Ανταπόκριση, Βερολίνο

Από τον Γιάννη Μουζάλα δεν έχει παράπονο. Ο χριστιανοδημοκράτης υπουργός εσωτερικών της Γερμανίας Τόμας ντε Μαιζιέρ τον θεωρεί αποτελεσματικό στην δουλειά του και βασικό συντελεστή για την επιτυχία της Συμφωνίας Βρυξελλών-Άγκυρας αναφορικά με το προσφυγικό. «Έχουν πολύ καλή συνεργασία» βεβαιώνει συνεργάτης του. Γι αυτό και η κόντρα που ξέσπασε μεταξύ τους την τελευταία εβδομάδα γύρω από το θέμα προκαλεί ερωτηματικά σχετικά με τα μοτίβα που κρύβονται πίσω της.

Το μήλο της έριδος: Η επιστροφή των προσφύγων στην Ελλάδα, που είχαν εισέλθει αρχικά στη χώρα μας και κατέφυγαν στη συνέχεια στη Γερμανία. Οι πρόσφυγες αυτοί, σύμφωνα με το σύμφωνο του Δουβλίνου, θα έπρεπε να επιστραφούν πάραυτα στην Ελλάδα, κάτι όμως που δεν επιτρέπουν από καιρό τα γερμανικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια λόγω των απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσής τους σε ελληνικό έδαφος, καθώς και της αδυναμίας των ελληνικών Αρχών να εξετάσουν σε εύλογο χρονικό διάστημα το αίτημά τους για παροχή ασύλου.
Χειρών αδίκων ήρξατο ο γερμανός υπουργός την περασμένη Κυριακή με συνέντευξή του στην εφημερίδα «Welt am Sonntag», στην οποία δήλωσε, ότι οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο αποβλέπουν, μέσω αυξημένης βοήθειας, στην ταχεία βελτίωση των συνθηκών παραμονής των προσφύγων στην Ελλάδα, έτσι ώστε από τις αρχές του 2017 να γίνει δυνατή η επιστροφή των φυγάδων στη Γερμανία. Παράλληλα επέρριψε την ευθύνη στην ελληνική κυβέρνηση για την καθυστέρηση της μετεγκατάστασης προσφύγων από την Ελλάδα σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη βάση της συμφωνίας Βρυξελλών-Άγκυρας.
Ακολούθησε οργισμένη αντίδραση του κ.Μουζάλα, που, σε σχέση με την επιστροφή των προσφύγων, κατηγόρησε τον κ.ντε Μαιζιέρ ότι ανοίγει «ζητήματα, που η ιστορία, ο χρόνος και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχουν αφήσει πίσω», ενώ αναφορικά με την μετεγκατάσταση τόνισε, ότι οι υπολειπόμενοι των υποχρεώσεων τους είναι οι ευρωπαϊκές χώρες, που αρνούνται να παραλάβουν τους 7.000 πρόσφυγες των οποίων οι αιτήσεις παροχής ασύλου έχουν ήδη εγκριθεί.
Τρικυμία σε ποτήρι νερό; Από πρώτη ματιά ναι, δεδομένου ότι οι απόψεις του γερμανού πολιτικού δεν είναι καινούριες –τις είχε μάλιστα εκφράσει σαφώς στον κ.Μουζάλα κατά την συνάντησή τους στις αρχές Ιουλίου στο Βερολίνο. Επιπλέον, η σχεδιαζόμενη από τον ίδιο επιστροφή των προσφύγων δεν είναι καθόλου σίγουρη, δεδομένου ότι διαφωνούν με αυτήν και άλλοι υπουργοί εσωτερικών, όπως ο ιταλός, ο κύπριος και ο μαλτέζος. «Ο ντε Μαιζιέρε έχει ισχυρή θέση στο συμβούλιο υπουργών, δεν είναι όμως παντοδύναμος» παραδέχεται ο συνεργάτης του. Επιπλέον, ο αριθμός των επιστροφών, αν λαμβανόταν όντως τέτοια απόφαση, θα ήταν περιορισμένος. «Θα αφορά μόνο τους μελλοντικούς παραβάτες του συμφώνου του Σέγκενς, όχι τους χιλιάδες παλιούς» προσθέτει.
Μια δεύτερη ματιά όμως δείχνει, ότι τα μοτίβα είναι σοβαρά και ότι θα επηρεάσουν και στο μέλλον αρνητικά τη σχέση των δυο αντρών. Το κυριότερο από αυτά είναι η θεαματική άνοδος της Ακροδεξιάς στη Γερμανία. Πρόκειται για μοναδικό γεγονός στα μεταπολεμικά χρονικά της χώρας. «Η Ευρώπη πλήγηκε από πολλά ακροδεξιά κύματα τις τελευταίες δεκαετίες, όλα όμως προσέκρουαν στα γερμανικά σύνορα» λέει κυβερνητική πηγή στο Βερολίνο. «Τώρα, για πρώτη φορά, έχουμε ισχυρή διείσδυση τέτοιου κύματος και σε μας» – μέσω της σαρωτικής εκλογικής επιτυχίας της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) στο Μέκλεμπουργκ-Φορπόμερν, καθώς και σε άλλα γερμανικά κρατίδια. Αυτό κλόνισε ιδιαίτερα τη θέση του συγκυβερνώντος χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU), το οποίο απορροφούσε μέχρι πρότινος πάμπολλα ακροδεξιά στοιχεία και δεν επέτρεπε έτσι τη συγκρότηση ενός αξιόλογου εξτρεμιστικού κόμματος στα δεξιά του.
Η άμεση συνέπεια: Η σκλήρυνση της προσφυγικής γραμμής τους. «Η δήλωση του ντε Μαιζιέρ είχε συμβολικό χαρακτήρα» λέει ο συνεργάτης. «Ήθελε να δείξει ότι το Βερολίνο δεν πρόκειται να χαριστεί πλέον στους εταίρους και ότι θα τους επιβάλει τα συμφέροντά του». Κι αυτό διαχρονικά, δεδομένου ότι η εξάπλωση της Εναλλακτικής παίρνει μόνιμο χαρακτήρα και ότι ως εκ τούτου, η Χριστιανοδημοκρατία πρέπει, κατά τη γνώμη του, να την αντιμετωπίσει με τα ίδια της τα όπλα: με δρακόντεια μέτρα κατά των προσφύγων και παράλληλη αδιαλλαξία έναντι των εταίρων.
Ένα επίσης σημαντικό μοτίβο είναι η διαμάχη μεταξύ των δυο «αδελφών» συντηρητικών κομμάτων, που είναι συμβεβλημένα κοινοβουλευτικά στη λεγόμενη Union (Ένωση): του χριστιανοδημοκρατικού της Άνγκελα Μέρκελ και της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας (CSU) υπό τον πρωθυπουργό του κρατιδίου Χορστ Ζεεχόφερ, που στρέφεται όλο και περισσότερο προς την Ακροδεξιά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα γι αυτό αποτυπώνονται στο νέο πρόγραμμα του κόμματος του για το προσφυγικό, όπου μεταξύ άλλων τίθεται το αίτημα για προτίμηση των προσφύγων που προέρχονται «από τον δικό μας χριστιανικό πολιτιστικό χώρο της Εσπερίας». Πρόκειται για «αντίγραφο του προγράμματος της Εναλλακτικής της Γερμανίας» σχολίασε ο βουλευτής της Linke (Αριστεράς) Γιάν Κόρτε. Με αυτό, καθώς και με την έμμεση απειλή, ότι θα κατεβάσει ξεχωριστό ψηφοδέλτιο στις εκλογές του 2017 –κάτι που δεν έχει ξαναγίνει μεταπολεμικά! -, ο κ.Ζεεχόφερ προσπαθεί να εκβιάσει την κ.Μέρκελ, η οποία φοβάται ότι τυχόν διάσπαση των Χριστιανοδημοκρατών θα της κοστίσει την καγκελαρία. Το πώς θα αποβεί αυτή η διένεξη είναι άδηλο, όλα δείχνουν όμως, ότι η κ.Μέρκελ διαθέτει ακόμη πολλές ρεζέρβες. Απόδειξη, η εμφάνισή της την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή, όπου αποθεώθηκε σχεδόν από τους βουλευτές του δικού της κόμματος.
Το πολιτικό κλίμα στη Γερμανία δηλητηριάζεται βέβαια και από εξωτερικούς παράγοντες. Οι κυριότεροι από αυτούς, σύμφωνα με γερμανό διπλωμάτη, είναι:
– Ο πόλεμος στη Συρία, που είναι η βασική (και προς το παρόν άλυτη) αιτία του προσφυγικού
– Ο ψυχρός και κατά περιστάσεις θερμός πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, που «οφείλεται βασικά στην στενοκέφαλη στάση των πολιτικών ελίτ των δυο χωρών»
–Η εντελώς «παράλογη κατάσταση» που έχει προκύψει από το Brexit με αποκλειστικό υπεύθυνο την βρετανική κυβέρνηση. «Ενώ ο βρετανικός λαός πήρε μια καθαρή απόφαση, η κυβέρνηση του αποφεύγει με κάθε τρόπο να την υλοποιήσει. Οι Βρετανοί τσακώνονται προφανώς άκαρπα στο παρασκήνιο για το τι μέλλει γενέσθαι». Έτσι κρατούν υπό ομηρία και τη Γερμανία και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Έτσι, έμμεσα αλλά αναπόφευκτα, δηλητηριάζονται και οι ελληνογερμανικές σχέσεις. Όχι όμως πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ενώ, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το γερμανικό υπουργείο εσωτερικών προσάπτει στο ελληνικό αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση της μετεγκατάστασης των προσφύγων, το υπουργείο εξωτερικά παίρνει πιο διαφοροποιημένη στάση. «Η θέληση της ελληνικής κυβέρνησης και του Μουζάλα, να λύσουν γρήγορα το πρόβλημα, είναι πιστοποιημένη» λέει ο ίδιος διπλωμάτης. «Όμως οι εκπρόσωποι της ελληνικής δικαιοσύνης, που ασχολούνται με το θέμα έχουν προφανώς διαφορετική άποψη. Αυτοί είναι καθυστερούν τις διαδικασίες παροχής ασύλου και μετεγκατάστασης».
Ανάμεσα στα δυο υπουργεία στέκεται, εν είδει Ποντίου Πιλάτου, η καγκελαρία. «Είναι ευχαριστημένη η καγκελάριος με την υλοποίηση της συμφωνίας Βρυξελλών-Άγκυρας από την Αθήνα;» ρωτήθηκε τις προάλλες η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Ουλρίκε Ντέμερ. «Ευχαριστημένη» απάντησε εκείνη. Και η εμφανώς αμήχανη απάντησή της δείχνει, πόσο πολύ προσπαθεί η καγκελαρία να ισορροπεί ανάμεσα στα υπουργεία –αλλά και πόσο δύσκολη είναι υπό συνθήκες αυξανόμενης ξενοφοβίας τέτοια ισορροπία.