Βράδυ της 5ης Ιουλίου, μόλις έκλεισαν οι κάλπες του δημοψηφίσματος. «Μπήκα στο πρωθυπουργικό γραφείο περιχαρής» διηγήθηκε αργότερα ο Γιάνης Βαρουφάκης σε μία από τις δεκάδες συνεντεύξεις του αφότου εγκατέλειψε το γραφείο που μισούσε στο υπουργείο Οικονομικών, όπως δήλωσε στο ντοκιμαντέρ του Πολ Μέισον #thisisacoup. «Πετούσα στα σύννεφα που έσπρωχναν οι άνεμοι του λαϊκού ενθουσιασμού από τη νίκη της ελληνικής δημοκρατίας στο δημοψήφισμα. Μόλις μπήκα στο γραφείο ένιωσα αμέσως μια αίσθηση παραίτησης, μια αρνητικά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Ηρθα αντιμέτωπος με ένα ηττοπαθές κλίμα, το οποίο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συνέβαινε έξω».
Ελληνική τραγωδία live


Ο κ. Βαρουφάκης, χαμένος στα λυρικά μονοπάτια της διήγησής του για τη δίκαιη αλλά προδομένη μάχη του ελληνικού λαού, ξέχασε ότι το βράδυ του δημοψηφίσματος η κάμερα του Μέισον είχε ελευθέρας στο Μέγαρο Μαξίμου και κατέγραφε τα πάντα. «Εγραψε» λοιπόν και κάποιες σκηνές την ώρα που ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα των exit polls και άρχισαν οι πανηγυρισμοί στις οποίες φαίνεται ο πρώην υπουργός Οικονομικών, με το αναπόφευκτο κολλητό χακί Τ-shirt που προτιμούσε στις εγχώριες εμφανίσεις του, να αγκαλιάζει περιχαρής τον Αλέκο Φλαμπουράρη. Στη συνέχεια κάνει δηλώσεις (για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ ασφαλώς) στο πίσω μπαλκόνι του Μεγάρου Μαξίμου. «Ο λαός μάς επέτρεψε να επιστρέψουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τεράστια διαπραγματευτική δύναμη και με μια αίσθηση περηφάνιας». «Πώς αισθάνεσαι σήμερα;» ρωτά ο δημοσιογράφος. «Τσιμπιέμαι… Είναι εντυπωσιακό». Δηλώσεις έκανε χαμογελαστός και ο Πρωθυπουργός αναγνωρίζοντας το μέγεθος της νίκης: «Το μήνυμα είναι ότι όταν ο λαός πιστεύει στη δύναμή του μπορεί να κερδίσει τον φόβο».
Αυτή είναι η πραγματικότητα που κατέγραψε η κάμερα του ντοκιμαντέρ. O υπουργός Οικονομικών δεν μπήκε στο γραφείο του Πρωθυπουργού σπρωγμένος «από τους ανέμους του λαϊκού ενθουσιασμού», το βράδυ του δημοψηφίσματος, γιατί απλούστατα δεν βγήκε ποτέ από αυτό. Σε αντίθεση με το αφήγημα, το οποίο κατασκεύασε εκ των υστέρων ο κ. Βαρουφάκης για να… διορθώσει την πραγματικότητα. Την ίδια τακτική φαίνεται ότι εφάρμοζε και για τις συνεδριάσεις τoυ Eurogroup, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας, κατά τη δική του ομολογία, αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη Σύνοδο της 25ης Ιουνίου, έπειτα από έξι μήνες διαπραγμάτευσης, όταν διαπίστωσε πως κανένας δεν έδινε σημασία στον υπουργό του.
Την ακροβασία μεταξύ φαντασιοπληξίας και πραγματικότητας, μεταξύ ψέματος και αλήθειας, καταγράφει το ντοκιμαντέρ #thisisacoup. Οχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Μια συλλογική αυταπάτη που ξεδιπλώνεται καρέ καρέ και διαψεύδεται παταγωδώς σε δρόμους και πλατείες, στα πανό των διαδηλώσεων αλλά και στους τοίχους της πόλης, στο αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο Εμπρός του Ψυρρή και στη σκληρή καθημερινότητα των ναυτεργατών του Πειραιά. Στο ντοκιμαντέρ δεν εμφανίζεται η Αθήνα, αλλά μια προσεκτικά επιλεγμένη παράθεση παρακμιακών τοπίων. Ο Πολ Μέισον, ο οποίος πήρε μαχητική θέση υπέρ του «Οχι», δίνει την εντύπωση ότι βρισκόταν σε αποστολή και όχι σε αναζήτηση της αλήθειας.
Ο βρετανός δημοσιογράφος, πρώην τροτσκιστής που τώρα δηλώνει ότι είναι αριστερός ακτιβιστής με περίπλοκη πολιτική ταυτότητα, είχε προνομιακή πρόσβαση στο γραφείο του Πρωθυπουργού και στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου σε κρίσιμες, ιστορικές στιγμές για τη χώρα. Για μια κυβέρνηση τόσο περίκλειστη για τα ελληνικά ΜΜΕ προκαλούν εντύπωση τα σχόλια που συνοδεύουν την εικόνα των υπουργών γύρω από το τραπέζι του Υπουργικού Συμβουλίου. «Απομένουν χρήματα για μόλις εννέα ημέρες. Το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδρίαζε για έξι ώρες. Οπως τους παρατηρούμε, καταλαβαίνουμε ότι σκέφτονται: «Τώρα είναι η ώρα. Ή θα αψηφήσουμε την Ευρώπη ή θα συμβιβαστούμε»». Κανένας υπουργός δεν ενοχλείται από την κάμερα, μοιάζει να έχουν ξεχάσει την ύπαρξή της, ενδεχομένως να τη συνήθισαν κιόλας έπειτα από τόσες ώρες κινηματογράφησης. Η αξιοπρέπεια της κυβέρνησης, προτού παραδοθεί στη Μέρκελ και στον Σόιμπλε, παραδόθηκε αμαχητί στον Πολ Μέισον.
Η προβλέψιμη προφητεία


Στον προθάλαμο, με το ασπρόμαυρο πάτωμα-«σκακιέρα», ο κ. Βαρουφάκης δεν χάνει την ευκαιρία για νέες δηλώσεις. «Η υποψία μου είναι ότι στο Eurogroup θα μας προσφέρουν μια συμφωνία την οποία θα είναι αδύνατον να υπογράψουμε. Και ως αποτέλεσμα θα κλείσουν οι τράπεζες την Τρίτη έπειτα από τη Σύνοδο Κορυφής». «Είστε έτοιμοι για αυτό;». «Φυσικά και δεν είμαστε έτοιμοι για αυτό. Κανένας δεν είναι ποτέ έτοιμος για τον Αρμαγεδδώνα». Ο υπουργός ακκίζεται στον φακό, ούτε που του περνάει από το μυαλό ότι αποκαλύπτει το μυστικό σχέδιο της κυβέρνησης, ένα μυστικό που ζύγιζε χρυσάφι για όποιον το γνώριζε. Η μοναδική παραφωνία στην κατά τα άλλα ακριβέστατη εκτέλεση του σχεδίου ήταν το ότι οι τράπεζες έκλεισαν τη Δευτέρα 29 Ιουνίου αντί για την Τρίτη. Ούτε αισθάνεται το βάρος της ευθύνης που τον Ιανουάριο υποσχόταν μια «συμφωνία σε σύντομο χρονικό διάστημα, η οποία θα δείξει ότι η Ελλάδα μπορεί να παίξει σύμφωνα με τους κανόνες και να τελειώσει για πάντα με τη λιτότητα».


Νικητής ή ηττημένος;
Από τον θρίαμβο στην ανώμαλη προσγείωση

Το δράμα της χώρας περιγράφεται καλύτερα με τα λόγια του ίδιου του Πρωθυπουργού. Νικητής στα Προπύλαια, την 25η Ιανουαρίου: «Η ψήφος του ελληνικού λαού ακυρώνει σήμερα με τρόπο αδιαμφισβήτητο τα μνημόνια της λιτότητας και της καταστροφής. Καθιστά την τρόικα παρελθόν». Συγκινημένος, στις προγραμματικές δηλώσεις: «Είμαστε σάρκα από τη σάρκα του λαού. Ερχόμαστε μέσα από τις σελίδες της Ιστορίας αυτού του λαού και γι’ αυτό θα τον υπηρετήσουμε μέχρι τέλους».
Στο διάγγελμα αναγγελίας του δημοψηφίσματος, που υποστηρίζει το «ΟΧΙ»: «Η ελληνική κυβέρνηση δίνει μια μάχη μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής ασφυξίας προκειμένου να εφαρμόσει τη δική σας εντολή της 25ης του Γενάρη».
Χαμένος στις σκέψεις του βηματίζει στο Μέγαρο Μαξίμου, αδιάφορος για την εικόνα που δίνει, λίγο προτού εκφωνήσει την ομιλία για το δημοψήφισμα στο Σύνταγμα. «Οποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, η Ελλάδα έστειλε μήνυμα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας». Μετά το 61,31% που έλαβε το «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα: «Δεν πήραμε εντολή ρήξης με την Ευρώπη αλλά ενίσχυσης της διαπραγματευτικής μας δύναμης για την επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας».
Προσγειωμένος στη μνημονιακή πραγματικότητα, σε αμυντική στάση, χωμένος στη λευκή μπερζέρα του πρωθυπουργικού γραφείου: «Δεν ήταν τόσο εύκολο να διώξουμε την τρόικα. (…) Αν έφευγα από τη διαπραγμάτευση εκείνο το βράδυ (σ.σ.: της 12ης Ιουλίου), θα γινόμουν ήρωας για ένα βράδυ, ίσως και για δύο ή τρία, αλλά θα ήταν καταστροφή, όχι μόνο για εμένα αλλά για τον ελληνικό λαό. Το δίλημμα ήταν σκληρό. Η καρδιά μου μού έλεγε να φύγω, αλλά το μυαλό μου μού έλεγε ότι έπρεπε να βρω μια λύση». «Χάσαμε χρόνο» ομολογεί ο ηττημένος αλλά αφοπλιστικά ειλικρινής κ. Τσίπρας, «και στο τέλος ξεμείναμε από δυνάμεις και από χρήματα. Αν το ξέραμε, θα είχαμε πάρει πιο γενναίες αποφάσεις νωρίτερα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ