Χαμηλότερη εθνική σύνταξη από τα 384 ευρώ για όσους συνταξιοδοτούνται με 15 έως 20 έτη ασφάλισης, αλλά και αλλαγές στα ποσοστά αναπλήρωσης για τη διαμόρφωση της αναλογικής σύνταξης φαίνεται ότι συζητά η κυβέρνηση μετά την πρώτη διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους των δανειστών, προκειμένου να «κλείσει» την αξιολόγηση γύρω από το Ασφαλιστικό.
Η πρώτη –αναγνωριστική –συνάντηση του υπουργού Εργασίας κ. Κατρούγκαλου με το κουαρτέτο ανέδειξε τις διαφορές των δύο πλευρών σε καίρια σημεία του Ασφαλιστικού, δημιουργώντας «δεύτερες σκέψεις» στην κυβέρνηση γύρω από τις «διορθώσεις» που πρέπει να επέλθουν στο αρχικό σχέδιο προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία.
Ενδεικτική των ενστάσεων που διατυπώνουν οι δανειστές και των πιέσεων για αλλαγές που δέχεται η κυβέρνηση είναι η άποψη κορυφαίου οικονομικού κυβερνητικού παράγοντα που συμμετέχει στη διαπραγμάτευση: «Εγκλωβιστήκαμε στη δέσμευσή μας ότι δεν θα μειώσουμε τις κύριες συντάξεις και τώρα βρισκόμαστε σε αδιέξοδο» τόνισε χαρακτηριστικά προς το «Βήμα της Κυριακής».
Η δήλωση δείχνει την αγωνία των κυβερνητικών παραγόντων να αναζητήσουν λύσεις για τον περιορισμό της συνταξιοδοτικής δαπάνης «από άλλες πηγές» –πλην των κύριων συντάξεων –αλλά ταυτοχρόνως είναι ενδεικτική της αδυναμίας ολοκλήρωσης του σχεδίου αυτού, καθώς τα «νούμερα δεν βγαίνουν».
Ετσι, η κυβέρνηση φαίνεται να «συγκατανεύει» σε δύο από τα πολλά αιτήματα που διατυπώνουν οι δανειστές.
Η εθνική σύνταξη


Πρώτον, συζητά τη μείωση του ποσού της εθνικής σύνταξης σε περιπτώσεις συνταξιοδότησης προ της 20ετίας, δηλαδή με 15 έως 20 έτη ασφάλισης. Παράγοντες του υπουργείου Εργασίας σημειώνουν ότι μπορεί να θεσπιστεί μικρότερο ποσό των 384 ευρώ για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης, τη 15ετία. Σημειώνεται ότι οι θεσμοί ζητούν η συνταξιοδότηση να ξεκινά με τη συμπλήρωση των 20 ετών ασφάλισης, κάτι που η κυβέρνηση φαίνεται να απορρίπτει και να αναζητά τη «μέση λύση»: δηλαδή την παροχή ευχέρειας συνταξιοδότησης στα 15 έτη ασφάλισης, αλλά με μικρότερο ποσό εθνικής σύνταξης, η οποία, σημειωτέον, επιβαρύνει αποκλειστικά τον προϋπολογισμό. Στην περίπτωση αυτή, το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης –δηλαδή τα 384 ευρώ –θα χορηγείται σε όσους έχουν τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης.
Η αναλογική σύνταξη


Δεύτερον, επανεξετάζεται το ύψος των ποσοστών αναπλήρωσης που αφορούν την αναλογική σύνταξη. Στο σχέδιο Κατρούγκαλου το ποσοστό αναπλήρωσης του ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης είναι κλιμακωτό: ξεκινά από το 0,80% (για κάθε έτος) για το διάστημα από 0 έως 15 έτη ασφάλισης και φθάνει έως το 2% για τα 39 έως 42 ή και περισσότερα χρόνια. Ηδη η κυβέρνηση επεξεργάζεται διάφορα εναλλακτικά σενάρια με χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης, γεγονός που σημαίνει ότι οι νέες συντάξεις θα οδηγηθούν σε μεγαλύτερες μειώσεις.
Απολύτως αρνητικοί ήταν κατά την πρώτη συνάντηση οι δανειστές και στο ενδεχόμενο επιβολής αυξημένων εισφορών για τις επικουρικές συντάξεις. Διαφωνούν με την επιβολή αύξησης 1% στις εισφορές των εργοδοτών, ενώ φαίνεται ότι δεν υπάρχουν αντιρρήσεις για την αύξηση 0,5% που αφορά τις εργατικές εισφορές. Μετά την ένσταση αυτή, είναι βέβαιο ότι οι μειώσεις των υφιστάμενων επικουρικών συντάξεων είναι αναπόφευκτες.
Σε γενικές γραμμές, οι δανειστές διαφωνούν με τη λογική των υπέρμετρων αυξήσεων στις εισφορές και ζητούν πιο σκληρές και αποτελεσματικές παρεμβάσεις στο σύνολο των ασφαλισμένων (μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες). Επιμένουν ότι οι μεταρρυθμίσεις «είναι ήπιες» και εκτιμούν πως «δεν επιφέρουν το αναμενόμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα».
Επίσης, παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης περί του αντιθέτου, εκτιμούν ότι η αξιολόγηση της οικονομίας σε ό,τι αφορά το Ασφαλιστικό «δεν πρόκειται να κλείσει χωρίς τη μείωση των συντάξεων κύριας ασφάλισης, τόσο για τους υφιστάμενους όσο και για τους μελλοντικούς συνταξιούχους».

ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ
Οι «προτάσεις» των εμπειρογνωμόνων

Οι «προτάσεις-προτροπές» προς την κυβέρνηση, που έχουν διατυπωθεί –σε διαφορετικούς χρόνους –από τους τεχνικούς εμπειρογνώμονες του κουαρτέτου, γύρω από τις αλλαγές που πρέπει να επέλθουν στο σχέδιο Κατρούγκαλου περιλαμβάνουν τα εξής:
Την καθιέρωση περιουσιακών ή εισοδηματικών κριτηρίων για τη χορήγηση της εθνικής σύνταξης των 384 ευρώ. Εναλλακτικά προτείνουν την αύξηση του απαραίτητου χρόνου ασφάλισης για την κατώτατη σύνταξη από τα 15 στα 20 έτη.
Επιμένουν στην υιοθέτηση χαμηλότερων ποσοστών αναπλήρωσης σε ό,τι αφορά το αναλογικό τμήμα της κύριας σύνταξης. Θεωρούν αναγκαία τη θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων και για την επικουρική σύνταξη. Ταυτόχρονα θεωρείται σίγουρη η μείωση για τις επικουρικές συντάξεις άνω των 170 ευρώ, ενώ εναλλακτικά επαναφέρουν παλαιότερη πρότασή τους για την ενσωμάτωση της επικουρικής στην κύρια σύνταξη.
Επιμένουν στην πρόταση για πλήρη κατάργηση της παροχής που σχετίζεται με το εφάπαξ βοήθημα, το οποίο χαρακτηρίζουν «πολυτέλεια» για την οικονομική κατάσταση της χώρας μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ