Η συνθηκολόγηση της νεοαριστερής κυβέρνησης Τσίπρα με εταίρους και δανειστές αποτυπώνεται με τον πλέον καθαρό και σαφή τρόπο στο υπερμνημόνιο των 7.500 σελίδων που συζητείται από την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή και αναμένεται να ψηφισθεί, μετά βαΐων και κλάδων, από την αντιμνημονιακή συμπαγή, κατά τα φαινόμενα, πλειοψηφία των 153 βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το βράδυ της Κυριακής.
Το πολυνομοσχέδιο που έφερε η κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο τα έχει όλα. Δεν υπάρχει περιοχή αλώβητη, ούτε εκκρεμότητα και απαίτηση των δανειστών ακάλυπτη.
Στο δημοσιονομικό σκέλος κυριαρχούν οι φόροι σε κινητές και ακίνητες αξίες, όλες οι πιθανές παραγωγικές αγελάδες «αρμέγονται» μέχρι θανάτου, όπως χαρακτηριστικά λέει στο «Βήμα» ένας εκ των πληττόμενων μικροζυθοποιών, ο ΕΝΦΙΑ αναδομείται και εμπλουτίζεται, τα υποτυπωδώς αξιοπρεπή εισοδήματα επιβαρύνονται και τα υψηλά αποκτούν την Εφορία συνεταίρο. Ακόμη και η μισθωτή εργασία αντιμετωπίζεται σχεδόν ως αμαρτία. Πολύ δε περισσότερο αν κάποιος έτυχε να διαθέτει προσόντα, να σπούδασε επιτυχώς και να κάνει καριέρα στελέχους στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Ακόμη και τα προσφερόμενα από τις επιχειρήσεις αυτοκίνητα για καθημερινή χρήση αντιμετωπίζονται ως παροχή σε είδος, η οποία φορολογείται με συντελεστές υψηλότερους του 50%.
Αντιστοίχως στο σκέλος των δαπανών, οι συντάξεις απομειώνονται παρά τα όσα αντίθετα –και απολύτως προπαγανδιστικά –μεταδίδουν ο αρμόδιος υπουργός και οι νεοφώτιστες βουλευτίνες του ΣΥΡΙΖΑ που αντιμετωπίζουν ως παρανόμους τους δικαιούχους του ΕΚΑΣ.
Απειρες είναι ακόμη οι ρυθμίσεις ελέγχου των δαπανών, με κορυφαία βεβαίως την υιοθέτηση και νομοθέτηση του προληπτικού μηχανισμού επαναφοράς των δαπανών στο πλαίσιο του προγράμματος.
Ο δημοσιονομικός «κόφτης» αποτελεί την επιτομή της επιβολής ισοσκελισμένων προϋπολογισμών εις το διηνεκές, επιλογή ούλτρα φιλελεύθερη που απέχει παρασάγγας από οποιαδήποτε αριστερή θεώρηση.
Εκεί ωστόσο που ολοκληρώνεται η στροφή και αποκαλύπτεται το ιδεολογικό ξεγύμνωμα της αντιμνημονιακής κυβέρνησης είναι στα ζητήματα της κρατικής περιουσίας και των ιδιωτικοποιήσεων.
Η κυβέρνηση Τσίπρα αποδέχθηκε να θέσει στη διάθεση του νέου και ελεγχόμενου από εταίρους και δανειστές υπερταμείου όλα τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους, εκπεφραζόμενα είτε σε κινητές είτε σε ακίνητες αξίες. Και επιπλέον διαθέτει προς ιδιωτικοποίηση και πώληση άπασες τις κρατικές εταιρείες, ακόμη και τις εμβληματικές, όπως εκείνες του νερού και των αστικών συγκοινωνιών, υπέρ των οποίων οι κυβερνώντες έχουν δώσει υποσχέσεις τιμής και μάχες ατελείωτες.
Δεν πρέπει επίσης να περάσει απαρατήρητος ο συμβιβασμός που επήλθε όχι μόνο για τα «κόκκινα» δάνεια, αλλά ακόμη και για τα εξυπηρετούμενα. Ολα πλέον θα μπορούν να πωληθούν σε ειδικές διαχειρίστριες ξένες εταιρείες, οι οποίες και θα αναλάβουν το δύσκολο έργο της αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού τομέα, χωρίς συναισθηματισμούς ή εθνικές επιφυλάξεις.
Κακά τα ψέματα, το νομοθέτημα που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή ο κ. Τσίπρας είναι αποτέλεσμα πρωτοφανούς πολιτικού αδιεξόδου, που δοκιμάστηκε δύο φορές: μία πέρυσι το καλοκαίρι με το δημοψήφισμα και την οπισθοχώρηση στην ιστορική σύνοδο κορυφής και δεύτερη τώρα, έπειτα από τη μακρά και υποτιθέμενη ηρωική διαπραγμάτευση.
Ωστόσο δεν παύει να είναι μνημείο αναξιοπιστίας, αλλά και απτή απόδειξη του τέλους των ψευδαισθήσεων και των ιδεοληψιών που κυριάρχησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης στον χώρο της Αριστεράς, ιδιαιτέρως στην Αριστερά των δρόμων, που δεν άφησε πεζοδρόμιο για πεζοδρόμιο, επιτέθηκε με σφοδρότητα κατά πάντων και βεβαίως υιοθετήθηκε προς χάριν της εξουσίας από τον κ. Τσίπρα και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία σήμερα κάνουν πως δεν γνωρίζουν τα παιδιά με τα μαντίλια και τις ασφυξιογόνες μάσκες.
Παρά ταύτα η μοναδική στα πολιτικά χρονικά στροφή του κ. Τσίπρα, αποτέλεσμα προφανώς του βάρους της ευθύνης για τη χώρα, είναι σημαντική και πολιτικά άκρως ενδιαφέρουσα. Ο Πρωθυπουργός φέροντας το βάρος της χώρας δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει το ευρωπαϊκό της μέλλον για δεύτερη φορά σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους. Δεν είχε άλλη επιλογή και γι’ αυτό προτίμησε να αναλάβει το πολιτικό κόστος. Υπολογίζει τώρα ότι θα «κερδίσει» τους ξένους, θα εγγράψει σοβαρές υποθήκες για μια γενναία ρύθμιση του χρέους –οι συζητήσεις για το χρέος είναι προχωρημένες και σε βάθος αυτή τη φορά, επιβεβαιώνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας –και προσβλέπει στα οφέλη επιστροφής της Ελλάδας στην κανονικότητα.
Μπροστά στο απόλυτο αδιέξοδο επείσθη κι αυτός όπως και οι προκάτοχοί του ότι είναι προτιμότερη μια επιχείρηση διάσωσης απ’ ό,τι ένα άλμα καταστροφής. Ετσι «αγόρασε» μια συμφωνία απροσμέτρητου πολιτικού κόστους και έχει να επιδεικνύει πλέον στους αντιπάλους του τη «θυσία» του προς χάριν της πατρίδας. Και βεβαίως να ανεμίζει το ξεφτισμένο λάβαρο κατά της διαπλοκής, την ώρα που χτίζει τη δική του, όπως οι τροπολογίες υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων φανερώνουν και τα πολλά σούρτα – φέρτα κυβερνητικών στελεχών με μεγαλοσχήμονες επιχειρηματίες προδίδουν.
Είναι αλήθεια ότι με την επιλογή του προκάλεσε αμηχανία στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι αντιδράσεις στο Κοινοβούλιο με την εμφάνιση του πολυνομοσχεδίου μπορεί να ήταν ακραίες αλλά ταυτόχρονα δηλωτικές του εκνευρισμού που επικράτησε στους κόλπους της αντιπολίτευσης.
Ενιωσαν οι περισσότεροι της αντιπολίτευσης σχεδόν προδομένοι από έναν εξωμότη. Είδαν τον ορκισμένο εχθρό τους να υπερακοντίζει και να συνυπογράφει διατάξεις και ρυθμίσεις που μέχρι πρότινος πολεμούσε σκληρά. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο κ. Τσίπρας στην κυριολεξία τούς ξεπέρασε, αναλαμβάνοντας και για λογαριασμό τους το κόστος αναξιοπιστίας, που συνολικά το πολιτικό σύστημα συσσώρευσε από την αρχή εκδήλωσης και διαχείρισης της κρίσης.
Ας μην κρυβόμαστε. Ο κ. Τσίπρας συσσώρευσε κόστος απροσμέτρητο στην ελληνική οικονομία με τις παλινωδίες και τον λαϊκισμό του. Αλλά δυστυχώς δεν είναι ο μόνος. Ολα τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα από το 2004 και μετά χόρεψαν παρέα με τις σειρήνες του λαϊκισμού και διαμόρφωσαν σχεδόν από κοινού τις συνθήκες τόσο της χρεοκοπίας όσο και της μακράς παραμονής σε καθεστώς αδιεξόδου.
Οπως και να έχει, το πολιτικό παιχνίδι παίρνει άλλον δρόμο.
Ο κ. Τσίπρας θα επιχειρήσει να παίξει από εδώ και πέρα το χαρτί του «διασώστη» και του «διαμορφωτή» συνθηκών ανάταξης της οικονομίας και της χώρας. Θα μιλάει για ευκαιρίες παραγωγικής ανασυγκρότησης, θα υπόσχεται αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, θα «πουλάει» αλλαγή του εκλογικού νόμου και μεταρρύθμιση του Συντάγματος, θα εγκαλεί την αντιπολίτευση γιατί δεν στηρίζει όσα υπεράσπιζε και διεκήρυττε, και θα προσπαθεί με κάθε τρόπο να αμβλύνει και να διαχειριστεί τα βάρη των μέτρων που τώρα λαμβάνει.
Το πιθανότερο είναι να «κλατάρει» στη διαδρομή, να μην μπορέσει να υπηρετήσει τη συμφωνία που υπέγραψε και τώρα νομοθετεί, και να παραδοθεί στην μήνιν των προδομένων ψηφοφόρων. Ομως και η επικράτηση της αντιπολίτευσης δεν είναι δεδομένη.
Οσοι προβλέπουν περίπατο Μητσοτάκη λαθεύουν. Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας θα πρέπει να χτίσει πολιτική σε άλλη βάση. Ισως χρειασθεί να αναλάβει αυτός να χτίσει τη χώρα από την αρχή. Οφείλει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος. Με επικοινωνιακές φιοριτούρες από τους διακριθέντες στις τάξεις του λαϊκισμού δεν θα επιτύχει το παραμικρό. Η εποχή είναι πολύ σύνθετη και απαιτητική για όλους.
Οσο ο κ. Τσίπρας θα δυσκολευθεί να φέρει βόλτα τη συμφωνία που ψηφίζει άλλο τόσο δύσκολο θα είναι και στον κ. Μητσοτάκη να πείσει ότι διαθέτει αξιόπιστη εναλλακτική.

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΑΝΤΙΜΕΤΡΑ
Τίποτε δεν εγγυάται ότι η ισπανική υποχώρηση που σάλπισε ο Πρωθυπουργός θα αποδώσει τα προσδοκώμενα. Οντως, η μεγάλη ανασφάλεια και αβεβαιότητα για τη θέση της χώρας στην Ευρώπη θα υποχωρήσει και είναι πιθανότερο ότι τουλάχιστον στο ορατό μέλλον θα τείνουν να επικρατήσουν συνθήκες σταθερότητας. Ομως δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η ελληνική οικονομία θα βιώσει με την επιβολή των νέων μέτρων ένα ακόμη κύμα συρρίκνωσης και υποχώρησης.Το οποίο μπορεί να αποδειχθεί καίριο αν δεν υπάρξουν κάποια αναπτυξιακά αντίμετρα, έστω με την ταχεία απορρόφηση κοινοτικών πόρων ή με την άμεση δραστηριοποίηση των ξένων που έχουν αναλάβει έργα, όπως αυτά π.χ.των περιφερειακών αεροδρομίων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ