Το εξώφυλλο του νέου βιβλίου του Κώστα Σημίτη με τίτλο «Δρόμοι ζωής»

Το δελτίο Τύπου γράφει τα τυπικά για το νέο βιβλίο του Κώστα Σημίτη. «Οι Δρόμοι ζωής είναι μια πολιτική αυτοβιογραφία, η προσωπική μαρτυρία μου για την πορεία της χώρας από τη γερμανική Κατοχή, τον Εμφύλιο Πόλεμο, την καχεκτική δημοκρατία και τη στρατιωτική δικτατορία ως τη Μεταπολίτευση και την εδραίωση της δημοκρατίας». Οι «Δρόμοι ζωής» όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο. Ο πρώην πρωθυπουργός βγάζει για πρώτη φορά τον μανδύα του τεχνοκράτη και αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της προσωπικής του ζωής. Ο Κώστας Σημίτης μιλάει για τον Κώστα Σημίτη. Για τα παιδικά του χρόνια, για τις σπουδές του, για τις διώξεις που υπέστη η οικογένειά του, για τη δικτατορία, το ΠΑΚ, το ΠαΣοΚ, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Η διήγηση διαπερνάται από την ιστορικότητα της περιόδου από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως το 1996 και όχι από το κουτσομπολιό ή τις προσωπικές πικρίες. Πρόκειται περισσότερο από μια αυτοβιογραφία για μια παρακαταθήκη προς τις νεότερες γενιές για τις δυσκολίες που πέρασε η Ελλάδα στη σύγχρονη ιστορία της, για τον περιορισμό των ελευθεριών και του κράτους δικαίου, για τις αυταρχικές νοοτροπίες, για το πελατειακό σύστημα που επιβίωνε σε πείσμα κάθε προσπάθειας εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης εξαιτίας μιας συμπαγούς συντηρητικής νοοτροπίας η οποία εχθρεύεται τις αλλαγές και υπάρχει σε πολιτικούς, συνδικαλιστές αλλά και σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Στο βιβλίο κυριαρχεί μια αδιόρατη ανησυχία για τη διατήρηση των δημοκρατικών κατακτήσεων, οι οποίες και σε άλλες εποχές θεωρήθηκαν δεδομένες αλλά καταλύθηκαν εν μιά νυκτί, σε συνθήκες σιωπής και απάθειας.

Στο βιβλίο, εκτός από τον συγγραφέα, υπάρχουν δύο ακόμη μεγάλοι πρωταγωνιστές: η Δάφνη και ο Ανδρέας.
Η Δάφνη


Ο Κώστας Σημίτης γνωρίστηκε με τη Δάφνη την άνοιξη του 1961 στο πάρτι ενός φίλου. «Τα πάρτι και οι χοροί ήταν συνήθως περιστάσεις όπου μπορούσες να γνωρίσεις μια κοπέλα. Καθόμασταν με τη Δάφνη στο ίδιο τραπέζι, σε μια παρέα γνωστών μου. Μου άρεσε. Δεν είχε το προσποιητό ύφος με το οποίο κάλυπταν την ανασφάλειά τους οι κοπέλες εκείνης της εποχής. Ηταν φυσική, χαμογελαστή και βέβαια πολύ όμορφη, με λεπτά χαρακτηριστικά. Της πρότεινα να ξανασυναντηθούμε έπειτα από λίγες μέρες, όπως και έγινε. Από τότε αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια σταθερή φιλία και σύντομα μια όλο και πιο δυνατή συμπάθεια. Συναντιόμασταν τακτικά, πηγαίναμε μαζί σε θέατρα, κινηματογράφους, εκδρομές, αλλά όλο και συχνότερα χωρίς πρόγραμμα. Μας αρκούσε να είμαστε μαζί. Ετσι ασυναίσθητα, φυσικά, ερωτευθήκαμε. Τρία χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1964, παντρευτήκαμε».
Η Δάφνη ήταν διαφορετική ενδεχομένως επειδή είχε ήδη ζήσει έναν χρόνο στο Λονδίνο προτού γνωριστούν και εκεί επέστρεψε για να παρακολουθήσει μαθήματα Κοινωνικής Ψυχολογίας στη London School of Economics. Στη LSE είχε αποφασίσει να συνεχίσει τις σπουδές του και ο Κώστας Σημίτης στις Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες, αφότου αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ στη Γερμανία και απολύθηκε από τον στρατό. Εντός του πανεπιστημίου υπήρχε «αίσθημα ελευθερίας, κριτική διάθεση, απαίτηση για τεκμηριωμένες θέσεις και συστηματική ανάλυση». Εξω από αυτό, το Λονδίνο σε περίοδο ακμής, «η ανατροπή της συντηρητικής κυβέρνησης είχε σημάνει μια γενικότερη απομάκρυνση από τα συντηρητικά πρότυπα και τον συντηρητικό τρόπο ζωής. Η μίνι φούστα ήταν το σύμβολο της νέας εποχής». Το πνεύμα της εκφραζόταν στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα πολλά καινούργια εστιατόρια με ευρωπαϊκό ή ασιατικό φαγητό, στις μεγάλες διαδηλώσεις κατά των πυρηνικών εξοπλισμών. «Ζήσαμε μαζί με τη Δάφνη αυτή την καινούργια για μας πραγματικότητα βλέποντας και συμμετέχοντας, με ένα αίσθημα μόνιμης περιέργειας, αναζήτησης και ελευθερίας. Τα χρόνια στο Λονδίνο ήταν για μένα από τα ωραιότερα της ζωής μου».
«Από το Λονδίνο έφυγα την άνοιξη του 1963. Πήγα στο Παρίσι. Αμφιταλαντεύτηκα για λίγες μέρες αν θα έπρεπε να μείνω εκεί ώστε να συγκεντρώσω το υλικό για ένα νέο βιβλίο. Αποφάσισα όμως να γυρίσω στην Αθήνα. Ηθελα να ξανασυναντηθώ με τη Δάφνη. (…) Με τη Δάφνη ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες. Εγώ προσεκτικός, εκείνη αυθόρμητη, εγώ προσανατολισμένος σε όσα με ενδιέφεραν, εκείνη πιο ανοιχτή στο περιβάλλον και σε διάφορες πλευρές της ζωής, εγώ πιο συγκεντρωμένος σε όσα διάβαζα και δούλευα, εκείνη με πολλή προσοχή στην αισθητική, στην αρμονία και στο ωραίο. (…) Γίναμε ένα δεμένο ζευγάρι, με τον καθένα μας να έχει τις δικές του απόψεις και τη δική του διακριτή προσωπικότητα. Κανένας δεν επιδίωκε να επιβληθεί στον άλλον. Το διαφορετικό και το κοινό προσέδωσαν σταθερότητα στη σχέση μας και στην ευτυχία που αισθανόμασταν προχωρώντας μαζί στον δρόμο της ζωής. Τα όσα ακολούθησαν με την πολιτική μου δραστηριότητα δεν χαλάρωσαν τον δεσμό μας».
Ο Ανδρέας


«Το 1965 συνάντησα για πρώτη φορά τον Α. Παπανδρέου. Τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, που ήταν για ένα διάστημα στην οδό Ομήρου. Ο Νοταράς, ο Καράγιωργας και εγώ αποτελούσαμε την αντιπροσωπεία του Ομίλου (σ.σ.: Ομιλος Παπαναστασίου). (…) Ο Ανδρέας ήταν για μας το κατ’ εξοχήν πρόσωπο που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας κίνησης όπως αυτή που θεωρούσαμε επιβεβλημένη. Αμφιβάλλαμε όμως αν ήταν σε θέση να υπερβεί το εμπόδιο που αποτελούσε η παραδοσιακή ηγεσία της Ενωσης Κέντρου. Ο Ανδρέας έδειχνε πιεσμένος από τα γεγονότα, τις πολλές εκδηλώσεις συμπαράστασης και τις προσδοκίες που εναποτίθεντο στο πρόσωπό του».
Τον Σεπτέμβριο του 1969 ο καταζητούμενος από τη χούντα ως μέλος της Δημοκρατικής Αμυνας Κώστας Σημίτης διέφυγε με τη βοήθεια της Αμαλίας Φλέμινγκ στο Γκίσεν της Γερμανίας, όπου ζούσε ο αδελφός του Σπύρος . «Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν από τους πρώτους που μου τηλεφώνησαν».
Οταν συναντήθηκαν αργότερα σε μία από τις ευρωπαϊκές περιοδείες του Παπανδρέου, ο οποίος ζούσε στον Καναδά, αποδέχθηκε την πρόταση να γίνει μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΚ. «Διαπίστωσα λίγο αργότερα ότι ήταν ένα όργανο που υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Λειτουργία απόντος του Ανδρέα δεν ήταν δυνατή. Στην Ευρώπη μια υποτυπώδης οργάνωση υπήρχε μόνο στη Σουηδία και στη Γερμανία. Επρόκειτο για ένα δίκτυο φίλων ή γνωστών που υποστήριζε τις εμφανίσεις του Ανδρέα και δημοσιοποιούσε τις ανακοινώσεις του».
«Τα χρόνια μετά το ’69 έγιναν πολλές αλλαγές στην οργανωτική δομή του ΠΑΚ, στα πρόσωπα που συμμετείχαν στην ηγεσία του, στις σχέσεις τους με τον Ανδρέα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των αλλαγών ήταν η διατήρηση του προσωποκεντρικού χαρακτήρα της οργάνωσης, δηλαδή η απόλυτη εξάρτησή της από τον Ανδρέα. Ο μόνος που θα μπορούσε να έχει περιορίσει αυτή την τάση ήταν ο ίδιος. Είχε όμως μια έμφυτη αβεβαιότητα και ανασφάλεια όσον αφορά τις προθέσεις των άλλων. Προτιμούσε έτσι πρόσωπα τα οποία αντλούσαν την υπόστασή τους αποκλειστικά από εκείνον. Τους άλλους, που ήταν πιο αυτόνομοι, είχαν δικές τους απόψεις ή διέθεταν την ικανότητα να του αντιπαρατεθούν, τους αντιμετώπιζε με καχυποψία».
Ο Κώστας Σημίτης δεν έκρυβε τις διαφωνίες του ούτε την περίοδο της εξορίας ούτε όταν ιδρύθηκε το ΠαΣοΚ, το οποίο λειτουργούσε με τον ίδιο χαοτικό τρόπο, με θέσεις αμφίσημες, χωρίς συγκροτημένο σχέδιο για τη χώρα. Το 1979 αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το Εκτελεστικό Γραφείο έπειτα από σχετικές διαρροές προερχόμενες από τον ίδιο τον Παπανδρέου εξαιτίας ενός φυλλαδίου που έγραφε το σύνθημα «Ναι στην Ευρώπη των λαών». Το 1981 δεν ήταν υποψήφιος βουλευτής. Μολονότι σε δύο συναντήσεις τους ο Ανδρέας τον διαβεβαίωσε ότι θα ήταν, αποκλείστηκε με φωτογραφική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής. Κατόπιν ο Παπανδρέου του πρότεινε να μετάσχει στο ευρωψηφοδέλτιο αλλά δεν δέχθηκε. «Με ενόχλησε η εντύπωση που ήθελε να δημιουργήσει, ότι ζητούσα από το ΠαΣοΚ να μου εξασφαλίσει μια «σταδιοδρομία». Την είχα πετύχει μόνος μου και δεν χρειαζόμουν κανένα πόστο». Το 1987 παραιτήθηκε από υπουργός Οικονομίας επειδή ο Παπανδρέου ανέτρεψε το πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας που εκείνος είχε ζητήσει να εφαρμοστεί. «Τον είχε πείσει ο Κουτσόγιωργας ότι θα του κόστιζε ψήφους στις εκλογές». Το 1995 παραιτήθηκε από υπουργός Βιομηχανίας όταν δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να διεκδικήσει την προεδρία του ΠαΣοΚ και ο Παπανδρέου απάντησε με δηλώσεις για την ανυπαρξία ουσιαστικού έργου στο υπουργείο Βιομηχανίας.
Η σχέση τους όμως ήταν πιο σύνθετη από αυτήν που περιγραφόταν στον Τύπο και στις επιστολές που αντήλλασσαν, όπως διαφαίνεται από τις προσωπικές τους συζητήσεις αλλά και από την τελευταία τους συνάντηση. «Ως πρωθυπουργός συνάντησα αργότερα δύο φορές τον Ανδρέα στην Εκάλη. Ημασταν μόνοι. Εκινείτο άνετα στο γραφείο του. Διέκρινα πάνω του μια ελαφρά μελαγχολία αλλά και τη διάθεση να συζητήσουμε. Αισθανόταν απομονωμένος και αβέβαιος. Οταν με είδε να κάθομαι στη θέση που μου είχε υποδείξει ο αστυνομικός της υπηρεσίας, με προέτρεψε να αλλάξω θέση. «Εδώ όλα ακούγονται» είπε «και δεν θέλω να ακούγονται». Εδειξε έτσι κάτι από την παλιά του αποφασιστικότητα αλλά ταυτόχρονα έγινε φανερή η εξάρτησή του λόγω της φυσικής του αδυναμίας. Ηταν μια εικόνα που με στενοχώρησε».
«Οταν ανέλαβα πρωθυπουργός γνωριζόμουν ήδη με τον Ανδρέα παραπάνω από τριάντα χρόνια. Ελάχιστα ήταν τα στελέχη του ΠαΣοΚ που συμπορεύθηκαν μαζί του για τόσο μεγάλο διάστημα. Οι πολιτικοί σχολιαστές πρόβαλλαν τις συγκρούσεις μας, την απόσταση που μας χώριζε στη ζωή και στην πολιτική, τις διαφορετικές συμπεριφορές μας. Παρέβλεπαν όμως τα πολλά κοινά σημεία μας: την αντίστασή μας στη χούντα, τους αγώνες μας για την ίδρυση και την ανάπτυξη του ΠαΣοΚ, την αντιπαράθεσή μας με τη Δεξιά, τη συνεργασία μας για μια αποτελεσματική κυβέρνηση. Διατηρούσαμε μεταξύ μας μια σταθερή σχέση, παρά τις όποιες τριβές. Στο τέλος της ημέρας των κρίσεων υπήρχε πάντα μια αμοιβαία εκτίμηση. Υπήρχαν επίσης ομοιότητες στη ζωή μας που μας συνέδεαν: οι σπουδές και η πολύχρονη παραμονή μας στο εξωτερικό, η πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, η επιστημονική εργασία που διαμόρφωσε έναν αναλυτικό και κριτικό τρόπο σκέψης, η επίγνωση των προβλημάτων της χώρας, η επαφή μας με τη μαρξιστική και σοσιαλιστική σκέψη και, βέβαια, η πεποίθηση ότι η κοινωνική αλλαγή απαιτεί συνεχείς παρεμβάσεις και όχι απλώς τη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης. Προσεγγίζαμε όμως με διαφορετικό τρόπο την άσκηση της πολιτικής και είχαμε διαφορετικές απόψεις για ορισμένους κεντρικούς στόχους που θα έπρεπε να επιδιώξουμε». Ο Παπανδρέου διατήρησε την αμερικανοκεντρική οπτική: κύριος πόλος της παγκόσμιας ανάπτυξης ήταν οι ΗΠΑ, «η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε γι’ αυτόν μόνο οικονομική διάσταση· δεν της απέδιδε καμία πολιτική σημασία». Αντιθέτως, ο Σημίτης, θεωρούσε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στη διαμόρφωση της ενοποιητικής πορείας «θα ενίσχυε τις δυνάμεις της σύγκλισης και θα δημιουργούσε νέες ευκαιρίες ανάπτυξης για τη χώρα εφόσον επιδιώκαμε συστηματικά την εκπλήρωση των στόχων μας. Η επιφυλακτικότητα του Ανδρέα απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποιητική προσπάθεια, οι ενδοιασμοί του, η αποστασιοποίησή του είχαν ως αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να υιοθετήσει μια αντιφατική συμπεριφορά».

Κρούσματα διαφθοράς
«Ο Τσοχατζόπουλος χειριζόταν το ΠαΣοΚ ως έναν μηχανισμό εξουσίας»

Τον Ακη Τσοχατζόπουλο τον «σφάζει» με τις λέξεις. «Ο Τσοχατζόπουλος όμως ήταν, για πολλούς, ένας από τους υπαίτιους της παρακμής του ΠαΣοΚ. Αποδεχόταν αδιαμαρτύρητα οποιαδήποτε απόφαση του προέδρου. Χειριζόταν το ΠαΣοΚ ως έναν μηχανισμό εξουσίας στην υπηρεσία του ιδίου και των φίλων του, καθώς και του Ανδρέα. Ο Ανδρέας τον θεωρούσε το δεξί του χέρι, όσον αφορά το κόμμα, αλλά τον αντιμετώπιζε ως έναν καλό εκτελεστή εντολών και μόνο. (…) Οσοι θέλουν να εκμεταλλευθούν τη θέση τους για προσωπικό όφελος βρίσκουν τον τρόπο, παρά τις απαγορεύσεις και τους ελέγχους. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά τη θητεία των κυβερνήσεων τόσο του ΠαΣοΚ όσο και της ΝΔ. Κυβερνητικά και κρατικά στελέχη καταχράστηκαν το αξίωμά τους με στόχο προσωπικά οφέλη. Το πιο γνωστό παράδειγμα της πρώτης κυβερνητικής περιόδου του ΠαΣοΚ ήταν ο Κουτσόγιωργας, της περιόδου μετά το 1996 ο Τσοχατζόπουλος. Πολύ σωστά οι σχολιαστές καυτηρίασαν την υποκρισία τους. Ορισμένοι όμως επέκτειναν την κριτική τους σε όλους ανεξαιρέτως τους υποστηρικτές του ΠαΣοΚ. Θεωρούσαν ότι το «καθεστώς ΠαΣοΚ» είχε δημιουργήσει έναν ανθρώπινο τύπο που είχε ροπή προς την παραβίαση των ηθικών και νομικών κανόνων».
Επίσης, δίνει τη δική του εξήγηση στο γιατί άργησαν να αποκαλυφθούν κρούσματα διαφθοράς επί πρωθυπουργίας του. «Η καταβολή μίζας από τον αλλοδαπό κατασκευαστή πυραυλικών συστημάτων μέσω ελβετικής τράπεζας σε μια υπεράκτια εταιρεία στις Παρθένους Νήσους, μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εντοπιστεί. (…) Τα στοιχεία για τις δωροδοκίες σε εξοπλιστικά προγράμματα προέκυψαν, τόσο στην Ελλάδα όσο σε άλλες χώρες, από τις διενέξεις μεταξύ των προμηθευτών και των μεσαζόντων τους, από δικαστικές αποφάσεις που ελήφθησαν στο εξωτερικό, από έρευνες αλλοδαπών ανακριτικών αρχών για ατασθαλίες στις επιχειρήσεις των κατασκευαστών, και όχι από έρευνες των ελληνικών ελεγκτικών αρχών. Γι’ αυτό και οι παράνομες πράξεις εντοπίστηκαν στην Ελλάδα μετά την πάροδο πολλών ετών».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ