Η διαπίστωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διανύει τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της είναι πλέον γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε από τους ισχυρότερους υποστηρικτές της. Αυτό που εντυπωσιάζει όμως είναι η αδυναμία πρότασης σαφών και συγκεκριμένων λύσεων ακόμη και από ανθρώπους που έχουν δαπανήσει χρόνια στη μελέτη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο εγκλωβισμός είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Όπως το περιέγραψε ένας εκ των ομιλητών, η Ευρώπη μοιάζει σήμερα να έχει να διαλέξει ανάμεσα «σε μία παρακμή με χάρη ή σε μία ταπεινή παρακμή»…

Το 13ο Ευρωπαϊκό Σεμινάριο του ΕΛΙΑΜΕΠ, που διεξήχθη εφέτος από τις 30 Ιουνίου ως τις 3 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε υπό τη βαριά σκιά του Brexit. Όπως κάθε φορά, συζητήθηκαν πολλά και ενδιαφέροντα ζητήματα. Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος είχε φυσικά διεισδύσει σε κάθε ανάλυση που παρουσιάστηκε – και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά… Οι βεβαιότητες έχουν πλέον ανατραπεί ανεπιστρεπτί.

Ακούστηκαν και σκληρές προτάσεις στην Ύδρα. Μία εξ’ αυτών ήταν ότι οι «27» πρέπει με κάθε τρόπο να προχωρήσουν μπροστά και η Βρετανία να τιμωρηθεί. Επρόκειτο βέβαια για μειοψηφική πρόταση… Αυτό που είναι βέβαιο από όσα παρουσιάστηκαν είναι ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δύσκολα θα αποφύγει τις αναταράξεις, «ιδιαίτερα εφόσον η αβεβαιότητα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις ΕΕ – Βρετανίας παραταθεί επί μακρόν» κατά την άποψη ενός εκ των παρισταμένων.

Ωστόσο, τα ερωτήματα ήταν περισσότερα από τις απαντήσεις. Τρία ήταν τα ζητήματα γύρω από τα οποία κυρίως περιστράφηκε η συζήτηση.

Το πρώτο ήταν πως μπορεί η ΕΕ να προχωρήσει μπροστά. Μία έννοια που είναι πολύ της… μόδας το τελευταίο διάστημα είναι αυτή της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης (differentiated integration), που ουσιαστικά περιλαμβάνει διάφορα μοντέλα μίας Ευρώπης δύο ή και περισσοτέρων ταχυτήτων. Πως θα μοιάζει όμως αυτή η Ευρώπη; Θα είναι διακυβερνητική; Θα έχει «σκληρό πυρήνα» κι αν ναι ποιοι θα τον αποτελούν; Θα προβλέπει εξαιρέσεις και σε ποιους κανόνες θα βασίζεται; Μία τέτοια Ευρώπη μοιάζει ως «στρατηγική αναγκαιότητα» αλλά ο δρόμος προς αυτήν είναι άγνωστος. Ένα είναι βέβαιο: ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί η άποψη της Γερμανίας, της ισχυρότερης αυτή τη στιγμή χώρας της ΕΕ.

Το δεύτερο «καυτό» θέμα είναι ο εκδημοκρατισμός της ΕΕ. Αφορά κυρίως στο επιχείρημα ότι κάποιοι γκρίζοι γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες αποφασίζουν για τις ζωές όλων των ευρωπαίων πολιτών, ένα επιχείρημα που τόσο αξιοποίησαν οι Μπόρις Τζόνσον και Νάιτζελ Φάρατζ υπέρ του Brexit – πριν παραιτηθούν πανηγυρικώς αμέσως μετά… Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η υπεραπλουστευτική άποψη συνιστά τον πυρήνα του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού που αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο κίνδυνο για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αναμφίβολα, υπάρχει χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκών θεσμών και εθνικών οργάνων και η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων κρίνεται από πολλούς ως λύση… Το θέμα αυτό θα έλθει ακόμη πιο δυναμικά στο προσκήνιο αν μία χώρα όπως η Γαλλία αποφασίσει να ακολουθήσει τον βρετανικό δρόμο.

Το τρίτο ζήτημα είναι η σχέση ΕΕ και παγκοσμιοποίησης. Παρά τους όρκους πίστης αρκετών εκ των συμμετεχόντων στο συνέδριο στη δύναμη και στην προοπτική της ενωμένης Ευρώπης, το έθνος – κράτος παραμένει ισχυρότατος παίκτης και μοιάζει να έχει εσχάτως ενισχυθεί. Η στάση των

νέων μελών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έχει ενισχύσει αυτή την τάση. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται το μείζον πρόβλημα. Οι ευρωπαϊκοί λαοί και οι ελίτ που τους εκπροσωπούν μοιάζουν να θεωρούν ότι μπορούν, αμφισβητώντας την ΕΕ, να αναστρέψουν τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης. Αυτό καθιστά πολλά κράτη – μέλη να ανθίστανται σε σειρά μεταρρυθμίσεων, αλλά το ερώτημα είναι αμείλικτο: μπορεί κάποιος να σταματήσει την αλλαγή; Και μήπως η αλλαγή δεν είναι μόνο απειλή αλλά και ευκαιρία;