Βερολίνο, Ανταπόκριση

Η Γερμανία δεν είναι Γαλλία. Η τελευταία είναι στο στόχαστρο των τρομοκρατών, που έχουν πλήξει και το δημοκρατικό της πολίτευμα. Από το Νοέμβριο του 2015 λειτουργεί ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, που σημαίνει κατάργηση, ή περιορισμό ορισμένων δημοκρατικών ελευθεριών. Το αποτέλεσμα είναι η μεταλλαγή του κράτους δικαίου σε κράτος ασφαλείας (Τζιόρτζιο Αγκαμπεμ), που στρέφεται όχι μόνο κατά των τρομοκρατών, αλλά, έμμεσα, και εναντίον των θυμάτων τους, των απλών πολιτών.

Στη Γερμανία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Παρά την σκλήρυνση των μέτρων κατά των προσφύγων τον τελευταίο χρόνο, η δημοκρατία λειτουργεί κανονικά. Σε αντίθεση με τον Φρανσουά Ολάντ, η Άνγκελα Μέρκελ προσπαθεί να λύσει το προσφυγικό (και σε συνάρτηση με αυτό και το «τρομοκρατικό») κυρίως με πολιτικά, όχι με αστυνομικά μέσα. Αυτό αφορά όχι μόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία έχει κατευθύνοντα ρόλο με στόχο μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική (βλέπε συμφωνία με τον Ταγίπ Ερντογάν για εγκλωβισμό των προσφύγων στην Τουρκία), αλλά και στην εσωτερική, όπου ο στόχος της, όπως δηλώνει η ίδια, είναι η συμπαράταξη των δημοκρατικών δυνάμεων (συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς) έναντι της ορμητικά ανερχόμενης ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία.

Αυτό δεν εξοστρακίζει ωστόσο το φόβο έναντι της τρομοκρατίας. Και μόνο η αναφορά της ύπαρξης δυνητικών τρομοκρατών προκαλεί συναγερμό στην κοινή γνώμη. Παράδειγμα, η σύλληψη τριών νεαρών Σύριων, οι οποίοι είχαν έρθει τον περασμένο Δεκέμβριο με πλαστά πιστοποιητικά στη Γερμανία. Και οι τρεις προέρχονταν από τη Λέσβο, όπου είχε γίνει η αρχική ταυτοποίησή τους, καθώς και η καταχώρηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων τους στην ευρωπαϊκή τράπεζα προσωπικών δεδομένων ΕURODAC. Η συνεχής παρακολούθησή τους από τότε δεν αποκάλυψε τίποτα το καθαρά «τρομοκρατικό» – όπως κουβέντες και σχέδια για βομβιστικές επιθέσεις. Επιπλέον, από την έρευνα στα καταλύματά τους και πάνω τους δεν βρέθηκαν όπλα. Παρόλα αυτά, η ομοιότητα ορισμένων χαρακτηριστικών τους (πέρα από την καταγωγή και τα πλαστά διαβατήρια, το γεγονός ότι μιλούσαν «κρυπτογραφικά» στα κινητά τους τηλέφωνα) με τους τρομοκράτες του Παρισίου άρκεσε, για να συλληφθούν. Προληπτικό μεν μέτρο, που άναψε όμως αμέσως φωτιές στη δημοσιότητα.

Η «πυρκαγιά» ήταν βέβαια εσκεμμένη. Ο υπουργός εσωτερικών Τόμας ντε Μαιζιέρ χρειάζεται προφανώς πολλές τέτοιες «επιτυχίες» για εσωτερική κατανάλωση – τόσο βραχυπρόθεσμα, λόγω των τοπικών εκλογών (τις προάλλες στο Μέκλεμπουργκ – Φορπόμερν, την ερχόμενη Κυριακή στο κρατίδιο – πόλη του Βερολίνου), όσο και μεσοπρόθεσμα, ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών τον Σεπτέμβριο του 2017. Με τον ίδιο τρόπο εκμεταλλεύεται και το προσφυγικό. Όπως προ δυο εβδομάδων, όταν σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Die Welt» επανέφερε στην ατζέντα την επιστροφή στην Ελλάδα των προσφύγων, που την έχουν εγκαταλείψει λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης σε αυτήν, και έχουν καταφύγει στη Γερμανία. Ακολούθησε πολυήμερη κρίση στη σχέση Αθήνας – Βερολίνου, που ενδιάμεσα εκτονώθηκε χάρη σε ένα γράμμα του Γιάννη Μουζάλα προς τον κ.ντε Μαιζιέρ, καθώς και αντιστρόφως, σε εξηγήσεις που έδωσε ο δεύτερος στον έλληνα ομόλογό του.

Οι κυριότερες από αυτές, σύμφωνα με γερμανική κυβερνητική πηγή, είναι:

– Η γνώμη του κ.ντε Μαιζιέρ είναι από καιρό γνωστή και συμβαδίζει με εκείνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι Βρυξέλλες έχουν αποφανθεί από καιρό, ότι το καθεστώς της ιδιότυπης «ετεροδικίας» της Ελλάδας πρέπει να λήξει: Οι ελληνικές Αρχές πρέπει να πάρουν μέτρα, ώστε τα γερμανικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια να μην αναγκάζονται πλέον να εκδίδουν αποφάσεις που απαγορεύουν την επιστροφή προσφύγων από τη Γερμανία επειδή οι συνθήκες παραμονής τους στην Ελλάδα είναι «απάνθρωπες και αναξιοπρεπείς» – κατάσταση που είχε στιγματίσει και ο ΣΥΡΙΖΑ όσο ήταν στην αντιπολίτευση. Προς το σκοπό αυτό, λέει, «η Ευρώπη δίνει ένα μάτσο χρήματα».Οι Βρυξέλλες, προσθέτει, σχεδίαζαν να αρχίσει η επιστροφή τον περασμένο Ιούνιο, κάτι που ανέβαλαν όμως επειδή έκριναν την κατάσταση στην Ελλάδα ως (ακόμη) μη ικανοποιητική. Αυτό ωστόσο δεν μπορεί να διαιωνίζεται. «Δεν μπορεί μια χώρα, που μεταχειρίζεται απάνθρωπα τους φυγάδες, να αποκτά και πλεονέκτημα από αυτό απαλλασσόμενη από πρόσφυγες» τονίζει. Πάντως, η τυχόν επιστροφή τους, καθησυχάζει, δεν αφορά τους παλιούς «φυγάδες».Το σύμφωνο του Δουβλίνου καθορίζει ότι το αίτημα των προσφύγων για άσυλο πρέπει να εξετασθεί στη χώρα που βρίσκονται, εφόσον αυτοί βρίσκονται εκεί για περισσότερους από έξη μήνες – κάτι που ισχύει και για την συντριπτική πλειοψηφία των φυγάδων από την Ελλάδα. Επομένως η Αθήνα δεν έχει να φοβάται πολλά, αν στις αρχές Ιανουαρίου 2017 αρχίσουν όντως οι επιστροφές στη χώρα μας.

– Η ίδια πηγή αναγνωρίζει, ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που είναι πολιτικά ξένη προς την γερμανική και παρόλο που συμμετέχει σε αυτήν ένα «ακροδεξιό κόμμα» (σ.σ.: ΑΝΕΛ) είναι «η εναργέστερη της τελευταίας δεκαετίας στον προσφυγικό τομέα» έχοντας τον κ.Μουζάλα ως βασικό συντελεστή της σε αυτό. Παρόλα αυτά, προσθέτει, «ασκούμε κριτική στο γεγονός, ότι ο αριθμός των επαναπροωθήσεων στην Τουρκία παραμένει εξαιρετικά μικρός».Κι αυτό λόγω ελλείψεων της ελληνικής πλευράς, όχι της Frontex και των άλλων ευρωπαϊκών υπηρεσιών. Η «επαναπροώθηση» πρέπει επιπλέον να επιταχυνθεί για να δοθεί έτσι και στην Τουρκία το έναυσμα να επιταχύνει την μετεγκατάσταση προσφύγων από το έδαφός της στην Ευρώπη.

– Η αναθεώρηση του συμφώνου του Δουβλίνου θα γίνει υπό συνθήκες που δεν αρέσουν στην Αθήνα. Αυτό αφορά και τη διάταξη περί της «πρώτης χώρας υποδοχής» που ως γνωστόν καθορίζει ότι ένας πρόσφυγας πρέπει να υποβάλει αίτημα παραμονής στη χώρα που πρωτοεισήλθε. «Εμείς, μαζί με την Ελλάδα, την Αυστρία και την Σουηδία, προτείνουμε οι πρόσφυγες να μοιράζονται δίκαια αμέσως μετά την πρώτη καταγραφή τους στις άλλες χώρες» λέει η πηγή. Αυτό δεν γίνεται όμως αποδεκτό από πολλούς άλλους εταίρους. Επιπλέον, συνεχίζει, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες (συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας), με εξαίρεση τις χώρες πρώτης υποδοχής (Ελλάδα και Ιταλία) αποκρούουν τη διανομή του συνόλου των νεοσειρχόμενων ξένων (προσφύγων και μεταναστών μαζί) λέγοντας, ότι: «Το μοίρασμα πρέπει να περιοριστεί σε όσους έχουν ανάγκη προστασίας» – επομένως μόνο στους πρόσφυγες. Οι μετανάστες, καθώς και εκείνοι, των οποίων απορρίπτονται οι αιτήσεις ασύλου, μένουν έτσι εκτός παιχνιδιού. Η Ιταλία έτσι, στην οποία μόνο το 25% των ξένων έχει δικαίωμα προστασίας, θα μείνει έτσι «μόνη» με το υπόλοιπο 75%. Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες θα δέχονταν μεν να αποδεχθούν τη διανομή του υπόλοιπου 25%, αλλά αυτές συνιστούν τη μειοψηφία. Η πλειοψηφία την αποκρούει για ξενοφοβικούς λόγους. Γι αυτό και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει τη δημιουργία ενός μηχανισμού, ο οποίος θα ανακουφίζει επαρκώς τις χώρες πρώτης υποδοχής. Αυτός θα μπαίνει σε λειτουργία, όταν η επιβάρυνση των χωρών αυτών ξεπεράσει το 150% του επιτρεπόμενου ορίου (το τελευταίο καθορίζεται από το μέγεθος του πληθυσμού, την οικονομική ευρωστία της χώρας, κλπ.). Τότε, οι «πλεονάζοντες» πρόσφυγες (που θα έχουν το δικαίωμα ασύλου!) θα μοιράζονται αυτομάτως σε άλλες χώρες. Η Γερμανία, κατέληξε, υποστηρίζει την πρώτη πρόταση για άμεση διανομή, λόγω όμως της έλλειψης πλειοψηφίας, συμβιβάζεται αναγκαστικά με τη δεύτερη: με το «μηχανισμό ανακούφισης». (Με αυτόν σύμφωνα, προσθέτει η πηγή, και η Αθήνα!).Σε κάθε περίπτωση πάντως, κατέληξε, η Ελλάδα και η Ιταλία είναι καταδικασμένες να μείνουν μόνες τους με τους ξένους που δεν τυγχάνουν δικαιώματος προστασίας – αυτές πρέπει στο μέλλον να αποφασίσουν, αν και πως θα τους «επαναπροωθήσουν», ή αν θα τους ενσωματώσουν στις κοινωνίες τους.

Οι εξηγήσεις αυτές, όπως δείχνει μια πρώτη ανάγνωσή τους, είναι διφορούμενες και θα αποτελέσουν σίγουρα πηγή και μελλοντικών εντάσεων. Κι αυτό επειδή η γερμανική κυβέρνηση βάζει μπροστά το δικό της και το «ευρωπαϊκό» συμφέρον – αυτό δηλαδή που προκύπτει από το συμβιβασμό της με χώρες, που είναι επί μέρους απροκάλυπτα ξενοφοβικές. Και αυτό βρίσκεται προφανώς σε πλήρη σύγκρουση με το ελληνικό συμφέρον.