Σε μία από τις πιο ανοιχτές και πιο αβέβαιες εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολίτευσης προσέρχονται αύριο οι έλληνες πολίτες, διαμορφώνοντας με την ψήφο τους ένα πολιτικό σκηνικό που πιθανότατα θα διαφέρει σημαντικά από αυτό που γνωρίζαμε ως σήμερα. Πολλοί σπεύδουν να παρομοιάσουν το εκλογικό τοπίο με εκείνο του 2000, που το ΠαΣοΚ του Κ. Σημίτη επικράτησε της ΝΔ του Κ. Καραμανλή με μόλις μία μονάδα διαφορά και 72.000 ψήφους. Μόνο που τότε η αναμέτρηση ήταν αμφίρροπη μόνο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, ενώ το τοπίο ήταν καθαρό για τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Υπόγεια ρεύματα στην κοινωνία, που δεν είναι εύκολο να αποτυπωθούν στις δημοσκοπήσεις, αλλά καταγράφονται με τη μορφή ενδείξεων, είναι δυνατόν να επηρεάσουν τελικά καθοριστικά το εκλογικό αποτέλεσμα.
Στην αυριανή εκλογική αναμέτρηση διεκδικούν την είσοδο στη Βουλή εννέα κόμματα, ενώ για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι πιθανόν να χρειαστεί να συμπράξουν τουλάχιστον τρία από αυτά, δημιουργώντας επιπρόσθετο ενδιαφέρον για την κατάταξη των κομμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό λοιπόν οι αυριανές εκλογές δεν είναι μόνο οι πιο κρίσιμες της τελευταίας 40ετίας, αλλά και οι πιο αμφίρροπες καθώς για λίγες χιλιάδες ψήφων, η εικόνα του πολιτικού τοπίου μπορεί να αλλάξει σχεδόν ριζικά.
Ενίσχυση του δικομματισμού
Σύμφωνα και με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, αλλά και τις εκτιμήσεις εκλογικών αναλυτών, όλα τα ενδεχόμενα θεωρούνται πιθανά, πλην ελαχίστων. Λιγότερο πιθανό, για παράδειγμα, θεωρείται το ενδεχόμενο να κατορθώσουν να μπουν στη Βουλή και τα εννέα κόμματα, καθώς οι Ανεξάρτητοι Ελληνες και η Ενωση Κεντρώων εμφανίζουν σημαντικές απώλειες την τελευταία εβδομάδα και δείχνουν να υποχωρούν κάτω από το όριο του 3%.
Από την άλλη πλευρά, η σφοδρή αντιπαράθεση των τελευταίων ημερών μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, αλλά και το debate Τσίπρα – Μεϊμαράκη ενίσχυσε ακόμη παραπάνω τον δικομματισμό, που αυτόματα οδηγεί σε συρρίκνωση των ποσοστών των μικρότερων κομμάτων.
Είναι ενδεικτικό ότι ολόκληρη την περασμένη εβδομάδα ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ εμφανίζονταν να αυξάνουν καθημερινά τα ποσοστά τους και πλέον οι εκτιμήσεις των ειδικών συγκλίνουν ότι τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μπορεί να συγκεντρώσουν περί το 65% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων. Εφόσον η πρόβλεψή τους αυτή επαληθευτεί, τότε θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι και η επόμενη Βουλή θα είναι επτακομματική με τα ίδια κόμματα που υπήρχαν και στην προηγούμενη σύνθεση, πλην ίσως των Ανεξάρτητων Ελλήνων που θα αντικατασταθούν από τη Λαϊκή Ενότητα.
Μάχη ψήφο με ψήφο αναμένεται να δοθεί και για την ανάδειξη του τρίτου κόμματος, το οποίο και θα λάβει διερευνητική εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης, αν δεν καρποφορήσουν οι προσπάθειες των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων που θα προηγηθούν.
Η Χρυσή Αυγή φαίνεται τις τελευταίες ημέρες να εμφανίζει σημαντικές απώλειες και ιδίως μετά τη δήλωση του αρχηγού της Ν. Μιχαλολιάκου με την οποία ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία του Π. Φύσσα.
Ερωτηματικό η επικράτηση στον χώρο της Κεντροαριστεράς, καθώς το ΠαΣοΚ δείχνει να επηρεάζεται από την πίεση που ασκεί στους οπαδούς του ο δικομματισμός, αλλά και το Ποτάμι που εμφανίζει χαμηλότερη δυναμική από την αντίστοιχη αναμέτρηση του Ιανουαρίου, παρότι εμπλούτισε τους συνδυασμούς του με υποψηφίους ευρύτερης αποδοχής.
Αντίθετα, σταθερό ή και ελαφρά ενισχυμένο σε σχέση με τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου εμφανίζεται το ΚΚΕ, ενώ γρίφος εξακολουθεί να είναι το ποσοστό της Λαϊκής Ενότητας, που φαίνεται πάντως να ανακάμπτει μετά «το φιλί της Ζωής» που της χάρισαν οι εμφανίσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Η υπόθεση Φλαμπουράρη
Σε ό,τι αφορά τη μάχη ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ είναι πλέον σαφές από τις δημοσκοπήσεις και ιδίως από τα ποιοτικά τους στοιχεία ότι ξεκίνησε σαν ένας… περίπατος για τον ΣΥΡΙΖΑ και κατέληξε στο απόλυτο ντέρμπι. Παρά την απώλεια τριάντα βουλευτών που ακολούθησαν τον Π. Λαφαζάνη στη ΛΑΕ, το κόμμα του κ. Τσίπρα ξεκίνησε την προεκλογική περίοδο με σαφές προβάδισμα, το οποίο όμως άρχισε να καλύπτει με σταθερό –αν όχι και αυξανόμενο –ρυθμό, ο Ευ. Μεϊμαράκης.
Η αδράνεια που επέδειξε η κυβέρνηση στην αντιμετώπιση του κύματος των προσφύγων από τη Συρία, αλλά και η αντιπαράθεση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑΕ επιβράδυνε την ταχύτητα αύξησης της συσπείρωσης στο κυβερνών κόμμα και ταυτόχρονα ενίσχυσε την ανησυχία της κοινής γνώμης για το ενδεχόμενο νέας διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ από στελέχη που παρέμειναν μεν στο κόμμα, αλλά εξακολουθούν να δηλώνουν αντίθετοι με το Μνημόνιο και τις μεταρρυθμίσεις που συνεπάγεται.
Από την άλλη πλευρά, οι ρυθμοί συσπείρωσης της ΝΔ άρχισαν να αυξάνονται πολύ περισσότερο από τους αντίστοιχους του ΣΥΡΙΖΑ καθώς άρχισε να παρατηρείται και πάλι για πρώτη φορά μετά το 2000 το φαινόμενο να πλησιάζουν τη ΝΔ ψηφοφόροι, όχι γιατί την εμπιστεύονται, αλλά γιατί φοβούνται τους αντιπάλους της. Τέτοιου είδους υπόγεια ρεύματα είναι πιο εμφανή στην περιφέρεια παρά στα αστικά κέντρα, επειδή ο Ευ. Μεϊμαράκης θεωρείται περισσότερο εγγυητής της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας από ό,τι ο Αλ. Τσίπρας, αλλά και καλύτερος διαχειριστής ζητημάτων όπως το Μεταναστευτικό, ή η κατάσταση στην Παιδεία ή στην Υγεία.
Ενα επιπλέον στοιχείο που ενισχύει τη ΝΔ και της προσθέτει εκλογική δύναμη είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά εμφανίζεται ενωμένη χωρίς αντιπαραθέσεις από στελέχη των εσωκομματικών της τάσεων και την καραμανλική πτέρυγα να ενεργοποιείται και πάλι.
Αλλά ακόμη και με αυτή την αντίθετη εικόνα των δύο κομμάτων, με τον ΣΥΡΙΖΑ να χάνει μια μερίδα του αστικού κόσμου που τον στήριζε ως τον Ιανουάριο και τη Νέα Δημοκρατία να αποκτά και πάλι την πολυσυλλεκτικότητά της, το κόμμα του κ. Τσίπρα εξακολουθούσε να εμφανίζεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις με ελαφρύ προβάδισμα. Φαίνεται ότι ο κ. Τσίπρας διαθέτει αφανείς δυνάμεις κυρίως στις γυναίκες και στους νέους, οι οποίοι σπεύδουν να τον στηρίξουν κάθε φορά που εμφανίζεται να παίρνει προβάδισμα ο κ. Μεϊμαράκης.
Το ερώτημα που μέλει να απαντηθεί από τις κάλπες είναι κατά πόσο τραυμάτισε την εικόνα του η υπόθεση Φλαμπουράρη και κυρίως κατά πόσο έγινε αντιληπτή από την κοινή γνώμη η ηθική διάσταση του ζητήματος και μάλιστα σε μια περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τοποθετήσει στην κορυφή της προεκλογικής του ατζέντας τη μάχη κατά της διαπλοκής και όσων επί χρόνια θησαύριζαν υπογράφοντας συμβάσεις με το Δημόσιο.
Οπως παρατηρούσαν εκλογικοί αναλυτές, επειδή τα δύο κόμματα βρίσκονται πολύ κοντά, μια τέτοια υπόθεση και μάλιστα λίγα 24ωρα προτού ανοίξουν οι κάλπες, μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για την έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος και να ανατρέψει τις οριακές διαφορές που έτσι κι αλλιώς καταγράφονται σε όλες τις δημοσκοπήσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ