Πολύ μελάνι χύθηκε για το περιεχόμενο της επιστολής που έστειλε, με ημερομηνία 16 Ιουνίου, ο επίτροπος Γκίντερ Ετινγκερ προς την ελληνική κυβέρνηση (παραλήπτης ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς) σχετικά με διατάξεις του πολυσυζητημένου, πλέον, νόμου 4339/2015 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Δεδομένης και της χρονικής συγκυρίας με την προθεσμία κατάθεσης των αιτήσεων για τις τηλεοπτικές άδειες, που έληγε την προηγούμενη Δευτέρα 4 Ιουλίου, τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στην εσωτερική αντιπαράθεση και χάθηκε η πραγματική ουσία της επιστολής.
Οι επιπτώσεις όμως θα μπορούσαν να είναι σοβαρές για την Αθήνα αν υποτιμηθεί η σημασία της «Επιστολής Επίσημης Προειδοποίησης» που έστειλε ο επίτροπος για την Ψηφιακή Οικονομία και Κοινωνία. Και τούτο διότι η μη συμμόρφωση της Αθήνας με την κοινοτική νομοθεσία θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο ακόμη και για παραπομπή της χώρας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ)!
Η επιστολή Ετινγκερ αφορά κατά μείζονα λόγο τις σοβαρότατες αιτιάσεις που εγείρει η Επιτροπή για την ανεξαρτησία που απολαμβάνει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) καθώς και για την υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Οπως δε υπογραμμίζει εκπρόσωπος της Κομισιόν στο «Βήμα», «οι Επιστολές Επίσημης Προειδοποίησης είναι το πρώτο επίσημο βήμα των διαδικασιών παράβασης». Με αυτές η Επιτροπή ζητεί επιπλέον ενημέρωση και η κυβέρνηση έχει δύο μήνες χρονικό περιθώριο να απαντήσει. Σε περίπτωση όμως «μη ικανοποιητικών απαντήσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να στείλει Αιτιολογημένη Γνωμοδότηση», δηλαδή επίσημο αίτημα συμμόρφωσης με την κοινοτική νομοθεσία. Ως γνωστόν, η διαδικασία παραβίασης θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την παραπομπή του κράτους που δεν συμμορφώνεται στο ΔΕΕ.
Είναι ξεκάθαρο από το περιεχόμενο της επιστολής του γερμανού επιτρόπου ότι οι επιλογές της κυβέρνησης έναντι μιας ανεξάρτητης αρχής όπως η ΕΕΤΤ (και όχι μόνο) έχει δημιουργήσει υψηλό προβληματισμό στις Βρυξέλλες. Ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, εκμεταλλευόμενος την επικέντρωση του ενδιαφέροντος στις τηλεοπτικές άδειες, απέφυγε να εισέλθει στο βαθιά πολιτικό ζήτημα της απονεύρωσης της ανεξαρτησίας της ΕΕΤΤ. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο αρμόδιος υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης δεν σχολίασε καθόλου την επιστολή Ετινγκερ…
Οι επισημάνσεις της Κομισιόν στη μακροσκελή επιστολή των 29 σελίδων είναι όμως σοβαρότατες και έχει ενδιαφέρον να επισημανθούν ορισμένες εξ αυτών χάρη στη βοήθεια κοινοτικών πηγών.
Στη σελίδα 8 αναφέρεται πως «η ρητή εγγύηση ότι η ΕΕΤΤ ενεργεί ανεξάρτητα και η ρητή απαγόρευση για την ΕΕΤΤ να ζητεί ή να λαμβάνει οδηγίες έχει διαγραφεί». Πηγές της Κομισιόν προσθέτουν ότι η ρητή και εκτεταμένη υποχρέωση υποβολής εκθέσεων από την ΕΕΤΤ καθώς και η ρητή εξουσία εποπτείας του υπουργού επί αυτής πλήττουν την ανεξαρτησία της. Οπως αναφέρεται στη σελίδα 14, «η εποπτική αυτή εξουσία στην πράξη παρέχει τη δυνατότητα στον υπουργό να απευθύνει οδηγίες στην ΕΕΤΤ».
Ο κ. Ετινγκερ θέτει επί τάπητος και άλλα ζητήματα. Διαπιστώνει υπονόμευση της ανεξαρτησίας της Αρχής λόγω διάλυσης του παλαιού και διορισμού νέου πειθαρχικού συμβουλίου. «Λαμβανομένου υπόψη ότι ο υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων έχει την εξουσία να κινεί την πειθαρχική διαδικασία, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την αμεροληψία των αποφάσεων των μελών και να θίξει άμεσα την ανεξαρτησία της εθνικής ρυθμιστικής αρχής» σημειώνεται, ενώ γίνεται λόγος για μορφή «εκ προοιμίου υπακοής» στον υπουργό (σελίδα 20).
Επιπλέον, αν και, όπως παραδέχθηκε η Κομισιόν, η επιστολή δεν συνδέεται άμεσα με το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, σκεπτικισμός υπάρχει και στο σημείο αυτό. Διαφορετικά δεν θα γινόταν στην επιστολή λόγος για εσφαλμένη μεταφορά και πλημμελή εφαρμογή της οδηγίας 2002/20/ΕΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής με τον οποίο συνομίλησε «Το Βήμα» επανέλαβε ότι «οι διαδικασίες χορήγησης αδειών περιεχομένου σε τηλεοπτικά κανάλια δεν έχει εναρμονιστεί σε επίπεδο ΕΕ. Τα κράτη-μέλη είναι ελεύθερα να λειτουργούν καθεστώτα αδειών σύμφωνα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις εφόσον αυτές συμμορφώνονται με το δίκαιο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των ελευθεριών παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης της Συμφωνίας για τη Λειτουργία της ΕΕ».
Η Κομισιόν δεν διαθέτει τη νομική βάση για να παρέμβει στη διαδικασία αδειοδότησης. Ωστόσο διερωτάται (σελίδες 22-23) πώς είναι δυνατόν οι υπουργοί Οικονομικών, Επικρατείας και Υποδομών «να κατέχουν και να ελέγχουν από κοινού» τον πάροχο τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης (ERT-net ΑΕ). Διαπιστώνει επίσης «σύγκρουση συμφερόντων» όταν ο υπουργός Υποδομών εγκρίνει και ελέγχει τον προϋπολογισμό της ΕΕΤΤ όπου η ERT-net συμβάλλει. Επιπλέον θεωρεί δυσανάλογο μέτρο τη δυνατότητα που παρέχεται στον υπουργό να ανακαλεί συχνότητες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους όρους χρήσης τους.
«Στην πραγματικότητα», σημειώνεται, «ενώ η Ελλάδα έχει παραχωρήσει 4 πολυπλέκτες για εθνική ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, έχει επί του παρόντος προσωρινά αδειοδοτήσει μόνο 7 τηλεοπτικά προγράμματα κανονικής ευκρίνειας για εθνική ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και έχει εκκινήσει τη διαδικασία για την αδειοδότηση στο προσεχές μέλλον μόνο 4 τηλεοπτικών προγραμμάτων γενικού ενδιαφέροντος υψηλής ευκρίνειας. Αντιθέτως», καταλήγει, «δεν έχει αποκαλύψει απτά σχέδια για την αδειοδότηση επιπρόσθετων τηλεοπτικών προγραμμάτων γενικού ή θεματικού ενδιαφέροντος».