Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθεί η Αθήνα την απόφαση που αναμένεται να εκδοθεί σήμερα, Τρίτη 12 Ιουλίου, το Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο (Permanent Court of Arbitration) στη Χάγη επί της προσφυγής των Φιλιππίνων κατά της Κίνας σχετικά με τις διεκδικήσεις του Πεκίνου στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Πρόκειται για μία υπόθεση με τεράστιο νομικό αλλά και γεωπολιτικό ενδιαφέρον, η οποία ενδέχεται να έχει σοβαρές προεκτάσεις για τις σχέσεις της Κίνας με τους γείτονες της αλλά και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η προσφυγή της Μανίλας έγινε το 2013 και αφορά σε 15 διαφορετικά ζητήματα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι έχει αρμοδιότητα να ασχοληθεί με επτά εξ’ αυτών που αφορούν σε δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες, αλλά όχι με ζητήματα που άπτονται εθνικής κυριαρχίας. Ωστόσο, το Πεκίνο απείχε από τις εργασίες του Δικαστηρίου και ζητεί την επίλυση της διαφοράς με διμερείς διαπραγματεύσεις.
Ουσιαστικά, τα ζητήματα της υπόθεσης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες.
Η πρώτη σχετίζεται με τη νομιμότητα της περίφημης «γραμμής με τις 9 παύλες» (Nine Dash Line), με την οποία η Κίνα διεκδικεί το 90% της Νότιας Σινικής Θάλασσας.
Η δεύτερη κατηγορία όμως, στην οποία στρέφεται το μεγάλο ενδιαφέρον της ελληνικής διπλωματίας, αφορά στον χαρακτηρισμό που θα αποδώσει το Δικαστήριο σε σειρά χερσαίων στοιχείων στην περιοχή (αν δηλαδή θα τα χαρακτηρίσει νησιά, βράχους, υφάλους, σκοπέλους κλπ), καθώς και στις θαλάσσιες ζώνες που θα μπορούν να έχουν (πχ μόνο χωρικά ύδατα ή και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).
Είναι ξεκάθαρο ότι σε συνδυασμό με προηγούμενες αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων σε περιπτώσεις θαλασσίων οριοθετήσεων, η έκβαση της υπόθεσης «Φιλιππίνων κατά Κίνας» θα μπορούσε να έχει κρίσιμες επιπτώσεις στις συνομιλίες της Αθήνας με γειτονικές χώρες, στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και αλλού.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατά την επίσκεψη του έλληνα Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Πεκίνο, η κινεζική πλευρά ζήτησε τη στήριξη της Αθήνας στην υπόθεση. Ωστόσο, για την ελληνική κυβέρνηση είναι πολύ δύσκολο να διαφοροποιηθεί από τη γραμμή που ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών –μελών της ΕΕ, ενώ παράλληλα είναι ξεκάθαρο ότι οι θέσεις της δεν φαίνεται να ταυτίζονται με της Κίνας στη συγκεκριμένη υπόθεση.