕΕ, εκτός των διαβουλεύσεων.
Στο Βερολίνο υπάρχει μεγάλη ανησυχία για το Προσφυγικό, για δύο λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με την επίδραση που έχει στο πολιτικό σκηνικό, καθώς το ξενοφοβικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) αυξάνει τις δυνάμεις του.
Ο δεύτερος έχει να κάνει με την άποψη που, καλώς ή κακώς, διαμορφώνεται στα κέντρα εξουσίας στο Βερολίνο, καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ότι η Αθήνα καθυστερεί αδικαιολόγητα στις επιστροφές προσφύγων προς την Τουρκία. Αυτή η εξέλιξη δεν επιτρέπει, πάντοτε σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, να προχωρήσει το δεύτερο σκέλος της Συμφωνίας που αφορά την επανεγκατάσταση Σύρων από την Τουρκία στην ΕΕ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο προβληματισμός της γερμανικής Καγκελαρίας για το θέμα της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας δεν σχετίζεται με όσα πρόσφατα δήλωσε ο γερμανός υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ περί της ανάγκης επιστροφής προσφύγων στην Ελλάδα στο πλαίσιο της Συνθήκης του Δουβλίνου. Αλλωστε, ήδη από την περασμένη άνοιξη έχει διαμορφωθεί από την Κομισιόν συγκεκριμένος «οδικός χάρτης» που προβλέπει τα βήματα που πρέπει να γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται ότι η μη επιστροφή προσφύγων στην Ελλάδα στηρίζεται σε δικαστικές αποφάσεις τόσο εθνικών όσο και κυρίως ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση απείχε από τη συνάντηση του Βερολίνου, οπότε δεν υπήρξε απάντηση στα λεγόμενα της καγκελαρίου. Πρόκειται για σημαντική παράλειψη, διότι υψηλόβαθμες κυβερνητικές πηγές που γνωρίζουν το παρασκήνιο τονίζουν ότι υπάρχει αντίλογος στις θέσεις που παρουσίασε η Ανγκελα Μέρκελ. Οι πηγές αυτές τόνιζαν προς «Το Βήμα» ότι «το τελευταίο διάστημα διεξάγεται ένα παιχνίδι ενοχοποίησης εις βάρος της χώρας μας».
Είναι ξεκάθαρο ότι έξι μήνες μετά τη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας δεν έχει υπάρξει σαφής και κατηγορηματική δημόσια δήλωση από κανέναν διεθνή φορέα για το αν η Τουρκία είναι ασφαλής τρίτη χώρα ή όχι. Πρόκειται για μια κίνηση που ιδιαίτερα λόγω της πρόσφατης απόπειρας πραξικοπήματος θα βοηθούσε να ξεπεραστούν οι αμφιβολίες που κατά καιρούς εγείρονται.
Η γερμανική πλευρά, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, διερωτάται για ποιον λόγο η Αθήνα δεν επιστρέφει Σύρους στην Τουρκία, ενώ σε ό,τι αφορά την πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να μεταφέρει άτομα από τα νησιά στην ενδοχώρα γερμανικές πηγές εξέφραζαν τον προβληματισμό τους λόγω της προτέρας εμπειρίας μεταναστών και προσφύγων που… εξαφανίζονται στην Ελλάδα και αργότερα εμφανίζονταν σε άλλα κράτη-μέλη. Τα αριθμητικά στοιχεία της Κομισιόν αναμφίβολα δικαιώνουν τα «γερμανικά παράπονα». Από τις 4 Απριλίου, όταν άρχισε να εφαρμόζεται ουσιαστικά η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, 502 άτομα έχουν επιστρέψει από την Ελλάδα στην Τουρκία, εκ των οποίων μόλις 46 είναι Σύροι. Την ίδια στιγμή περίπου 1.300 Σύροι έχουν επανεγκατασταθεί από την Τουρκία στα κράτη-μέλη, αριθμός διπλάσιος των επιστροφών.

Ο αντίλογος
Καθυστερεί η αποστολή ειδικών από τις χώρες της ΕΕ

Η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας προβλέπει κατ’ αρχήν ότι η βάση για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου είναι το Διεθνές Δίκαιο και η Σύμβαση της Γενεύης. Επομένως, κάθε αίτημα ασύλου εξετάζεται εξατομικευμένα. Πλέον όμως όλοι όσοι φθάνουν στα ελληνικά νησιά υποβάλλουν αίτημα ασύλου και όλοι όσοι δουν αυτό το αίτημα να απορρίπτεται προχωρούν σε προσφυγή. Είναι απόλυτα σαφές ότι η ελληνική Υπηρεσία Ασύλου πρέπει να ενισχυθεί με ευρωπαίους εμπειρογνώμονες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μαζί με το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης Ασύλου (EASO) έχουν ζητήσει από τα κράτη-μέλη την αποστολή εξειδικευμένου προσωπικού ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία επεξεργασίας των αιτήσεων ασύλου (που έχουν αυξηθεί κατακόρυφα).
Η ανταπόκριση είναι όμως πάρα πολύ χαμηλή ή, καλύτερα, απογοητευτική. Το αρχικό αίτημα ζητούσε από τα κράτη-μέλη να συνεισφέρουν με 400 εμπειρογνώμονες και ειδικούς. Σύμφωνα όμως με τα τελευταία στοιχεία της ομάδας υπό τον Μάρτιν Φερφέι, που είναι ο επικεφαλής της ομάδας της Κομισιόν και παρακολουθεί την εφαρμογή της Συμφωνίας, τα υπόλοιπα κράτη-μέλη έχουν διαθέσει στην Ελλάδα μόλις 61 άτομα μέσω του EASO. Μάλιστα, ο αριθμός αυτός είναι μειωμένος κατά 11 άτομα σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση. Αυτή τη στιγμή στα πέντε hotspots στα νησιά του Αιγαίου υπάρχουν μόλις 19 μεταφραστές και συνολικά μόλις 35 ειδικοί του EASO.
Ελληνική κυβερνητική πηγή σημείωσε ότι το θέμα των καθυστερήσεων έχει τεθεί τόσο στο Βερολίνο όσο και στο Παρίσι, ενώ προσεχώς θα τεθεί και στην Ολλανδία. «Αν υποθέσει κανείς ότι υπάρχουν 10.000 άνθρωποι στα νησιά, έχουμε δυνάμει 10.000 αιτήσεις ασύλου και 10.000 προσφυγές» σχολιάζουν υψηλόβαθμες κυβερνητικές πηγές. Οι νέες επιτροπές εξέτασης των προσφυγών θα έχουν ως στόχο την εξέταση 500-600 υποθέσεων ανά εβδομάδα, αλλά ακόμη είναι νωρίς να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητά τους. Επομένως, η ευρωπαϊκή βοήθεια είναι απαραίτητη.
Την ίδια στιγμή ο αριθμός των ανθρώπων στα νησιά προσεγγίζει αργά αλλά σταθερά τις 13.000, καθώς ο μέσος όρος των καθημερινών αφίξεων έχει ξεπεράσει τα 100 άτομα. Δεν είναι σαφές αν αυτό συμβαίνει ηθελημένα ή λόγω της μεταπραξικοπηματικής χαλάρωσης στην τουρκική πλευρά. Η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να μεταφέρει πολλά άτομα που επιδεικνύουν παραβατική συμπεριφορά σε προαναχωρησιακό κέντρο στην Κόρινθο (πρόκειται κυρίως για υπηκόους από το Μαγκρέμπ, αν και όχι μόνο). Αυτό έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε ορισμένα κράτη-μέλη που θεωρούν ότι παραβιάζεται η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, αλλά η Αθήνα απαντά ότι η μεταφορά γίνεται με όρους κράτησης και οι άνθρωποι αυτοί έχουν πλήρως καταγραφεί.
Αν προσθέσει κανείς σε αυτά το γεγονός ότι η μετεγκατάσταση προχωρεί με ρυθμούς χελώνας, αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος. Είναι ελάχιστες οι εξαιρέσεις των χωρών που συμμετέχουν ενεργά στο πρόγραμμα και δέχονται πρόσφυγες, αλλά ακόμη και όσες το πράττουν κινούνται με χαρακτηριστική καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των προσφύγων στην Ελλάδα.
Οι καθυστερήσεις αναγνωρίζονται από όλους και πολύ πρόσφατα η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ανέφερε ότι μόλις 3.712 έχουν μετεγκατασταθεί μέχρι στιγμής, ενώ έχουν παραπεμφθεί και είναι έτοιμοι προς μετεγκατάσταση 7.970 άτομα. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι τα κράτη-μέλη (συγκεκριμένα 21 από τα συνολικά 28) έχουν δεσμεύσει λιγότερες από 9.000 θέσεις για μετεγκατάσταση όταν ο στόχος είναι 66.400.
Σύμφωνα δε με στοιχεία της ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου, έχουν κατατεθεί περίπου 12.000 αιτήσεις ατόμων για μετεγκατάσταση. Συνολικά έχουν «ετοιμαστεί» 7.970 άτομα και έχουν εγκριθεί σχεδόν 7.000 από αυτές τις αιτήσεις. Λίγο περισσότεροι από 6.000 έχουν αποδεχθεί τις μετεγκαταστάσεις, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, ο αριθμός όσων έχουν ήδη μετεγκατασταθεί κινείται περί τις 4.000.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ