Η μοίρα μιας κοινωνίας, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, εξαρτάται από το βάθος της αρμονίας των συμφωνιών, αλλά στη μνημονιακή Ελλάδα οι αντιθέσεις είναι μεγάλες και αυξάνονται καθημερινά. Η χώρα διανύει τον έβδομο μνημονιακό χρόνο και το κλίμα που αποτυπώνεται ανά την επικράτεια είναι ωσάν τις… επτά πληγές του Φαραώ, με τους πολίτες απογοητευμένους, με συσσωρευμένη την οργή τους, να αδιαφορούν, να δυσπιστούν, να απαξιώνουν και να είναι καχύποπτοι, όχι μόνο όσον αφορά τους πολιτικούς, αλλά ακόμα και τις ίδιες τις μετρήσεις.


Απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα
Η πρώτη μεγάλη έρευνα της ΚάπαResearch, μετά το καλοκαίρι, η οποία διενεργήθηκε το διάστημα 6-8 Σεπτεμβρίου, αναδεικνύει αντιθέσεις και μια Ελλάδα διχασμένη που δεν εμπιστεύεται το πολιτικό της σύστημα και αναζητεί πυξίδα. Οπως παραδέχονται και οι ερευνητές, «σήμερα δεν παράγεται κανένα πρόγραμμα συντεταγμένης πορείας και η χώρα τείνει να μετατραπεί σε παρακολούθημα των αξιολογήσεων της τρόικας».
Αν είχε κάποιος στην πυξίδα του συντεταγμένες που βάζουν διανοούμενοι, όπως π.χ. ο Στέλιος Ράμφος, που έλεγε πριν από δυόμισι χρόνια στο «Βήμα» ότι «η ώρα της δυσκολίας είναι ώρα δημιουργίας και αναγεννήσεως» και ότι «οι μεγάλες αλλαγές δεν προέκυψαν από περιόδους ευπορίας και ανέσεως», θα βρισκόταν σήμερα σε πολλά σταυροδρόμια.
Μόνο που οι πολίτες είναι αρκετά απογοητευμένοι, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία (42,3%) έχει βαρεθεί να εκφράζει τη διαμαρτυρία της και ως έναν βαθμό αδιαφορεί για όσα γίνονται. Ουσιαστικά οι πολίτες μετατρέπονται σε παθητικούς παρατηρητές των γεγονότων, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ίδια τη δημοκρατία και την ενίσχυση των άκρων.
Η έρευνα της Κάπα Research αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό την κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, αφού αθροιστικά ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ δύσκολα θα κατάφερναν σήμερα να συγκεντρώσουν περισσότερες από 3 εκατ. ψήφους, τις οποίες ξεπερνούσε μόνο του το πρώτο κόμμα την περασμένη δεκαετία. Αυτό επιδρά και στη δύναμη των κομμάτων, τη δημοφιλία των αρχηγών τους, αλλά και στη στάση των πολιτών ευρύτερα έναντι των διεκδικητών της εξουσίας, για τους οποίους είναι δύσπιστοι, ενώ αδιαφορούν για τις πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Οι πολίτες εμφανίζονται βαθύτατα προβληματισμένοι για μια σειρά ζητημάτων που αφορούν την ίδια τους την ύπαρξη. Και δεν είναι τυχαίο ότι αξιολογούν ως το πιο σημαντικό πρόβλημα για τα νοικοκυριά τους το οικονομικό σε ποσοστό 73,9% και δεύτερο το επαγγελματικό (ανεργία) με 33,7%. Την ίδια στιγμή, όμως, πέρα από την κούραση και την αδιαφορία, ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό (25,6%) συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης.
Ο αρνητισμός, η κακή ψυχολογία, η χαμηλή εθνική και προσωπική αυτοπεποίθηση, η οργή και η απαισιοδοξία συγκροτούν ένα εκρηκτικό μείγμα που οδηγεί σε υψηλά ποσοστά αποχής, όπως στις τελευταίες δύο αναμετρήσεις. Εξάλλου η αδιευκρίνιστη ψήφος («δεν έχω αποφασίσει» και αποχή) είναι στο 29,3%. Με δεδομένο ότι ένας στους τρεις πολίτες είναι σε αυτή την… γκρίζα ζώνη και χωρίς να έχουν προκηρυχθεί εκλογές και προτού τεθεί το δίλημμά τους, είναι αδύνατο, σύμφωνα με τους ερευνητές, να προσδιοριστούν με ασφάλεια οι μετακινήσεις ψηφοφόρων και η αποχή.
Η γενική τάση αμφισβήτησης αποτυπώνεται ανάγλυφα στα ποσοστά των κομμάτων, στην αξιολόγηση του έργου τους, αλλά και στη δημοφιλία. Είναι χαρακτηριστική η μεγάλη απογοήτευση των πολιτών για την κυβέρνηση, το έργο της οποίας το 76% αξιολογεί αρνητικά και μάλλον αρνητικά, εν αντιθέσει με το 22,2% που το κρίνει θετικά και μάλλον θετικά. Ομως και από τη ΝΔ δεν είναι ευχαριστημένοι οι ψηφοφόροι, αφού το 70,5% την αξιολογεί αρνητικά και μάλλον αρνητικά, εν αντιθέσει με το 28,1% που την κρίνει θετικά και μάλλον θετικά.

Πρωτιά αλλά χωρίς δυναμική
Η διαπίστωση είναι ότι σε μια στιγμή που η κυβέρνηση χάνει το πολιτικό της κεφάλαιο, η ΝΔ είναι αδύναμη και δεν καταφέρνει, αν και έχει την πρωτιά στην πρόθεση ψήφου, να δημιουργήσει θετικό κλίμα και συνθήκες θετικής ψήφου. Η πρωτιά της ΝΔ αποτυπώνεται στην πρόθεση ψήφου, όπου καταγράφει έναντι του ΣΥΡΙΖΑ διαφορά 3,9%, η οποία με αναγωγή γίνεται 5,5%. Συγκεκριμένα η ΝΔ είναι στο 22% (με αναγωγή στο 31,1%) και ο ΣΥΡΙΖΑ στο 18,1% (με αναγωγή στο 25,6%). Στην παράσταση νίκης προεξοφλείται νίκη της ΝΔ αν γίνουν εκλογές, αφού προηγείται με 59% έναντι 23,3% του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται του Αλέξη Τσίπρα στη δημοτικότητα με 32,9% θετικές και μάλλον θετικές γνώμες, έναντι 26,3%. Οι πολίτες που θέλουν εκλογές φτάνουν σε ποσοστό το 39,8% (έναντι 35,5% τον Ιούνιο) με την πλειοψηφία 50,2% (έναντι 56,2% τον Ιούνιο) να προτιμά να δοθεί περισσότερος χρόνος στη σημερινή κυβέρνηση.
Σύγκρουση για το μέλλον της χώρας

Το ανησυχητικό από την έρευνα είναι ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να καταστεί, όπως εκτιμούν και οι ερευνητές, «μια ιδέα-στόχος μη υπερασπίσιμος». Η φιλοευρωπαϊκή τάση στην ελληνική κοινωνία, όπως αυτή εκφράστηκε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, δεν ενισχύεται, ενώ αντίθετα σχηματοποιείται ένα ισχυρό αντιευρωπαϊκό μέτωπο.

Είναι ενδεικτικό ότι τέσσερις στους δέκα (38,2%) υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα πρέπει ως στρατηγική κατεύθυνση για την επόμενη πενταετία να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Το 56,5% υπερασπίζεται την πορεία της χώρας εντός της ζώνης του ευρώ με τήρηση του Μνημονίου. Στο ερώτημα εάν η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει μέλος του ευρώ ή να αποχωρήσει, η πλειοψηφία σε ποσοστό 66,5% απαντά «να παραμείνει και μάλλον να παραμείνει», εν αντιθέσει με το 31,2% που επιλέγει άλλον δρόμο, δηλώνοντας «να αποχωρήσει ή μάλλον να αποχωρήσει».

Με αυτά τα δεδομένα, η χώρα θα έχει να αντιμετωπίσει λίαν συντόμως το αυξανόμενο κύμα του ευρωσκεπτικισμού. Πέρα όμως από τα ερωτήματα για την πορεία της χώρας, είναι σε εξέλιξη ευρύτερη συζήτηση για την ανάγκη αλλαγών στην Ελλάδα, καθώς η κρίση είναι ευκαιρία να προωθηθούν αυτές. Μόνο που διατυπώνονται εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το ποιες θα είναι αυτές και με ποιον τρόπο πρέπει να υλοποιηθούν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ